Ολικό black out στις διαπραγματεύσεις -Τα δύο σενάρια για τη στάση του ΔΝΤ
Στη δίνη της κόντρας μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου δείχνει να έχει παγιδευτεί η Αθήνα και είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος εμπλοκής ή -στην καλλίτερη περίπτωση- νέων καθυστερήσεων στη διαδικασία της αξιολόγησης.
Οι εκτιμήσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, σύμφωνα με τους οποίους το ΔΝΤ θα αρκούνταν σε μια «φωτογραφία» των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το Χρέος, αρκεί να έπαιρνε η Ελλάδα τα σκληρά μέτρα (περικοπές αφορολογήτου και συντάξεων), κινδυνεύουν να αποδειχθούν για μια ακόμα φορά αισιόδοξες. Το ίδιο συνέβη και πριν από λίγους μήνες, όταν πολλοί πίστευαν ότι η πρωτοβουλία, κυρίως από την ΕΚΤ, για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, που θα ικανοποιούσε και το Βερολίνο και το Ταμείο, προσέκρουσε τελικά σε τοίχο αδιαλλαξίας και των δύο πόλων.
Οι διπλωματικές δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ μετά από τη συνάντηση της με την Ανγκελα Μέρκελ ερμηνεύθηκαν από πολλούς ως προάγγελος μιας σχετικής χαλάρωσης εκ μέρους του Ταμείου, αναφορικά με το χρονοδιάγραμμα δέσμευσης των Ευρωπαίων για τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού Χρέους. Οι εξελίξεις των τελευταίων ωρών προσγείωσαν, όμως, στην πραγματικότητα όσους πόνταραν σε μια εύκολη λύση, καθώς κατ’ αρχάς ο εκπρόσωπος του Ταμείου κι εν συνεχεία οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ με φαρδιά-πλατιά και την υπογραφή του Πολ Τόμσεν, ξεκαθάρισαν ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να ανοίξουν τώρα τα χαρτιά τους και να ξεχάσουν την εύκολη λύση των υψηλών πλεονασμάτων, προκειμένου να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας μεσοπρόθεσμα. Σημειωτέον, ότι μόλις την περασμένη Δευτέρα, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ έδειξε να επιμένει στη συνταγή των υψηλών πλεονασμάτων -έστω με βαριά μέτρα- ποντάροντας επί της ουσίας σε μια βελτιωμένη Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους εκ μέρους του ΔΝΤ.
Με δεδομένη και τη θέση του νέου Αμερικανού υπουργού Οικονομικών, που χαρακτήρισε ευρωπαϊκό θέμα το ελληνικό ζήτημα, τα σενάρια ως προς τη στάση του Ταμείου φαίνεται αυτή τη στιγμή να είναι δύο.
Στην πρώτη περίπτωση, οι δηλώσεις των τελευταίων 24 ωρών μπορούν να εκληφθούν ως συνέχεια στο παιχνίδι ισχύος μεταξύ ΔΝΤ-Βερολίνου, με απώτερο στόχο του Ταμείου να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα και στο πεδίο του Χρέους, μετά από τη σύνταξη του ευρωπαϊκού μπλοκ πίσω από τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την ανάγκη λήψης νέων σκληρών δημοσιονομικών μέτρων από την Αθήνα. Με αυτή τη λογική, οι τεχνοκράτες του Ταμείου θα εξαντλήσουν όλα τα μέσα που διαθέτουν, προκειμένου να «ξεχειλώσουν» τις συζητήσεις επί ελληνικού εδάφους. Και η αλήθεια είναι ότι δεν θα δυσκολευτούν ιδιαιτέρως, καθώς πληροφορίες αναφέρουν ότι το Ταμείο ετοιμάζεται να εγείρει ζήτημα για «τρύπα»-μαμούθ και στον Προϋπολογισμό του 2018, αν οι Ευρωπαίοι επιμείνουν ότι το πλεόνασμα πρέπει να φτάσει στο 3,5%. Αρμόδιες ελληνικές πηγές επιβεβαιώνουν ότι η εκτίμηση των Ευρωπαίων για το «κενό» του 2018 είναι περίπου 200 εκατ. ευρώ και του ΔΝΤ περίπου 500 εκατ. ευρώ, με τη διαφορά ότι οι τεχνοκράτες του Ταμείου υπολογίζουν αυτό το «κενό» με βάση την εκτίμηση τους για πλεόνασμα 1,5%. Σε αυτό το σενάριο οι συζητήσεις θα «αγγίξουν» την «κόκκινη» ζώνη του Ιουλίου, χωρίς να μπορεί κανείς να προβλέψει πώς θα διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό στην υπόλοιπη Ευρώπη μετά από τις εκλογές σε Ολλανδία και Γαλλία.
Το δεύτερο σενάριο στηρίζεται στη λογική ότι το ΔΝΤ δεν κάνει αυτή τη στιγμή ελιγμούς και πρόκειται να επιμείνει στη σκληρή γραμμή για το Χρέος μέχρι τέλους. Σε αυτήν την περίπτωση, επειδή είναι προφανές ότι το Βερολίνο δεν πρόκειται να υποχωρήσει όσο πλησιάζουν οι εκλογές του Σεπτεμβρίου, οι διαβουλεύσεις για το ελληνικό ζήτημα θα μπουν σε αχαρτογράφητα νερά. Αν έχει υπάρξει συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο για τα μέτρα (Staff Level Agreement), αυτό ενδεχομένως θα οδηγήσει και στην εκταμίευση της δόσης για την πληρωμή των 6,3 δισ ευρώ του Ιουλίου, αφήνοντας την «καυτή πατάτα» των πρωτογενών πλεονασμάτων και του Χρέους για το Φθινόπωρο, χωρίς να μπορεί κανείς να προδικάσει ότι και τότε θα επιτευχθεί συμφωνία με το ΔΝΤ.
Και στα δύο σενάρια, η ελληνική πλευρά θα βρεθεί χαμένη, καθώς η αποκατάσταση της ομαλότητας και η άρση της αβεβαιότητας, θα παραμείνουν ζητούμενο. Επιπλέον, ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, η ένταξη στο QE θα καθυστερήσει πολύ, υποχρεώνοντας σε αλλαγή πλάνων όσον αφορά στη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές. «Έκδοση χωρίς QE, δεν υπάρχει», ξεκαθαρίζουν ευρωπαϊκές πηγές, επιβεβαιώνοντας ότι και η ΕΚΤ χρειάζεται μεγαλύτερη σαφήνεια στον οδικό χάρτη ελάφρυνσης του Χρέους, έτσι ώστε να εκπονήσει τη δική της Ανάλυση Βιωσιμότητας.