Του Νάσιου Απόστολου, εμπόρου και θεολόγου
Το τελευταίο χρονικό διάστημα απασχολεί την επικαιρότητα η συζήτηση για μια πιθανή αλλαγή στο άρθρο 3 του ελληνικού Συντάγματος, στα πλαίσια της αναθεώρησής του από την επόμενη ελληνική Βουλή. Ειδικότερα, η κυβέρνηση προτίθεται να τροποποιήσει το εν λόγω άρθρο του Συντάγματος περί επικρατούσας θρησκείας, προσθέτοντας την «θρησκευτική ουδετερότητα». Οφείλω να ομολογήσω πως, αναμφισβήτητα, σε μεγάλη μερίδα του λαού ακούγεται ελκυστική αυτή η τροποποίηση, μιας και παραπέμπει, ενδεχομένως, στην αξία της θρησκευτικής ελευθερίας των πολιτών.
Η διάταξη περί επικρατούσας θρησκείας αποτελεί μια σταθερά όλων των ελληνικών Συνταγμάτων, από το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822 μέχρι τις ημέρες μας. Ακόμη και στα Συντάγματα των Ιονίων Νήσων του 1803 και του 1817 η Ορθοδοξία αναφέρεται ως επικρατούσα θρησκεία. Κατά συνέπεια, το άρθρο 3 του Συντάγματος δεν εκφράζει τίποτα άλλο από την ιστορικότητα και τη διαχρονικότητα του συνταγματικού κειμένου, που συνδέεται ασφαλώς και με την εθνική μας ιστορία. Η διατήρηση των χαρακτηριστικών αυτών δεν είναι επιζήμια και αποτελεί την πολύτιμη συλλογική μας μνήμη. Η θρησκευτική ελευθερία του κάθε πολίτη δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από το ισχύον Σύνταγμα με τη σημερινή του διατύπωση: Το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος (διάταξη που μάλιστα δεν αναθεωρείται) ορίζει με απόλυτη σαφήνεια: «Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός». Συμπέρασμα; Η θρησκευτική ελευθερία για όλους μπορεί κάλλιστα να υπάρξει και να ασκηθεί αποτελεσματικά και χωρίς πανηγυρικές διακηρύξεις περί θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους.
Το άρθρο 3 δεν ρυθμίζει γενικά και αόριστα τις σχέσεις του κράτους με τις θρησκευτικές κοινότητες, αλλά τις σχέσεις του με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι σχέσεις με τις θρησκευτικές κοινότητες ρυθμίζονται από το άρθρο 13,στο οποίο και καθιερώνεται ουσιαστικά η θρησκευτική ουδετερότητα στο ελληνικό κράτος. Όμως, κατά τη γνώμη μου, μία τυχόν προσθήκη της θρησκευτικής ουδετερότητας στο άρθρο 3 θα επιφέρει ανυπολόγιστες αρνητικές συνέπειες για το ίδιο το ελληνικό έθνος.
Όπως ανέφερε και ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Δημητριάδος κ.κ. Ιγνάτιος πρόσφατα σε μια συνέντευξή του, η προσθήκη της θρησκευτικής ουδετερότητας είναι η κερκόπορτα για να επιτύχει η Ρωσία αυτό που επιδιώκει τους τελευταίους 4 αιώνες. Να αναγνωριστεί ως η Τρίτη Ρώμη, ως το μόνο κράτος που έχει ειδική σχέση και ιδιαίτερους λόγους να ενδιαφέρεται για την Ορθοδοξία. Μέχρι σήμερα, όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι η Ελλάδα είναι το κράτος που διατηρεί ειδικούς δεσμούς με την Ορθοδοξία. Όλος ο κόσμος αποδέχεται ότι, αν κάποιος θέλει να καταλάβει τον Χριστιανισμό και ειδικότερα την Ορθοδοξία, ο δρόμος για να το πετύχει αυτό περνά από την Ελλάδα και τις Θεολογικές της Σχολές. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η Ελλάδα έχει την πρωτοκαθεδρία ή για να το πούμε σαφέστερα, είναι μια παγκόσμια δύναμη για τον Χριστιανισμό και την Ορθοδοξία ειδικότερα. Και όλα αυτά οφείλονται σε δύο γεγονότα: στην ύπαρξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στην ελληνική γλώσσα, στην οποία είναι γραμμένη η Καινή Διαθήκη, τα συνοδικά και λειτουργικά κείμενα, όπως και η πλειοψηφία των σπουδαίων Πατερικών συγγραφών.
Η προσθήκη της θρησκευτικής ουδετερότητας στο άρθρο 3 σημαίνει ότι η Ελλάδα οικειοθελώς διακηρύσσει στον κόσμο ότι παραιτείται από αυτή την πρωτοκαθεδρία που έχει, ότι αρνείται την σχέση της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία, ότι κόβει τους ιδιαίτερους δεσμούς της με την Ορθοδοξία και την ελληνική διασπορά απανταχού της γης.
Στο επόμενο άρθρο μου θα αναφερθώ στο, επίσης, προκύψαν ζήτημα της μισθοδοσίας των κληρικών από το ελληνικό κράτος.