Είναι μια από τις φωτογραφίες που χάρισαν στον Γιάννη Μπεχράκη, τον φωτορεπόρτερ του Reuters που έφυγε από τη ζωή το Σάββατο, το βραβείο Πούλιτζερ. Ο ίδιος έχει αποκαλύψει τις σκέψεις του γι’ αυτήν την φωτογραφία: «Υπήρξαν πάρα πολλές στιγμές που με συγκίνησαν, που με έκαναν να αισθανθώ κομμάτι του όλου πράγματος. Διότι υπάρχει επίσης κάτι άλλο που δεν ξεχνώ ποτέ. Εγώ, όπως και πάρα πολλοί άλλοι άνθρωποι, έχω μέσα μου αίμα προσφυγικό. Η γιαγιά μου ήταν πρόσφυγας από τη Σμύρνη και μου διηγούνταν τι είχε ζήσει η οικογένειά της. Οπότε καταλαβαίνω πολύ καλά τι περνούν σήμερα οι πρόσφυγες. Μια τέτοια στιγμή, λοιπόν, ήταν στην Ειδομένη τον χειμώνα του 2015, όταν είδα αυτόν τον πατέρα που κουβαλούσε μέσα στη βροχή, για πολλά χιλιόμετρα, την κόρη του. Φορούσε μια αυτοσχέδια κάπα από σκουπιδοσακούλες για να προστατεύεται από τη βροχή. Και κάποια στιγμή, πηγαίνοντας προς αυτό που πίστευε ότι ήταν η ελευθερία και η λύτρωση, έσφιξε την κόρη του δυνατά στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Όταν τον είδα να περπατά στη μέση του δρόμου έτσι με μια δύναμη και μια αγάπη, μου φάνηκε τεράστιος, σαν σούπερ ήρωας. Κι επειδή έχω κι εγώ μια κόρη στην ηλικία της δικής του, η σκηνή αυτή με συγκλόνισε. Λέω μάλιστα πολλές φορές χαριτολογώντας ότι με αυτή τη φωτογραφία απέδειξα ότι οι σούπερ ήρωες δεν υπάρχουν μόνο στη φαντασία μας. Υπάρχουν και στη ζωή. Μπορεί να είναι ένας απλός άνθρωπος χωρίς μόρφωση, ένας φτωχός, ένας ζητιάνος, κάποιος που δεν του δίνεις ενδεχομένως καμία σημασία. Έρχεται όμως μια στιγμή που αυτός ο άνθρωπος θα κάνει μια πράξη τόσο δυνατή, που θα σε αφήσει άναυδο με την ομορφιά της», είχε πει σε συνέντευξή του το 2017 στην «Καθημερινή».
Όσο για το πώς τραβήχτηκε η φωτογραφία με τον σούπερ ήρωα πατέρα με την πλαστική μπέρτα, ο συνεργάτης του Γιάννη Μπεχράκη Βασίλης Τριανταφύλλου, που ήταν στο πλευρό του επί 30 χρόνια, περιγράφει: «Εκείνο το πρωί φύγαμε από το ξενοδοχείο και ο Γιάννης παραπονιόταν γιατί έβρεχε. Στον δρόμο μας για τα σύνορα είδαμε μια ομάδα προσφύγων και αρχίσαμε να φωτογραφίζουμε. Μετά από κάποια ώρα, του λέω “εντάξει, πάμε”. Μου είπε “όχι, όχι, περίμενε, δεν έχω τη φωτογραφία”. Περίμενα στο αυτοκίνητο όταν κάποια στιγμή επέστρεψε και μου λέει “οκ, έχω την φωτογραφία”. Την έψαχνε αυτή την φωτογραφία».