Ο κύκλος ζωής του αρχινονού έκλεισε με 29 σφαίρες. Χιλιάδες σελίδες, όμως, γεμίζουν οι ιστορίες γύρω από την εγκληματική δράση του αριστερού με σπουδές στη Σουηδία που δημιούργησε τον μύθο του «Ελληνα Αλ Καπόνε».
Ήταν ο μοναδικός Έλληνας που του αποδόθηκε ο όρος «Ντον» (σ.σ. αρχηγός της μαφίας) που μπορούσε να σταθεί απέναντι στους Ιταλούς μαφιόζους ως ίσος προς ίσους και να οργανώσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο μια μεγάλη επιχείρηση, να είναι παντού και πουθενά…
Τη ζωή και τη δράση του από το 1980 συνοδεύουν εκατοντάδες ιστορίες. Κάποιες ξεδιπλώνονται αναλυτικά στις ουκ ολίγες δικογραφίες που σχηματίστηκαν σε βάρος του, άλλες κυκλοφορούν ως φήμες ή μύθοι στα γραφεία των αστυνομικών της Ασφάλειας και της αφρόκρεμας του αθηναϊκού υποκόσμου. Γιατί η κινηματογραφική ζωή του Ελληνα capo dei capi ξεπερνά πολλές φορές την ίδια την πραγματικότητα και ακροβατεί ανάμεσα στον μύθο και την αλήθεια. Το βέβαιο είναι ότι κανείς δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει, πολλοί όμως θα προσπαθήσουν να τον αντιγράψουν.
Ο Στεφανάκος δέχτηκε 29 πυροβολισμούς πριν πέσει νεκρός μέσα στο αυτοκίνητό του
Από το Χαϊδάρι στη Σουηδία
Ο Βασίλης Στεφανάκος γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1961 στο Χαϊδάρι. Εκεί έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, εκεί δολοφονήθηκε. Μεγάλωσε την εποχή της χούντας σε μια έντονα πολιτικοποιημένη οικογένεια με αριστερό πρόσημο και εντάχτηκε από πολύ μικρός στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Με την ενηλικίωσή του φεύγει για τη Σουηδία. Θέλει να σπουδάσει κάτι που να διευρύνει το επιχειρηματικό του μυαλό και να καλλιεργήσει το πνεύμα του. Αν και η οικογένειά του δεν ήταν εύπορη, κατάφερε να εξασφαλίσει τα χρήματα ώστε ο αγαπημένος της γιος να πάει στο εξωτερικό για να ανοίξει τον επαγγελματικό του κύκλο. Επιστρέφοντας στα πάτρια, ο Βασίλης Στεφανάκος καταπιάνεται με τις αντιπροσωπίες μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Την πρώτη επιχείρηση την έστησε προτού καλά-καλά κλείσει τα 23 του χρόνια.
Είναι η εποχή που στην Ελλάδα το χρήμα ρέει άφθονο και η απόκτηση καλού αυτοκινήτου είναι κάτι παραπάνω από εμμονή για τους Ελληνες, μια μάλλον προέκταση του εγώ τους. «Από το 1984 μέχρι το 2002 διατηρούσα επιχειρήσεις συσταθείσες υπό εμού και με συμμετοχή μόνο ατόμων της οικογένειάς μου. Οι εταιρείες αυτές ήταν επιχειρήσεις εμπορίας αυτοκινήτων, κατασκευαστικές, νυχτερινά κέντρα κ.λπ. Ανήκουν σε μέλη της οικογένειάς μου και ουδεμία οφειλή έχουν σε κανέναν. Οι τζίροι ανέρχονταν, ειδικά τα τελευταία έξι χρόνια, δηλαδή από το 1996 μέχρι και το 2002, σε 5 δισ. δραχμές ετησίως και σε 15 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Το 2002 κατηγορήθηκα για πρώτη φορά για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης. Εκτοτε οι επιχειρήσεις μου είναι σχεδόν ανενεργές και έχω υποστεί τουλάχιστον δέκα βομβιστικές επιθέσεις στα μαγαζιά μου», υποστήριξε σε μία από τις απολογίες του στον ανακριτή δίνοντας το στίγμα των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων.
Εξυπνος, ψυχρός και δραστήριος δείχνει να μην ικανοποιείται από τον χώρο της εμπορίας αυτοκινήτων και γρήγορα αρχίζει νέες μπίζνες στον χώρο των καυσίμων. Αυτή τη φορά βέβαια, όχι και τόσο νόμιμες. Μια ιστορία, που την περιγράφουν ως αληθινή άνθρωποι που τον γνώριζαν εκείνη την εποχή, καταγράφει τις πρώτες κινήσεις του στον χώρο του εμπορίου. Εντόπισε, λένε, εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ’80 έναν αγωγό που μετέφερε πετρέλαιο στα διυλιστήρια του Ασπροπύργου και με μια πατέντα κατάφερε να παραβιάζει τον αγωγό και να ρουφάει καύσιμα. Κάθε βράδυ γινόταν αυτή η δουλειά. Τα κέρδη σιγά-σιγά αυξάνονταν και το μαύρο χρήμα κυκλοφορούσε σε σακούλες.
«Το 1993 με έφερε σε επαφή μαζί του ένας οικογενειακός φίλος. Μου ζήτησε να τον βοηθήσω να αγοράσει ένα πλοίο για να κάνει λαθρεμπόριο. Αρνήθηκα και με απείλησε ότι θα τα ξαναπούμε», λέει ο επιχειρηματίας που ανοίγει το στόμα του υπό τον όρο της ανωνυμίας. Τρία χρόνια αργότερα, το όνομα του επιχειρηματία ενεπλάκη σε μια υπόθεση λαθρεμπορίου. Ετσι, αποφάσισε να μάθει ποιοι του την έστησαν. Ο ίδιος περιγράφει: «Εψαξα και έμαθα ποιο σκάφος έφερνε πετρέλαιο λαθραία, πού θα το έβγαζαν, με ποιο βυτιοφόρο και κάλεσα στο γραφείο μου όσους εμπλέκονταν και τον Στεφανάκο. Είπαν πολλά και τους ηχογραφούσα. Πήγα την κασέτα και τα απομαγνητοφωνημένα κείμενα στην ανακρίτρια και σε ανώτατο αξιωματικό του Λιμενικού. Οι κασέτες και τα κείμενα εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς τόσο από το Λιμενικό όσο και από το γραφείο της ανακρίτριας.
Τον Απρίλιο του 2006 o Στεφανάκος οργανώνει την πρώτη επιχείρηση απόδρασης με ελικόπτερο. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας και ο Αλκέτ Ριζάι πετούν στην ελευθερία.
Εκτοτε ο «φαντομάς του θεσσαλικού κάμπου» παραμένει ασύλληπτος
Και όχι μόνο από εκεί… Μασκοφόροι εισέβαλαν στο σπίτι της εν διαστάσει συζύγου μου, την έδεσαν χειροπόδαρα και άρπαξαν τα αντίγραφα και όσα άλλα στοιχεία βρήκαν. Μου τηλεφωνούσαν μέρα-νύχτα με απόκρυψη ή από τηλεφωνικό θάλαμο που βρήκα ότι ήταν έξω από την Εθνική Τράπεζα Ελευσίνας. Με απειλούσαν ότι θα με τσιμεντώσουν και άλλα πολλά. Μια φορά με πήραν από ένα κέντρο και άκουγα γνωστό τραγουδιστή να κάνει πρόβα! Εψαξα πού τραγουδούσε και έμαθα ότι το κέντρο ανήκε στον Στεφανάκο. Καθαρά Δευτέρα, στις 9 Μαρτίου 1997, δύο πλοιάρια ιδιοκτησίας μου ανατινάχθηκαν στο λιμάνι του Κερατσινίου και βούλιαξαν. Οι δύτες που έκαναν την έρευνα ήταν άνθρωποι του Στεφανάκου. Τους χρησιμοποιούσε ως φρουρά για να βγάζει λαθραία στην ξηρά πετρέλαιο, τσιγάρα και μετανάστες. Οποιον δεν έπαιζε το παιχνίδι τους τον μετέθεταν». Η υπόθεση πήγε στη Δικαιοσύνη, αλλά δεν κατέληξε πουθενά κι έτσι έμεινε να αιωρείται μεταξύ μύθου και πραγματικότητας.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο Βασίλης Στεφανάκος ξεκινά άλλη μια μεγάλη μπίζνα με τσιγάρα. Αρκετά χρόνια μετά οι αστυνομικοί καταφέρνουν να βρουν μια άκρη για να βάλουν στο χέρι τον ανερχόμενο -τότε- επιχειρηματία. Ηξεραν ότι ένα πλοίο από την Κύπρο θα έφτανε στον Σαρωνικό και λάντζες με τη συνοδεία φουσκωτών στα οποία επέβαιναν και επίορκοι λιμενικοί θα άδειαζαν το φορτίο και θα το μετέφεραν στις παραλίες των Μεγάρων.
Στήνουν μια ολόκληρη επιχείρηση, εντοπίζουν το πλοίο και το σημείο όπου θα ξεφόρτωνε τα λαθραία τσιγάρα και ενημερώνουν το Λιμενικό. Και ενώ βρίσκονται έτοιμοι και στημένοι με την Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα (ΕΚΑΜ) για να κάνουν το μεγάλο ντου, το πλοίο αλλάζει ρότα και εξαφανίζεται. Ο Στεφανάκος είχε καταφέρει να αποκτήσει άκρες στην Αστυνομία, στο Λιμενικό και τη Δικαιοσύνη και μέσω επίορκων υπαλλήλων να μαθαίνει τα πάντα και να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τους διώκτες του. Μάλιστα, είχε μείνει στην ιστορία το δώρο που έκανε σε λιμενικό που χρηματιζόταν: ένα πολυτελές κάμπριο αυτοκίνητο που στη συνέχεια ο ίδιος του το αντικατέστησε με ένα πολυτελές τζιπ. Σε αυτόν αποδίδεται και μια φράση που φέρεται να είπε στη «φαμίλια» του σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά και έπεφταν πάνω σε μπλόκο: «Ρίξτε στο ψαχνό. Εμείς φυλακή δεν πάμε».
Τον Μάρτιο του 2010 ο Στεφανάκος παντρεύεται την εκλεκτή της καρδιάς του Κατερίνα Θωμαΐδου μέσα στις Φυλακές Λάρισας
Αλλη μια ιστορία εκείνης της εποχής με πρωταγωνιστή τον «Ελληνα Αλ Καπόνε» αφηγούνται άνθρωποι που τον γνώριζαν καλά. Νέος τότε, φιλόδοξος και με γεμάτο πορτοφόλι, κυκλοφορούσε στα μπουζουκομάγαζα των δυτικών προαστίων και πάνω του κουβαλούσε μια ακονισμένη φαλτσέτα. Οταν λοιπόν χρειαζόταν, λένε οι ίδιοι άνθρωποι, την έβγαζε και «έκοβε και μερικά μάγουλα». Ηταν η περίοδος που ήταν ιδιαίτερα οξύθυμος και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του.
Τα νεύρα του δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει και έχανε συχνά τον έλεγχο του εαυτού του. Ωστόσο, ένα περιστατικό που συνέβη στο κέντρο της Αθήνας τον έκανε να πάρει την απόφαση να αλλάξει και να ανακτήσει την ψυχραιμία του: ήταν σταματημένος σε φανάρι και από πίσω του ένας ανυπόμονος οδηγός, αγνοώντας με ποιον έχει να κάνει, άρχισε να κορνάρει προτού καλά-καλά ανάψει πράσινο και περνώντας δίπλα του τον προσφώνησε με τον πιο γνωστό ελληνικό χαρακτηρισμό. Ο Στεφανάκος, άρπαξε μια πένα που είχε δίπλα του βγήκε έξω και άρχισε να τον χτυπά τραυματίζοντάς τον όπου έβρισκε. Μόλις ξέσπασε, έβαλε τη ματωμένη πένα σε ένα σακουλάκι και την κράτησε. Ηταν ένας τρόπος για να θυμάται ότι έπρεπε να συγκρατεί τα νεύρα του…
Στον κόσμο της νύχτας
Πλησιάζοντας στο 2000, ο Βασίλης Στεφανάκος είναι πλέον εκατομμυριούχος. Μεθυσμένος από τη δύναμη της εξουσίας και το χρήμα, αποφασίζει να γίνει ο πρώτος των πρώτων και να βάλει χέρι ακόμα και στη νύχτα για να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Θέλει να γίνει το αδιαμφισβήτητο αφεντικό. Και τα καταφέρνει. Οταν τον Φεβρουάριο του 2000 δολοφονείται ο αρχινονός Θεμιστοκλής Παπαμάλης, που στην πιάτσα ήξεραν ότι ήταν δικός του άνθρωπος, αποφασίζει να πάρει με το έτσι θέλω το δαχτυλίδι της πρωτοκαθεδρίας των «νονών». Ως διάδοχος του Παπαμάλη και έχοντας ως δεξί του χέρι το μεγάλο όνομα της εποχής τον Αρη Λακιώτη, θέλει να φάει από τη θέση του τον άρχοντα της νύχτας εκείνης της εποχής Θέμη Καλαποθαράκο. Στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους ο Καλαποθαράκος πέφτει νεκρός μετά από μάχη. Στην πιάτσα ακούγεται ότι τα πιστόλια ήταν ο Γιάννης Γαβάκης, άριστος οδηγός μοτοσικλέτας, και ο Στέλιος Χατζηδάκης.
Οι αστυνομικοί στο σημείο της μάχης βρίσκουν ένα παπούτσι που όλα δείχνουν ότι ανήκει στον Χατζηδάκη, που έκτοτε αγνοείται. Οι φήμες λένε ότι βρίσκεται τσιμεντωμένος στον πάτο της θάλασσας της Ελευσίνας από αγνώστους που δεν ήθελαν ποτέ να ταυτοποιηθεί το DNA του παπουτσιού που βρέθηκε με αυτό του εκτελεστή. Ο Γαβάκης δολοφονήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2006 στο Μοσχάτο. Μέχρι σήμερα από τις δικογραφίες φέρεται ο Βασίλης Στεφανάκος ως ηθικός αυτουργός της ανθρωποκτονίας του Καλαποθαράκου, ο ίδιος όμως τα αρνούνταν όλα, με αποτέλεσμα το τοπίο να παραμένει θολό και αδιευκρίνιστο.
Στην αθηναϊκή νύχτα αρχίζουν να γίνονται δραματικές ανακατατάξεις. Το Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας, βλέποντας να εμφανίζεται το ένα πτώμα μετά το άλλο και έχοντας πληροφορίες για το τι παίζεται από πίσω, ξεκινά μια προσπάθεια παρακολούθησης του Βασίλη Στεφανάκου και του πρωτοπαλίκαρού του Αρη Λακιώτη. Η συνοδεία, όμως, που διέθετε τότε το μεγάλο αφεντικό ήταν επιπέδου Αμερικανού προέδρου και η παρακολούθηση αδύνατη. Δεν κατάφεραν να βρουν ούτε τα σπίτια που διαμένουν, ούτε καν τα γραφεία τους. Η επιχείρηση ακυρώνεται και αναλαμβάνει η Δίωξη Εκβιαστών να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Οι έρευνες ξεκινούν από το μηδέν και στήνεται μια ειδική ομάδα που πέφτει πάνω στον Βασίλη Στεφανάκο. Οι αναφορές των δέκα ατόμων είναι απόρρητες και μπαίνουν καθημερινά σε φάκελο με την ένδειξη «Ειδική», που πάει κατευθείαν στον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ.
Από το 2008, όταν ο Βασίλης Στεφανάκος μπήκε στη φυλακή, έγινε κολλητός, «αδερφός» όπως έλεγε ο ίδιος, με τον άλλο διαβόητο κακοποιό Παναγιώτη Βλαστό
Οι αστυνομικοί κατάφεραν να πλευρίσουν τις γυναίκες κάποιων «νονών» και να μάθουν τα στοιχεία που ήθελαν, ενώ παράλληλα προσεγγίζουν καταστηματάρχες που έπεφταν θύματα της «στρατιωτικοποιημένης» ομάδας των Λακιώτη – Στεφανάκου στους οποίους πλήρωναν μηνιάτικο για προστασία. Μάλιστα, ήταν τέτοια η μυστικότητα της έρευνας που οι μάρτυρες ανέβαιναν στη ΓΑΔΑ από την πίσω πόρτα προκειμένου να μην τους δει κανείς από τους υπόλοιπους αστυνομικούς. Και όχι τυχαία. Ο Βασίλης Στεφανάκος είχε καταφέρει να δομήσει ένα δαιδαλώδες δίκτυο πληροφοριών από ένστολους σε όλα τα επίπεδα, τους οποίους είτε τους χαρτζιλίκωνε είτε ήθελαν να πουλήσουν εκδούλευση για να τον ενημερώνουν για κάθε ύποπτη κίνηση των διωκτών του.
Οπως προέκυψε, κάθε βράδυ η ομάδα μαζευόταν σε ένα από τα δύο νυχτερινά κέντρα που διέθετε τότε ο Βασίλης Στεφανάκος: στο «Πλατό», που βρίσκεται στη συμβολή της Πειραιώς με την Πέτρου Ράλλη, ένα νυχτερινό μαγαζί από το οποίο πέρασαν μεγάλα ονόματα του τραγουδιού, όπως ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος και ο Θέμης Αδαμαντίδης, αλλά συνήθως σε ένα μικρότερο μαγαζί στο Μπουρνάζι, όπου είχε και το στρατηγείο του ο Στεφανάκος. Εκεί μαζεύονταν όλοι γύρω από το μεγάλο αφεντικό και κατέστρωναν τα σχέδιά τους. Η έρευνα της ειδικής ομάδας της Δίωξης Εκβιαστών ολοκληρώνεται το καλοκαίρι του 2002, όταν στην επικαιρότητα κυριαρχεί η υπόθεση με την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη». Οι αστυνομικοί του Εκβιαστών, ξέροντας τις άκρες που διαθέτουν οι «νονοί», πρότειναν να μην εκδοθούν εντάλματα σύλληψης για την ιστορία, αλλά πρώτα να κληθούν στην Ασφάλεια για κάποια μικροϋπόθεση τα μεγάλα κεφάλια και στη συνέχεια να εκδοθούν τα εντάλματα έτσι ώστε να τους έχουν στο χέρι και να μην εξαφανιστούν. Μια πρόταση η οποία δεν έγινε δεκτή από τις αρμόδιες αρχές και έτσι βγήκαν τα εντάλματα σύλληψης. Οι αστυνομικοί του Εκβιαστών σε λιγότερο από μία ώρα βρίσκονταν στο γραφείο και το σπίτι του Βασίλη Στεφανάκου, όσο όμως και αν έψαξαν, δεν τον βρήκαν πουθενά. Ο «Ντον» είχε γίνει καπνός…
Εξι χρόνια κυνηγημένος
Από εκείνη την ημέρα ανοίγει ένας νέος κύκλος στη ζωή του Βασίλη Στεφανάκου. Επρεπε να μάθει να ζει κυνηγημένος, να κινείται σε γρήγορη τροχιά και να καλύπτει τα νώτα του. Οι αστυνομικοί που τον κυνηγούσαν δεν είχαν κάτι προσωπικό μαζί του. Το ίδιο κι αυτός με εκείνους. Ηταν αυτό που συνήθιζε να του λέει το δεξί του χέρι ο Αρης Λακιώτης: «Αυτοί κάνουν τη δουλειά τους κι εμείς τη δική μας».
Σιγά-σιγά μαθαίνει να ζει ως ο Νο 1 καταζητούμενος. Διαθέτει ένα άριστο δίκτυο πληροφοριών μέσα από υπηρεσίες και μπόλικο μαύρο χρήμα. Αρχίζει να φτιάχνει έναν νέο κύκλο σκληρών κακοποιών για να τον πλαισιώσουν. Ετσι, στις 4 Ιουνίου του 2006 στήνει μια επιχείρηση που θα μείνει στην ιστορία. Την έχει καταστρώσει με κάθε λεπτομέρεια και η εκτέλεσή της είναι επιτυχημένη. Ενα ελικόπτερο προσγειώνεται στην Ε’ Πτέρυγα των Φυλακών Κορυδαλλού και αρπάζει τον Βασίλη Παλαιοκώστα και τον Αλκετ Ριζάι. Λίγες εβδομάδες αργότερα, κανονίζει να βγουν από τη μέση δύο άνθρωποι της νύχτας που ανήκουν σε άλλες συμμορίες. Στο Περιστέρι πέφτουν νεκροί ο Κώστας Κουτελιέρης και ο Γιάννης Κάτσιος. Τα δύο νέα εντάλματα σύλληψης που εκδίδονται αναφέρουν τον Βασίλη Στεφανάκο ως ηθικό αυτουργό. Η κατάσταση αρχίζει να εκτροχιάζεται. Στο Ανθρωποκτονιών αποφασίζουν να στήσουν μια μεικτή ομάδα από επίλεκτους αστυνομικούς όλων των υπηρεσιών με μία και μόνο αποστολή: να εντοπίσουν άμεσα και να συλλάβουν τον Βασίλη Στεφανάκο. Η νύχτα της Αθήνας βράζει. Εχει ξεσπάσει άγριος πόλεμος μεταξύ αντίπαλων συμμοριών όπου μιλούν τα όπλα. Αίμα και σφαίρες παντού. Νεκροί πέφτουν γνωστοί νονοί της νύχτας όπως ο Αρης Λακιώτης, ο Αλβανός Αλεξάντερ Σιμόνι, ο Γιάννης Γαβάκης, ο Σωτήρης Κούσης, ο Αριστείδης Γιαγιάς, ο Γιώργος Αρβανιτάκης, ο Γιώργος Αυτιάς, ο Γεράσιμος Μαυράκης. Οι φάκελοι των υποθέσεων παραμένουν στα σκονισμένα συρτάρια της Ασφάλειας με την ένδειξη «Ανεξιχνίαστο».
Η Ferrari του σερβιτόρου
Η ειδική ομάδα της Ασφάλειας αρχίζει να χαρτογραφεί τις περιοχές όπου οι πληροφορίες από τα καρφιά της πιάτσας λένε ότι κινείται ο Στεφανάκος. Ξεκινούν περιπολίες, αλλά διαπιστώνουν ότι πάντοτε καταφέρνει να τους ξεγλιστρά. Είναι πολύ μπροστά τους και αρκετά μακριά γιατί ξέρει ποιοι και πού τον αναζητούν. Το σύστημα το οποίο «ταΐζει» αποδίδει τα μέγιστα…
Στην Ασφάλεια οι αξιωματικοί λένε ότι δεν γίνεται έτσι η δουλειά και ότι πρέπει να αλλάξει όλο το νομικό πλαίσιο για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Διαφορετικά δεν πιάνεται ο Στεφανάκος.
Οι αστυνομικοί προσπαθούν να βρουν τη λεπτομέρεια για να τον πιάσουν. Εντοπίζουν ότι ένας από τους σερβιτόρους που εργάζονται στα μπουζουκομάγαζα του Βασίλη Στεφανάκου έχει στο όνομά του μια πολυτελή Ferrari εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Αντιλαμβάνονται πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον και είναι σίγουροι ότι το supercar δεν το απολαμβάνει ο υπάλληλος αλλά το αφεντικό του.
Σιγά-σιγά μαζεύονται και άλλες λεπτομέρειες και αρχίζει μια ασφυκτική πρέσα στον Στεφανάκο που αισθάνεται την καυτή ανάσα του νόμου στον λαιμό του. Λίγες ημέρες προτού συλληφθεί, τα Χριστούγεννα του 2007, οι μυστικοί αστυνομικοί καταφέρνουν να τον εντοπίσουν και να είναι ένα βήμα από το να του περάσουν τις χειροπέδες, όμως και πάλι τελευταία στιγμή ξεγλιστρά πριν φτάσουν οι ενισχύσεις. Συγκεκριμένα, ανήμερα τα Χριστούγεννα δύο αστυνομικοί της ειδικής ομάδας αποφασίζουν να πάνε σε ένα από τα σπίτια που διαθέτει ο Στεφανάκος στον Λουτρόπυργο. Το ένστικτό τους λέει ότι λόγω της ημέρας ο καταζητούμενος θα έχει χαλαρώσει και θα προσπαθήσει να δει την οικογένειά του. Και πετυχαίνουν διάνα. Αργά το βράδυ, κρυμμένοι πίσω από κάτι ελιές, βλέπουν ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει με χαμηλή ταχύτητα το σπίτι που παρακολουθούν. Μόλις ανοίγει η πόρτα διακρίνουν τη φιγούρα του Στεφανάκου με το χαρακτηριστικό βάδισμα. Δύο άτομα τον συνοδεύουν στο σπίτι και το αυτοκίνητο απομακρύνεται. Αμέσως ενημερώνουν την υπηρεσία και ζητούν ενισχύσεις για να κάνουν το ντου και να τον συλλάβουν. Στην Ασφάλεια σημαίνει συναγερμός. Αστυνομικοί σηκώνονται άρον-άρον από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι για να μεταβούν στον Λουτρόπυργο, ενώ ενημερώνονται και οι δυνάμεις της Αμεσης Δράσης για να αποκλείσουν την περιοχή. Ωστόσο, λίγα λεπτά προτού έρθουν ενισχύσεις, έκπληκτοι οι δύο αστυνομικοί βλέπουν να πλησιάζει αθόρυβα ένα σκούρο αυτοκίνητο, να παίρνει τον Στεφανάκο και να χάνεται στο σκοτάδι. Κάποιο βαθύ λαρύγγι μέσα στην Ασφάλεια τα είχε ξεράσει πάλι όλα.
Το κόλπο με την κηδεία και η σύλληψη
Το πρώτο Σαββατοκύριακο μετά τα Φώτα του 2008 είναι το τελευταίο που ο Βασίλης Στεφανάκος έζησε ως καταζητούμενος. Ο κλοιός είχε σφίξει πολύ γύρω του και ο ίδιος σκέφτηκε ένα κόλπο που τελικά του γύρισε μπούμερανγκ. Μέσω των γνωστών, διεφθαρμένων διαύλων διέρρευσε στους διώκτες του ότι θα μεταβεί σε κηδεία συγγενικού του προσώπου στη Θεσσαλονίκη. Σκοπός ήταν ο ίδιος να παραμείνει στην Αθήνα και να στείλει τους κυνηγούς του στη Θεσσαλονίκη για να μπορέσει να περάσει λίγες ημέρες με την οικογένειά του. Οι αστυνομικοί όμως ψυλλιάζονται ότι κάτι δεν πάει καλά. Από τη μία στέλνουν πράγματι κλιμάκιο στη Θεσσαλονίκη δήθεν για να εντοπίσουν στη συγκεκριμένη κηδεία τον Στεφανάκο, από την άλλη όμως αναθέτουν σε δύο αστυνομικούς του Ανθρωποκτονιών να πάνε στο σπίτι του στο Χαϊδάρι. Πράγματι, ο Βασίλης Στεφανάκος εμφανίζεται σε δρόμο, δύο τετράγωνα από το σπίτι του και πέφτει πάνω στους αστυνομικούς. Δεν προβάλλει αντίσταση, δεν λέει το παραμικρό. Στα 48 του, και μετά από πολλά χρόνια στην παρανομία με καταδίκες και εντάλματα, ο Βασίλης Στεφανάκος περνά για πρώτη φορά το κατώφλι της φυλακής.
Οι αστακοί, στη φυλακή και οι «αόρατοι»
Ο Βασίλης Στεφανάκος στη φυλακή δεν προβληματίζεται ιδιαίτερα. Βρίσκει τον Παναγιώτη Βλαστό και τον Γιάννη Σκαφτούρο και στήνουν μια νέα μπίζνα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την απαγωγή του εφοπλιστή Παναγόπουλου για την οποία ωστόσο καταφέρνει να «καθαρίσει».
Οι ιστορίες που λέγονται για τα έργα και τις ημέρες του πίσω από τα κάγκελα είναι πολλές. Οσοι γνωρίζουν, λένε πως τα γεγονότα είναι πέρα για πέρα αληθινά, αν και δεν έχει αποδειχτεί τίποτα. Για παράδειγμα, είναι γνωστή στους μυημένους η αδυναμία που είχε στους αστακούς όσο βρισκόταν στο κελί των φυλακών.
Παράλληλα, στήνει το δικό του blog που ονομάζει «Οι αόρατοι» και ανεβάζει σχεδόν καθημερινά άρθρα και απόψεις έντονα πολιτικοποιημένες για την κατάσταση στην Ελλάδα και τις φυλακές. Με το κινητό τηλέφωνο που διαθέτει, μιλά με πολύ κόσμο και δίνει συνεντεύξεις. Είναι πλέον ο πιο διάσημος κρατούμενος με άποψη και παρεμβάσεις στα ΜΜΕ. Σε μια από αυτές στο «ΘΕΜΑ» μιλά για τη σχέση του με τη «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς» λέγοντας χαρακτηριστικά πως «Αυτοί οι εννιά είναι φίλοι μου και κάναμε παρέα. Εχουμε μείνει και μαζί. Ηλικιακά θα μπορούσαν να είναι παιδιά μου. Γενικά, τους καμαρώνω. Οσο γι’ αυτά στα οποία δεν συμφωνώ μαζί τους, τους τα λέω όταν κουβεντιάζουμε, αν και τώρα μας απαγορεύουν να μιλάμε, εκτός βέβαια των τυχαίων συναντήσεων.
Δε χρειάστηκαν ποτέ τη βοήθεια κανενός στις φυλακές. Μπήκαν πιτσιρίκια, αλλά ήταν άντρες. Τώρα, όταν απολαμβάνεις έναν καλό καφέ με τον φίλο σου, σημασία έχει τι κουβεντιάζεις και όχι ποιος έφτιαξε τον καφέ». Ενώ σε μια δεύτερη στο «ΘΕΜΑ», λίγο πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, αναφέρει: «Ψηφίζω από το 1981 ΚΚΕ Εσωτερικού. Θα ψήφιζα ΣΥΡΙΖΑ, αλλά παραδόξως, από τις ευρωεκλογές θυμήθηκαν τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων μετά από επτά χρόνια και δεν μου επιτρέπουν. Δεν έχω πολλές προσδοκίες από τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και έχει αρκετά καλά στελέχη. Τώρα πού θα καταλήξουν, πώς θα αντισταθούν στη δόλια πόρνη την εξουσία με τόσους μύκητες που έχουν μαζέψει, μένει να το δούμε».
Τον χειμώνα του 2010 ο Βασίλης Στεφανάκος και η σύντροφος και μητέρα του παιδιού του αποφασίζουν μετά από 10 χρόνια γνωριμίας να ενώσουν και επίσημα τις ζωές τους. Ο γάμος του σκληρού της νύχτας με την αγαπημένη του πρώην καλλιτέχνιδα έγινε παραμονές του Αγίου Βαλεντίνου μέσα στις Φυλακές Λάρισας. «Εχω δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Μυρσίνη, που μεγαλώνουν ευτυχισμένα σε υγιή περιβάλλοντα, γιατί έχουν υπέροχες μανούλες. Ο γάμος ήταν μια τυπική διαδικασία. Ηταν ήδη η σύντροφος της ζωής μου. Είναι η γυναίκα που επί δέκα χρόνια ταλαιπωρείται από τα βάσανά μου αλλά και από τις τρέλες μου. Η γυναίκα που ποτέ δεν σταμάτησε να με εμπνέει. Η φυλακή για μένα είναι ένα ακόμα φροντιστήριο, όψιμο μεν (κοντεύω 50 χρονών), αλλά πολύ ενδιαφέρον. Συνειδητοποίησα ότι όταν στη ζωή αλλάζεις πεδία, οι προηγούμενες εμπειρίες σου είναι εκπαίδευση που σε βοηθάει να μαθαίνεις ευκολότερα», είχε πει τότε σε συνέντευξή του.
Οι φήμες λένε ότι οι αστυνομικοί χρεώνουν ένα είδος βοήθειας του Στεφανάκου σε δύο πρωτοεμφανιζόμενες οργανώσεις τις «Μαχόμενες Επαναστατικές Λαϊκές Δυνάμεις» και στην «Οργάνωση Πολιτοφυλακής Λαϊκής Δικαιοσύνης», που έχουν αναλάβει την ευθύνη για τη δολοφονία των δύο μελών της Χρυσής Αυγής την 1η Νοεμβρίου του 2013 έξω από τα γραφεία της οργάνωσης στο Νέο Ηράκλειο και του αρχιφύλακα των Φυλακών Δομοκού Σεραφείμ Γκαλιμάνη στις 21 Φεβρουαρίου 2015 στη Στυλίδα. Δεν υπάρχουν, όμως, στοιχεία στις συγκεκριμένες δικογραφίες και έτσι το ενδεχόμενο της συνδρομής του παραμένει ως φήμη.
Η αποφυλάκιση
Οι ποινές του αθροιστικά είχαν φτάσει στα 50 χρόνια κάθειρξης. Τελικά κάνοντας χρήση των ευνοϊκών διατάξεων του νόμου Παρασκευόπουλου, αποφυλακίζεται τον Αύγουστο του 2016 μετά από οκτώ χρόνια και τέσσερις μήνες στη φυλακή. Βγαίνοντας ανοίγει μια εταιρεία πώλησης υγραερίου με έδρα τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας και στον ενάμιση χρόνο που έζησε ελεύθερος δεν φαίνεται, όπως λένε οι αστυνομικοί, να εμπλέκεται σε παράνομες δραστηριότητες. Εδειχνε όμως να φοβάται. Αν και στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε και ανέβασε στο blog του είχε αναφέρει «υπολογίζω τους πάντες αλλά δεν φοβάμαι τίποτα. Αλλωστε όποιοι θέλουν να μου κάνουν κακό, ξέρουν άλλους τρόπους».
Το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης ήταν το τελευταίο του. Οι πληρωμένοι εκτελεστές άδειασαν το καλάσνικοφ πάνω του. Από τις 29 σφαίρες που έπεσαν οι 26 τον βρήκαν στο κεφάλι και το σώμα. Ο Στεφανάκος έφυγε και έμεινε ο μύθος του «Ελληνα Αλ Καπόνε»…
Το μοιραίο λάθος
Στη συνήθειά του να μη συνοδεύεται από τους σωματοφύλακες στη διαδρομή γραφείο – σπίτι ήταν το αδύνατο σημείο του, που αξιοποίησαν οι εκτελεστές για να του επιτεθούν εκ τους ασφαλούς και να τον σκοτώσουν
Μια λεπτομέρεια που γνώριζαν ελάχιστοι στην πιάτσα για την καθημερινότητα του Βασίλη Στεφανάκου στάθηκε μοιραία για τη ζωή του. Ο 58χρονος συνήθιζε το τελευταίο διάστημα, όταν αποχωρούσε το βράδυ από το γραφείο του για να επιστρέψει στο σπίτι του που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση, να μη συνοδεύεται από τους δύο σωματοφύλακές του.
Το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης, οι δύο Ελληνες bodyguards παρέμειναν στον πρώτο όροφο του κτιρίου της λεωφόρου Αθηνών 302 στο Χαϊδάρι και ο Στεφανάκος έφυγε παίρνοντας μαζί του μόνο το 38άρι περίστροφό του. Οι επαγγελματίες εκτελεστές που τον παρακολουθούσαν και γνώριζαν τα πάντα για τις κινήσεις και το πρόγραμμά του τού έστησαν ενέδρα θανάτου και τον αιφνιδίασαν… Με 29 σφαίρες τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ χωρίς να του αφήσουν το παραμικρό περιθώριο αντίδρασης.
Η αλήθεια είναι ότι ο Βασίλης Στεφανάκος τους τελευταίους μήνες φοβόταν για τη ζωή του. Είχε σταματήσει να κάνει αναρτήσεις στο προσωπικό του site, οπλοφορούσε, κυκλοφορούσε με θωρακισμένο αυτοκίνητο και συνοδεία δύο ανδρών. Ομως κάποιες φορές παρέλειπε να εφαρμόζει κατά γράμμα τον αυστηρό κώδικα ασφαλείας και έβγαινε πρώτος έξω, αφήνοντας τους σωματοφύλακές του πίσω ή έφευγε μόνος του για το σπίτι. Ισως, λένε οι αστυνομικοί, το γεγονός ότι κινούνταν στην περιοχή του με ένα γεμάτο 38άρι περίστροφο στην τσέπη τον έκανε να νιώθει ασφάλεια και σιγουριά. «Τον έφαγε η ρουτίνα… Η απόσταση από το γραφείο μέχρι το σπίτι είναι μικρή, την έκανε καθημερινά και ένιωθε άτρωτος και ασφαλής στο δικό του πεδίο», αναφέρει χαρακτηριστικά στο «ΘΕΜΑ» αξιωματικός της Ασφάλειας.
Η στιγμή της δολοφονίας
Οι επαγγελματίες εκτελεστές που παρακολουθούσαν τον Στεφανάκο και γνώριζαν τα πάντα για τις κινήσεις και το πρόγραμμά του έστησαν ενέδρα θανάτου και τον αιφνιδίασαν. Με 29 σφαίρες τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ χωρίς να του αφήσουν το παραμικρό περιθώριο αντίδρασης
Ποιος σκότωσε τον Στεφανάκο
Ποιος όμως κρύβεται πίσω από το πιο ακριβοπληρωμένο συμβόλαιο θανάτου; Τα κίνητρα του μαφιόζικου χτυπήματος, λένε οι αστυνομικοί, είναι αδιευκρίνιστα… Ισως να εντάσσονται στον μακροχρόνιο πόλεμο των ανθρώπων της νύχτας που μετράει πολλούς νεκρούς και τραυματίες για ανοιχτούς λογαριασμούς που κλείνουν μόνο με αίμα. Ισως έχει να κάνει με κάτι προσωπικό που κάποιοι ήθελαν να ξεκαθαρίσουν. Μάλιστα οι έρευνες δεν εκτείνονται μόνο στην Αθήνα αλλά και στη Θεσσαλονίκη, λένε αστυνομικοί που γνωρίζουν, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε εικασία γίνεται για το ποιος μπορεί να κρύβεται, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, είναι εντελώς αβάσιμη. «Δεν ερευνώνται μόνο οι προφανείς περιπτώσεις ανοιχτών λογαριασμών ή, αλλιώς, των ανεξόφλητων γραμματίων που είχε ο Στεφανάκος με ανθρώπους της νύχτας. Ψάχνουμε στον κύκλο των τελευταίων επαγγελματικών κινήσεων του 58χρονου, αλλά και στον κόσμο του λαθρεμπορίου καυσίμων και τσιγάρων», αναφέρει στο «ΘΕΜΑ» αξιωματικός της Ασφάλειας, και προσθέτει: «Το ενδεχόμενο τα νέα επαγγελματικά του ανοίγματα να ενόχλησαν κάποιους δεν μπορεί να αποκλειστεί».
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η «δουλειά» ήταν επαγγελματικά στημένη. Η ομάδα των εκτελεστών, που πιθανότατα «ναυλώθηκε» από το εξωτερικό, παρακολουθούσε το σπίτι πολλές ώρες το 24ωρο, έκλεψε τη λευκή Triumph για να τη χρησιμοποιήσει ως όχημα διαφυγής μετά την εκτέλεση του συμβολαίου και έστησε ένα σχέδιο που περισσότερο θυμίζει τρομοκράτες και όχι κοινούς ποινικούς.
Ουσιαστικά έψαχναν το κενό των λίγων λεπτών που ο 58χρονος θα έμενε ακάλυπτος, δηλαδή δεν θα είχε την προστασία του θωρακισμένου οχήματος ή των δύο bodyguards που αποτελούσαν την ασπίδα του. Και τα κατάφεραν. Για έναν αδιευκρίνιστο λόγο, που οι αστυνομικοί εκτιμούν πως οφείλεται στην καθημερινή ρουτίνα και την κοντινή απόσταση από το γραφείο στο σπίτι, εκείνο το μοιραίο απόγευμα έφυγε χωρίς τη «σκιά» του, δηλαδή τους δύο Ελληνες προσωπικούς του φρουρούς. Και αυτή ήταν η λεπτομέρεια που εκμεταλλεύτηκαν οι δολοφόνοι για να τον εκτελέσουν.
Οι αξιωματικοί εκτιμούν ότι οι δράστες χρησιμοποίησαν καλάσνικοφ και άδειασαν στο σώμα του 58χρονου τον γεμιστήρα με τις 29 σφαίρες επειδή γνώριζαν ότι η μαύρη BMW που χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις του ήταν θωρακισμένη και ήθελαν να είναι 100% σίγουροι ότι θα τον βγάλουν από τη μέση. Παράλληλα, έχουν ανοίξει όλες οι παλιές δικογραφίες προκειμένου να δουν με ποια άτομα είχε πόλεμο ο Στεφανάκος και ήθελαν να τον σβήσουν από τον χάρτη. Μάλιστα, δεν αποκλείεται τα πρόσωπα αυτά να κληθούν για κατάθεση στα γραφεία του Ανθρωποκτονιών.
Το χρονικό
Ο Βασίλης Στεφανάκος βρισκόταν στο γραφείο της εταιρείας του, στη λεωφόρο Αθηνών 302 στο Χαϊδάρι, με τη σύζυγο και τον αδελφό του, όταν στις 7 το απόγευμα της Τετάρτης κατέβηκε για να φύγει με το αυτοκίνητό του. Τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν από τη στιγμή που βγήκε από την εξώπορτα μέχρι να φτάσει στο αυτοκίνητό του ήταν αρκετά για τους δύο εκτελεστές που τον «καθάρισαν» στη θέση του οδηγού, χωρίς να προλάβει να κλείσει την πόρτα της μαύρης θωρακισμένης BMW. Δίπλα του βρήκαν το 38άρι περίστροφο που δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει. Οι κάμερες έδειξαν ότι οι δράστες απομακρύνθηκαν προς τον Ασπρόπυργο με μια λευκή μοτοσικλέτα Triumph, οι πινακίδες της οποίας δείχνουν ότι είχε κλαπεί πριν από έναν μήνα από την Ηλιούπολη, ενώ φαίνεται να απομακρύνεται και μία ακόμη μοτοσικλέτα με δύο επιβαίνοντες που πιθανότατα αποτελούσαν ομάδα υποστήριξης και είχαν εντολές να αναλάβουν δράση σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά στο σχέδιο εκτέλεσης του Βασίλη Στεφανάκου.
Ο θάνατος ήταν ακαριαίος, αφού στο σώμα του καρφώθηκαν 26 από τις 29 σφαίρες του καλάσνικοφ, ενώ 4 αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν στους αστυνομικούς της Ασφάλειας πώς ακριβώς έγινε το αιματηρό συμβάν.
Πηγή: protothema.gr