Στουρνάρας: Να κλείσει τώρα η αξιολόγηση -Αργότερα ίσως θα είναι πολύ αργά
Το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης τώρα, γιατί αργότερα οι συνθήκες θα είναι πολύ χειρότερες, ζήτησε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Παρουσιάζοντας στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής την έκθεση της ΤτΕ για τη νομισματική πολιτική το 2016, ο κ. Στουρνάρας είπε:
«Δεν υπάρχει ορθολογική επιλογή μεταξύ ολοκλήρωσης της αξιολόγησης τώρα ή αργότερα. Αργότερα οι συνθήκες θα είναι πολύ χειρότερες. Αργότερα ίσως θα είναι πολύ αργά. Σε ό,τι ακολουθεί, θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί η δεύτερη αξιολόγηση πρέπει να ολοκληρωθεί τώρα», υπογράμμισε ο Γ. Στουρνάρας.
Ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε ότι το 2016 υπήρξε πρόοδος με θετική επίδραση στη ρευστότητα και τόνισε ότι στην οικονομία «έχει διαμορφωθεί θετική δυναμική».
«Η πρόοδος στην εφαρμογή του προγράμματος το 2016 είχε θετική επίδραση στη ρευστότητα και στο κλίμα εμπιστοσύνης, και αντανακλάται στη θετική εξέλιξη του ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο του έτους, τις θετικές δημοσιονομικές εξελίξεις, αλλά και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων των τραπεζών. Το γεγονός αυτό ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και την οριστική έξοδο από την κρίση. Αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, αλλά και επιτακτικό, σε μία περίοδο εξωτερικών κλυδωνισμών και ενδεχόμενων κινδύνων», επεσήμανε ο Γ. Στουρνάρας.
Πρόσθεσε ότι «η θετική δυναμική που έχει διαμορφωθεί στην οικονομία πρέπει να διασφαλιστεί με την άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και να στηριχθεί στην υλοποίηση των στόχων του προγράμματος και στην επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί».
«Αυτό», συνέχισε ο Γ. Στουρνάρας, «θα διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων για τα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα προλειάνει το έδαφος για την πλήρη επάνοδο του ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές».
Επίσης, ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι το καίριο ζήτημα σήμερα είναι να ολοκληρωθεί έγκαιρα η αξιολόγηση, χωρίς άλλες καθυστερήσεις και να εξειδικευθούν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους μετά το 2018.
«Αυτή η προτροπή απευθύνεται τόσο προς την ελληνική κυβέρνηση, όσο και προς τους εταίρους της, προκειμένου να αρθούν όλα τα εμπόδια στη διαπραγμάτευση. Όλοι πρέπει να κάνουν ένα βήμα πίσω, δεν νοείται, μετά τις τόσες προσπάθειες και την ήδη επιτευχθείσα προσαρμογή, αποτυχία», υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ.
Σύμφωνα με τον Κεντρικό τραπεζίτη τα βήματα που πρέπει να γίνουν είναι τα εξής:
- Επίδειξη ρεαλισμού και ευελιξίας τόσο από την ελληνική πλευρά, όσο και από τους εταίρους, με τελικό στόχο την άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος, μαζί με μία δέσμευση για την ισχύ των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους. Τόσο η σημαντική υπερκάλυψη του δημοσιονομικού στόχου για το 2016, η οποία εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ περίπου, όσο και η καλύτερη του αναμενόμενου εξέλιξη του ΑΕΠ, αποτελούν σοβαρούς λόγους, αλλά και διαπραγματευτικά όπλα, για μια άμεση και επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
- Επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων.
- Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
- Αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους και ρεαλιστική αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι εφικτή η μείωση του δημοσιονομικού στόχου από το 2018 και έπειτα σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%), εάν συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθεισών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση της φορολογίας, γεγονός που εκτιμάται ότι θα έχει θετικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη. Τα σχετικά επιχειρήματα τα ανέφερα πριν μια εβδομάδα σε σχετική εκδήλωση εδώ στη Βουλή.
- Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη.
- Αντιμετώπιση του προβλήματος της μακροχρόνιας ανεργίας.
- Χαλάρωση και τελικά άρση των περιορισμών που απομένουν στην κίνηση κεφαλαίων.