Τεράστια ποσότητα μετρητών κρατούν εκτός τραπεζικού συστήματος οι Έλληνες ακόμη και σήμερα, παρότι οι συνθήκες στην οικονομία είναι πολύ πιο ήρεμες από το δραματικό 2015, όταν ο φόβος του Grexit είχε οδηγήσει εκτός τραπεζών ποσό μετρητών που αντιστοιχούσε σχεδόν στο ένα τρίτο του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
Από τις οικονομικές καταστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος φαίνεται ότι τον Νοέμβριο του 2018 η αξία των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία, δηλαδή των μετρητών που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος, ήταν 31,977 δισ. ευρώ. Μάλιστα, το ποσό αυτό ήταν ελαφρώς αυξημένο σε σχέση με το τέλος του 2017, όταν ανερχόταν σε 31,1 δισ. ευρώ.
Στα στοιχεία της Τράπεζα της Ελλάδος για τη νομισματική κυκλοφορία, δηλαδή για την αξία της σωρευτικής καθαρής διάθεσης τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ από την Τράπεζα της Ελλάδος στις εμπορικές τράπεζες με χρονική αφετηρία την εισαγωγή τους το 2002, φαίνεται καθαρά το αποτύπωμα της οικονομικής κρίσης, που ξέσπασε στα τέλη του 2009.
Από το 2002, ως τα τέλη του 2009, η νομισματική κυκλοφορία στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξανόταν περίπου με τους ίδιους ρυθμούς με τη ζώνη του ευρώ. Από το 2010, όμως, άρχισε η… μεγάλη έξοδος κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα, λόγω των φόβων για Grexit. Στα μέσα του 2012, μάλιστα, τα «ελεύθερα» μετρητά ξεπέρασαν το 20% του ΑΕΠ.
Από αυτό το χρονικό σημείο άρχισε μια αποκλιμάκωση, μετά τη συμφωνία της κυβέρνησης Σαμαρά με τους Ευρωπαίους δανειστές για εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, η οποία κράτησε ως τα τέλη του 2014, όταν, με αφορμή τις επικείμενες εκλογές, η έξοδος κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα άρχισε και πάλι να εντείνεται.
Μετά τη δραματική σύγκρουση του α’ εξαμήνου 2015 με τους Ευρωπαίους δανειστές, που οδήγησε στην επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίου, η νομισματική κυκλοφορία έφθασε στο ιστορικό ρεκόρ της, προσεγγίζοντας το 28% του ΑΕΠ, το καλοκαίρι του 2015.
Έκτοτε, τα capital controls και η σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα έφεραν σε πτωτική τροχιά τη νομισματική κυκλοφορία, που όμως παραμένει σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης (16% του ΑΕΠ, έναντι 10%).
Όπως σχολιάζει η Τράπεζα της Ελλάδος, στην Ενδιάμεση Έκθεσή της, η σχέση νομισματικής κυκλοφορίας/ΑΕΠ «παρουσίασε ελαφρά ανοδική τάση τα πρώτα έτη μετά την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Στη συνέχεια, αυξήθηκε αλματωδώς στη διάρκεια των επεισοδίων όξυνσης της ελληνικής κρίσης. Μετά την επιβολή των περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών και τη μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, ο λόγος της νομισματικής κυκλοφορίας προς το ΑΕΠ παρουσιάζει τάση αποκλιμάκωσης».
Τα ευρήματα μετρήσεων της Τράπεζας της Ελλάδος επιβεβαιώνουν ότι το βασικότερο κίνητρο των Ελλήνων για να κρατούν εκτός τραπεζών μετρητά ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης στην οικονομία. Τραπεζικές πηγές σημειώνουν στο Economistas.gr ότι η εμπιστοσύνη τα τελευταία χρόνια έχει δεχθεί τεράστια πλήγματα και θα απαιτηθεί πάρα πολύ καιρός προκειμένου να επουλωθούν τα μεγάλα τραύματα που προκάλεσε η κρίση. Επιπλέον τα capital controls αποτελούν ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα για να επιστρέψει κάποιος μετρητά που διατηρεί σε θυρίδες και στρώματα στις τράπεζες. Μπορεί τα χειρότερα να είναι πίσω μας ωστόσο η εμπιστοσύνη παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
«Οι βασικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση χρήματος σε φυσική μορφή είναι το κίνητρο για τη διενέργεια συναλλαγών, το κίνητρο αποθήκευσης πλούτου (αποθησαυρισμός), καθώς και τυχόν ζήτηση από μη κατοίκους. Επιπλέον, ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να επηρεάσει τη ζήτηση μετρητών είναι ο βαθμός υιοθέτησης εναλλακτικών ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών», αναφέρει, σε μια γενική παρατήρηση, η ΤτΕ.
Και προσθέτει ότι «η διακράτηση τραπεζογραμματίων, κυρίως μεγάλης ονομαστικής αξίας, ως μέσο αποθήκευσης πλούτου αντιπροσωπεύει σε πολλές χώρες το μεγαλύτερο ίσως μέρος της νομισματικής κυκλοφορίας. Η διακράτηση μετρητών θεωρείται από τις οικονομικές μονάδες ως εναλλακτική επενδυτική επιλογή σε περιόδους κατά τις οποίες υπάρχει έντονη προτίμηση για υψηλή ρευστότητα».
Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, φαίνεται ότι η οικονομική αβεβαιότητα, ως μέτρο της οποίας χρησιμοποιείται η απόδοση του 10ετούς ομολόγου του Δημοσίου, «σχετίζεται θετικά και στατιστικώς σημαντικά με τη νομισματική κυκλοφορία στη διάρκεια της κρίσης», όπως σημειώνει η ΤτΕ. «Στην περίπτωση που εξετάζεται η αλληλεπίδραση αυτής της μεταβλητής με την περίοδο που προηγήθηκε της επιβολής των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα, η επίπτωση του παράγοντα αυτού ενισχύεται αισθητά», όπως τονίζει η κεντρική τράπεζα.
Η διατήρηση μεγάλου ύψους μετρητών μακριά από το τραπεζικό σύστημα, είναι ένα από τα «τοξικά» κατάλοιπα που αφήνει πίσω της η πολυετής οικονομική κρίση. Εκτιμάται ότι θα χρειασθούν αρκετά χρόνια μέχρι ο δείκτης της νομισματικής κυκλοφορίας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να υποχωρήσει στα «φυσιολογικά» για μια χώρα της ευρωζώνης επίπεδα.
ΠΗΓΗ: economistas.gr