Εκπλήξεις δεν είχε το πακέτο των ελαφρύνσεων που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός, ενώ κρατήθηκαν ιδιαιτέρως χαμηλά οι τόνοι στο θέμα των συντάξεων. Από την άλλη, το γεγονός ότι αυτές οι εξαγγελίες έχουν ένα δημοσιονομικό κόστος που αγγίζει- εάν δεν ξεπερνά- τα 8 δισ ευρώ ως το 2022, δεν παύει να εγείρει ερωτήματα για την αντίδραση των “έξω”.
Ειδικά για το 2019, το κόστος δεν ξεπερνά τα 750 εκατ. Ευρώ, δηλαδή όσο είναι ο εκτιμώμενος δημοσιονομικός χώρος, με προφανή στόχο να μην ταραχθούν τα νερά, λίγες ώρες πριν επιστρέψουν οι Θεσμοί στην Αθήνα και ειδικότερα λίγο πριν θέσει η Αθήνα επισήμως το θέμα των συντάξεων.
Ωστόσο, ο Α. Τσίπρας ανέπτυξε την ομιλία του, “πατώντας” πάνω στα εκτιμώμενα- άρα προς το παρόν λογιστικά- υπερπλεονάσματα ως το τέλος του 2022, ύψους 3,5 δισ ευρώ, προκειμένου να εξαγγείλει μειώσεις φόρων ακόμα και για την περίοδο μετά από τη λήξη της θητείας αυτής της κυβέρνησης. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσει κανείς το φετινό μέρισμα, που σύμφωνα με εκτιμήσεις μπορεί να αγγίξει το 1 δισ ευρώ καθώς υπολογίζεται ότι το πλεόνασμα ενδεχομένως να υπερβεί το 4%, αλλά και τα αναδρομικά ενστόλων- δικαστικών ύψους 1 δισ (δεν έγινε σαφές αν η καταβολή θα γίνει εφάπαξ ή σε δόσεις.
Ο λογαριασμός ανεβαίνει αν προσθέσει κανείς το δημοσιονομικό κόστος από την αναστολή των περικοπών στις συντάξεις, που φτάνει στα 2,9 δισ ευρώ και τα οποία σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη πλεονάσματος 3,5%, ενώ αν συνυπολογιστεί και το κόστος της επιδότησης ενοικίου- πρόκειται για αντίμετρο και δεν εξηγήθηκε πώς θα εφαρμοστεί αν ανασταλεί η μείωση των συντάξεων- τότε ο πήχης ανεβαίνει σε δυσθεώρητα ύψη.
Ξεπερνώντας κανείς τον ίλιγγο των δισεκατομμυρίων, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν αρκετές “γκρίζες” ζώνες στις εξαγγελίες, που μπορεί να κρύβουν παγίδες, όπως στην περίπτωση του ΕΝΦΙΑ. Από την ομιλία του Πρωθυπουργού, αλλά κι από τα παραδείγματα ελαφρύνσεων που έδωσε ανεπισήμως το επιτελείο του, επιβεβαιώνεται κατ’ αρχάς ότι η μείωση φόρου κατά 30% για το 2019 θα έχει πλαφόν 70 ευρώ, όπως άλλωστε προβλέπει η διάταξη που έχει ήδη ψηφιστεί ως αντίμετρο για τη μείωση του αφορολογήτου το 2020. Από τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού επιβεβαιώνονται, όμως και οι πληροφορίες που είχε δημοσιεύσει το iefimerida, σύμφωνα με τις οποίες το 2019 θα φέρει ριζικές ανατροπές στο φόρο ακινήτων.
Επί της ουσίας, ο Πρωθυπουργός επιβεβαίωσε ότι η νέα αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, θα αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αλλάξει η δομή του ΕΝΦΙΑ, με στόχο να μετατραπεί σε- υποτίθεται- Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, όπως προέβλεπαν τα σενάρια που είχαν απορριφθεί από τους δανειστές. Έτσι, θα προβλεφθεί αφορολόγητο 20.000- 30.000 ευρώ ή πολύ χαμηλοί συντελεστές για τις περιουσίες πολύ μικρής αξίας, με αποτέλεσμα να πρέπει να μεταφερθεί το βάρος στα επόμενα κλιμάκια- που θα “βαπτιστούν” υψηλά μέσω των νέων αντικειμενικών- προκειμένου το εισπρακτικό αποτέλεσμα να μη διαταραχθεί.
Από τις εξαγγελίες το Πρωθυπουργού απουσίαζε και η παραμικρή αναφορά στην προγραμματισμένη μείωση του αφορολογήτου κατά 3.000 ευρώ, από 1/1/2020, ενώ δεν θίχθηκε το θέμα της φορολογίας μισθωτών- συνταξιούχων, κάτι που σημαίνει ότι για να δει η συντριπτική πλειοψηφία των φορολογούμενων κάποια μείωση φορολογικού συντελεστή, θα πρέπει να δει πρώτα… πετσοκομμένο το αφορολογήτο του. Υπενθυμίζεται ότι ένα από τα αντίμετρα για τη μείωση του αφορολογήτου είναι η μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 20%, όπως επίσης η κατάργηση της έκτακτης εισφοράς για εισοδήματα ως 30.000 ευρώ.
Το επιχείρημα ότι πρόκειται για μέτρα με υψηλό δημοσιονομικό κόστος άρα δεν μπορεί να αλλάξει κάτι στο σχεδιασμό τους φυσικά δεν στέκει, καθώς ο Πρωθυπουργός συμπεριέλαβε στις εξαγγελίες του τη μείωση του ΦΠΑ από την Πρωτοχρονιά του… 2021.