Πριν από περίπου 17 μήνες, τον Ιούνιο του 2017, ένας παπάς στην Ζάκυνθο πήγε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του και έκανε μια επώνυμη καταγγελία: «Στο χώρο συγκεκριμένης επιχείρησης ενεχυροδανειστηρίου που αναπτύσσει δραστηριότητα στο νησί, βρίσκονται κλοπιμαία από την εκκλησία του».
Ο παπάς, όπως είπε στους αστυνομικούς, είχε δει με τα μάτια του τα ασημένια περιγράμματα από τις εικόνες που είχαν κλαπεί από τον ναό να εκτίθενται στο ενεχυροδανειστήριο, δήλωσαν στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων άνθρωποι που παρακολουθούν στενά την υπόθεση για το κύκλωμα λαθρεμπορίας χρυσού.
Αμέσως κλήθηκε στο νησί το ΣΔΟΕ με επικεφαλής τον ειδικό γραμματέα Σταύρο Θωμαδάκη, προκειμένου να εκτελέσει σχετική εισαγγελική παραγγελία και μετά από επισταμένη έρευνα και αξιοποίηση πληροφοριών πραγματοποιεί συγχρονισμένους ελέγχους στη Ζάκυνθο, στον Πύργο και στην Αμαλιάδα. Λίγο αργότερα θα βρεθούν και θα κατασχεθούν δύο πλαγιόκαννα όπλα, διόπτρες όπλων, 43 χρυσές λίρες, εννέα ρολόγια ιδιαίτερης αξίας επώνυμων κατασκευαστικών οίκων, πλήθος τιμαλφών μεγάλης αξίας σε πλαστικές συσκευασίες και ένα χρηματικό ποσό ύψους 66.930 ευρώ. Σε κανένα από αυτά δεν προέκυψε η νόμιμη προέλευση και κατοχή τους. Ήταν δηλαδή προϊόντα κλεπταποδοχής.
Πώς έφτασαν στο κύκλωμα οι Αρχές
Η υπόθεση αυτή για πρώτη φορά στοιχειοθετεί ίσως το πιο βασικό στοιχείο γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε η δράση λαθρεμπορίας των κυκλωμάτων χρυσού στην Ελλάδα και είναι αυτό που ελέγχεται κυρίως σήμερα και με τις 59 συλλήψεις μεταξύ αυτών και του ιδιοκτήτη μεγάλης αλυσίδας με ενεχυροδανειστήρια: Την κλεπταποδοχή.
«Όλοι αυτοί που πούλησαν λόγω της κρίσης τιμαλφή, κειμήλια και ότι προσωπική κινητή περιουσία είχαν για να επιβιώσουν, το έκαναν κυρίως τα πρώτα χρόνια της κρίσης, από το 2010 έως το 2014», επισημαίνει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ υψηλόβαθμο στέλεχος που διερευνά όλες τις διαστάσεις της έρευνας για τη δράση της «μαφίας του χρυσού», όπως την αποκαλεί και προσθέτει:
«Στην συνέχεια οι 947 επιχειρήσεις ή υποκαταστήματα που άνοιξαν μόνο μέσα στα πρώτα δύο χρόνια και είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται, δύσκολα θα μπορούσαν να επιβιώσουν στην συνέχεια μόνο από κάποιες -νόμιμες- αγοροπωλησίες που αντικειμενικά θα μειώνονταν. Συνεπώς, για να συνεχισθεί η κερδοφορία έπρεπε με κάποιο τρόπο να δίνεται το μήνυμα: «Αγοράζονται και κλοπιμαία». Και όταν γνωρίζει ο κλέφτης ότι υπάρχει αγοραστής κλεπταποδόχος εύκολα αυξάνει τη δράση του». Πολύ περισσότερο όταν δεν υπάρχει ούτε μητρώο ούτε καταγραφή ούτε φωτογραφίες και κυρίως μπορούν να χαθούν τα ίχνη λιώνοντας τα μέταλλα και μετατρέποντας τα κοσμήματα σε ράβδους ή πλάκες χρυσού, τονίζει η ίδια πηγή.
Χρυσές δουλειές …χωρίς νομοθετικό πλαίσιο
Τα ενεχυροδανειστήρια υπήρχαν ανέκαθεν γύρω από την περιοχή της Ομονοίας και ήταν συνδεδεμένα με σκοτεινούς τύπους που αποκαλούσαν τελευταία «τοκογλύφους» και με μια φθίνουσα δραστηριότητα, καθώς το επάγγελμα δεν μπορούσε να σταθεί όσο οι τράπεζες μοίραζαν εύκολα καταναλωτικά δάνεια.
Με το ξέσπασμα, ωστόσο, της κρίσης σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας και στη συνέχεια σε όλες τις επαρχιακές πόλεις άρχισαν να στήνονται επιχειρήσεις άγνωστης ουσιαστικά προέλευσης. Το «επάγγελμα» θα πάρει την μορφή «επιδημίας» καθώς απελπισμένοι πολίτες προσπαθούν να εκποιήσουν ό,τι έχουν σε χρυσό.
Σε αυτό συμβάλλει και η άνοδος παγκοσμίως της τιμής του χρυσού ενώ η ανεργία θα οδηγήσει στα «χρυσά ενεχυροδανειστήρια» ανθρώπους που πουλάνε ακόμη και χρυσά δόντια ή ό,τι οικογενειακό κειμήλιο μπορούσε να μεταφραστεί σε μετρητά.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΑΠΕ, το 2010 έκαναν έναρξη 81 επιχειρήσεις, ενώ το 2002 274 επιχειρήσεις και 245 καταστήματα. Οι άδειες αφορούν ανταλλακτήρια πολύτιμων μετάλλων, χρυσού και αργυρών προϊόντων οικοσκευής.
από το ethnos.gr