Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ: Στο 28,7% η πραγματική ανεργία – Ψευδαίσθηση η ανάπτυξη
Πρακτική αδυναμία να στοιχειοθετήσει με οικονομικούς όρους, την αισιοδοξία που εκφράζεται περί ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, εκφράζει το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) ΓΣΕΕ.
Οριοθετώντας μάλιστα την πραγματική ανεργία το β’ τρίμηνο του 2017, στο 28,7%, στην ενδιάμεση έκθεση για την ελληνική οικονομία, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εκείνες που μπορούν να οδηγούν στο συμπέρασμα για «σταθερή και διατηρήσιμη ανάπτυξη».
Πρόκειται για ένα ποσοστό που συνεκτιμά στους ανέργους, την υποαπασχόληση και τους απογοητευμένους ανέργους, οι οποίοι δηλώνουν ότι δεν αναζητούν εργασία. Επιπλέον, η εκτίμηση που γίνεται είναι ότι η ανεργία θα υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό, στις αρχές της δεκαετίας του 2030…
Από τα υπόλοιπα στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση, που παρουσιάστηκε νωρίτερα σήμερα, προκύπτει ότι όλοι οι μακροοικονομικοί δείκτες δεν κινούνται με τέτοια δυναμική, ώστε να στηρίζουν το «αφήγημα» της ανάπτυξης.
Για το λόγο αυτό ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ και καθηγητής πανεπιστημίου, κ. Γιώργος Αργείτης, κάνει λόγο για «αυταπάτες, εκτιμήσεις ή ψευδαισθήσεις ότι η οικονομία ανακάμπτει». Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΑΕΠ της χώρας το 2009 ήταν 239,1 δισ. ευρώ. Το 2013 υποχώρησε στα 184,2 δισ. ευρώ και τρία χρόνια μετά, το 2016 δεν ξεπέρασε τα 184,4 δισ. ευρώ. Η εκτίμηση που υπάρχει για το 2017 είναι ότι το ΑΕΠ θα βελτιωθεί κατά μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια, μόλις.
Άρα, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί ο στόχος για ανάπτυξη 1,8% το 2017, που ισχυρίζεται το οικονομικό επιτελείο ότι είναι εφικτό. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον κ. Αργείτη, πρέπει το β’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους, η ανάπτυξη να φτάσει στο 6%, αθροιστικά. «Αν δεν συμβεί κάτι τέτοιο τότε η απόκλιση που θα προκύψει θα μεταφραστεί σε μέτρα», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Αναλύοντας τα επιμέρους στοιχεία της ελληνικής οικονομίας, η ενδιάμεση έκθεση διαπιστώνει ότι οι επενδύσεις σταθεροποιήθηκαν αλλά βρίσκονται 63% χαμηλότερες από τα επίπεδα που ήταν το 2008. Για να φτάσουν σε αυτά τα, προ κρίσης επίπεδα, πρέπει να συνεχιστεί ο μέσος ρυθμός των επενδύσεων του 2016, έως το 2033…
Η κατανάλωση επίσης έχει υποχωρήσει κατά 24% συγκριτικά με τα επίπεδα του 2008. Για να βελτιωθεί το συγκεκριμένο μέγεθος, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ εκτιμά ότι πρέπει να υπάρξει ένα «σοκ στην απασχόληση ή στα εισοδήματα». Αντίθετα, έχουν θεσμοθετηθεί «δύο αρνητικά σοκ. Ένα το 2019 με τη μείωση των συντάξεων και άλλο ένα το 2020 με τη μείωση του αφορολογήτου», τονίζεται από τους επιστημονικούς συνεργάτες της ΓΣΕΕ.
Ακόμα και στο επίπεδο των καθαρών εξαγωγών το στοιχείο ότι αποτελούν πια το 30% του ΑΕΠ δεν δείχνει την πραγματικότητα, ακριβώς επειδή το ΑΕΠ έχει υποχωρήσει σημαντικά. Σε απόλυτους αριθμούς, οι εξαγωγές από 47,6 δισ. ευρώ που ήταν το 2008, έχουν ανέλθει στα 56 δισ. ευρώ το 2016, άρα αυξήθηκαν κατά 8,3 δισ. ευρώ περίπου. Αν συνυπολογιστεί ότι οι παραπάνω προγραμματισμένες μειώσεις, θα επιφέρουν απώλειες ύψους 5 δισ. ευρώ στην κατανάλωση, γίνεται αντιληπτό πόσο περιορισμένη είναι η επίδραση των καθαρών εξαγωγών στην ελληνική οικονομία. Όσοι αξιοποιούν το επιχείρημα των καθαρών εξαγωγών διακατέχονται ή «από επικίνδυνη άγνοια ή από επικίνδυνη σκοπιμότητα», σχολιάζει ο κ. Αργείτης.
Στο σκέλος των νοικοκυριών η έκθεση δείχνει ότι έχει σταθεροποιηθεί η κατανάλωση, αλλά το διαθέσιμο εισόδημα είναι αισθητά μικρότερο. Αυτό σημαίνει ότι τα νοικοκυριά ή δανείζονται ή «τρώνε από τα έτοιμα, δηλαδή από την αποταμίευση», όπως σημειώνει ο κ. Αργείτης. Γι’ αυτό και στην έκθεση προκύπτει ότι τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2016, η αποταμίευση των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 4,5 δισ. ευρώ, αθροιστικά.
Για να συμβεί λοιπόν «σταθερή και διατηρήσιμη» ανάπτυξη, θα πρέπει μέσα στους επόμενους μήνες να υπάρξει κάποιο «επενδυτικό σοκ» εκτιμά το ΙΝΕ ΓΣΕΕ. Άρα η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας, κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από τις ξένες επενδύσεις, μέγεθος που κρύβει μεγάλο ρίσκο.
Αναφορικά με την πορεία της αγοράς εργασίας, η έκθεση διαπιστώνει κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, αφού οι νέες προσλήψεις έφτασαν στα επίπεδα του 60% το επτάμηνο του 2017 (μερική απασχόληση 47,86% και εκ περιτροπής εργασία 13,81%). Συνέπεια αυτής της πορείας της ελληνικής οικονομίας είναι ο μέσος μισθός να έχει υποχωρήσει στα 397,67 ευρώ, για απασχολούμενους με μερική απασχόληση. Αποτέλεσμα είναι ότι η έκθεση διαπιστώνει μέση μείωση μισθών 18,1% από το 2009 έως το 2016.
Συμμετέχοντας στην παρουσίαση της έκθεση, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, κ. Γιάννης Παναγόπουλος εκτίμησε ότι μετά τον Αύγουστο του 2018 η Ελλάδα όχι μόνο δεν θα βγει από τα μνημόνια, αλλά θα «παραμείνει υπό επιτροπεία για πολλές δεκαετίες». Έτσι θεωρεί ότι είναι πιο πιθανό να προκύψει, ακόμα και πέμπτο μνημόνιο…
Πηγή: protothema.gr