Εθνική Ελλάδας: Τα μοιραία λάθη από Σκίμπε και οι παίκτες που έφεραν το 4-1 από την Κροατία
Ήταν στραβό το κλήμα, το έφαγε και ο γάιδαρος…
Ο συνδυασμός της λανθασμένης προσέγγισης του πιο κρίσιμου παιχνιδιού για την Εθνική Ελλάδος τα δύο τελευταία χρόνια από τον Μίκαελ Σκίμπε και της πολύ κακής απόδοσης από τους διεθνείς μας, είχε ως αποτέλεσμα το όνειρο της πρόκρισης στο Μουντιάλ της Ρωσίας το καλοκαίρι του 2018, να εξελιχθεί σε έναν εφιάλτη, που όλοι εύχονταν να τελειώσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα.
Ξεκινάμε από τα βασικά: Ο Γερμανός τεχνικός επέλεξε για πρώτη φορά, στο ματς-τελικό, να παίξει με σύστημα 3-5-2, το οποίο ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε δουλευτεί σωστά στις προπονήσεις. Οι τρεις στόπερ με τους δύο ακραίους δεν κατάφεραν να συνεργαστούν ποτέ, μην έχοντας αίσθηση του που βρίσκονται σε οποιαδήποτε φάση του παιχνιδιού, με αποτέλεσμα η συνοχή να πάει περίπατο. Μαζί πήγε περίπατο και το δυνατό σημείο της Εθνικής, η άμυνα. Ακόμη και οι διεθνείς έδειχναν να μην αντιλαμβάνονται τι είχε στο μυαλό του ο Σκίμπε.
Προβλήματα όμως υπήρχαν και στο κέντρο του γηπέδου. Η τοποθέτηση του Ζέκα μακριά από τον χώρο όπου αισθάνεται άνετα, σε αυτόν του κέντρου, όπου είχαν αναλάβει δράση οι Τζιώλης και Σάμαρης που δεν είναι και οι πιο γρήγοροι ή ταχείς σε αντίδράσεις παίκτες, έκανε δύσκολη την πρώτη πάσα και την ανάπτυξη της Εθνικής, με αποτέλεσμα και οι Φορτούνης-Μήτρογλου να είναι απομονωμένοι μπροστά.
Γενικά με το σύστημα που επέλεξε ο ομοσπονδιακός τεχνικός τα απαραίτητα ντουμπλαρίσματα στα μαρκαρίσματα πάνω στους επικίνδυνους Κροάτες δεν βγήκαν ποτέ, ενώ και το φουλ αμυντικογενές σχήμα δεν είχε την απαραίτητη ομοιογένεια και κίνηση ώστε να ανταποκριθεί στο passing game των Κροατών. Παράλληλα, ποτέ δεν βρέθηκε το αντίδοτο στις φαρμακερές κάθετες πάσες των Ράκιτιτς και Μόντριτς…
Πέρα όμως από την λάθος προσέγγιση του παιχνιδιού από πλευράς σχηματισμού, σίγουρα υπήρξαν και λάθη από πλευράς Σκίμπε και στην επιλογή προσώπων. Αν και η ιστορία γράφεται από τους παρόντες, αν και όσοι δεν παίζουν σύμφωνα με τον… μύθο πάντα θα είναι καλύτεροι από εκείνους που παίζουν, το βέβαιο είναι ότι οι πολλές μουρμούρες δεν απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα. Η εμμονή σε συγκεκριμένους παίκτες – δεν χωρούν συγκρίσεις με την ομάδα που είχε δουλέψει και φτιάξει με κόπο ο Ρεχάγκελ – δημιουργούν απορίες: «Από που προέκυψε ξαφνικά ο Μανιάτης, ενώ βγάζει μάτια ο Μπακάκης; Γιατί ξανά Τζιώλης ή Σάμαρης και όχι ο Ταχτσίδης που είναι σε φόρμα; Ο Χριστοδουλόπουλος πότε θα παίξει; Ο Ανέστης είναι χειρότερος από τον Καρνέζη που έφαγε τρία γκολ σε μισή ώρα το Σάββατο και καταδίκασε την ομάδα του;». Και δίκαια. Δεν μιλάμε για ένα «δεμένο» σύνολο που δεν χωρά καποια προσθαφαίρεση, ούτε για εκτεταμένο ροτέισον που θα χαλάσει τη… μαγιά. Όταν υπάρχουν Έλληνες παίκτες που παίζουν πολύ καλά με τις ομάδες τους, ο προπονητής του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος να τους υπολογίζει. Πόσω δε σε ένα παιχνίδι που κρίνει μία πρόκριση.
Οι απουσίες των Μανωλά και Τοροσίδη είναι οι μοναδικές δικαιολογίες του Γερμανού τεχνικού, χωρίς όμως να τον δικαιολογούν για ότι παρουσίασε στο γήπεδο!
Εκεί που πρέπει να σταθούμε πάντως είναι το γεγονός ότι οποιοδήποτε σχέδιο κι αν είχε στο μυαλό του πήγε περίπατο από το 11ο κιόλας λεπτό, όταν ο Καρνέζης υπέπεσε στην γκάφα της χρονιάς και χάρισε ένα πέναλτι στους Κροάτες. Ο Τζαβέλλας του γύρισε τη μπάλα, ο Ελληνας γκολκίπερ θέλησε να κάνει κοντρόλ το οποίο έχασε ο Κάλινιτς έκλεψε και ο Καρνέζης υπέπεσε σε πέναλτι το οποίο εκτέλεσε εύστοχα ο Μόντριτς.
Προτού καταλάβουν οι διεθνείς τι έγινε, ήρθε και δεύτερη κατραπακιά. Με μία άμυνα παιδική χαρά, ο Πέρισιτς δεν βρήκε ποτέ αντίπαλο στα αριστερά (χώρος ευθύνης οτυ Μανιάτη) έβγαλε τη σέντρα και ο Κάλινιτς, ολομόναχος μέσα στην περιοχή, με σπουδαίο τελείωμα έκανε το 2-0 (στο 19′) για τους Κροάτες.
Σ’ εκείνο το σημείο υπήρξε η μοναδική αντίδραση από την Εθνική: Ο Σκίμπε αλλάζει τη διάταξη σε 4-2-3-1, οι παίκτες κερδίζουν μέτρα μέσα στο γήπεδο και για πέντε λεπτά δείχνουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι καλό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η Εθνική είχε δεχθεί 6 φάσεις και δεν είχε κάνει καμία. Η Ελλάδα προσπάθησε να επιτεθεί και στην πρώτη της ορθολογική φάση απείλησε. Ο Μήτρογλου πήρε τη μπάλα στην περιοχή (πρώτη φορά στο 29′), αλλά γύρισε τη μπάλα εκεί που δεν ακολουθούσε κανείς. Ομως η πίεση του Ζέκα κέρδισε ένα κόρνερ και από την εκτέλεση του Φορτούνη στο 30′ ο Παπασταθόπουλος με κεφαλιά έκανε το 2-1.
Η συνέχεια όμως αντί να είναι ενθαρρυντική για την ομάδα, αποδείχθηκε τραγική. Μόλις τρία λεπτά μετά το γκολ μας, στο 33′, η ανασταλτική λειτουργία μας ήταν παράδειγμα προς αποφυγή. Ο Τζαβέλλας δεν βρέθηκε ποτέ στη θέση του, ο Σταφυλίδης δεν ακολούθησε ποτέ τον Βρσάλκο, ο οποίος έβγαλε μόνος του τη σέντρα. Εκεί ούτε ο Καρνέζης βγήκε στο ύψος της μικρής περιοχής, ούτε ο Μανιάτης ακολούθησε τον Πέρισιτς με τους Κροάτες να βάζουν το πιο εύκολο γκολ της προκριματικής τους περιπέτειας.
Η συνέχεια; Ακόμη χειρότερη! Ο Σταφυλίδης πιθανότατα ζήλεψε την γκάφα του Καρνέζη και βάλθηκε να τον ξεπεράσει: Μόλις στο 49′ ο ακραίος μπακ όχι μόνο δεν ήξερε που βρισκόταν ο Βρσάλκο, αλλά αποφάσισε να γυρίσει και τη μπάλα με το στήθος στον Καρνέζη. Νέο ατομικό λάθος και νέο γκολ (από τον Κράμαριτς αυτή τη φορά) για το 4-1.
Στα υπόλοιπα 40 λεπτά του αγώνα άλλο γκολ δεν είδαμε. Θα μπορούσαμε ωστόσο. Κι από τις δύο πλευρές. Οι Κροάτες έχασαν σπουδαίες ευκαιρίες για να αυξήσουν τον δείκτη του σκορ και η Εθνική στις λίγες φάσεις που έφτιαξε δεν βρήκε δίχτυα. Ο Μήτρογλου βρήκε απέναντί του τον εξαιρετικό Σούμπασιτς στο 60′ και στο 89′ και οι κεφαλιές του «πιστολέρο» (73′) και Παπασταθόπουλου (63′) πέρασαν λίγο άουτ.
Από τη χθεσινή Εθνική μόνο οι Ζέκα, Παπασταθόπουλος και Παπαδόπουλος κατάφεραν να σταθούν στο ύψος τους. Οι υπόλοιποι δεν κατάλαβαν ποτέ που βρίσκονταν και ποιος ήταν ο στόχος τους. Μαζί και ο Σκίμπε… Ο Γερμανός συμπεριλαμβάνεται μάλιστα στους χειρότερους μαζί με τους Καρνέζη, Μανιάτη και Σταφυλίδη.
Οι διεθνείς μας πρέπει να σκεφτούν πώς κατάφεραν και τα έκαναν όλα λάθος στην προετοιμασία του “τελικού”, η Ομοσπονδία με ψυχραιμία να αξιολογήσει την παρουσία του Σκίμπε και φυσικά να βρουν το κουράγιο να παίξουν τη ρεβάνς της Κυριακής για τους εαυτούς τους, την αξιοπρέπειά τους και για όσους θα πάνε στο γήπεδο.