Η θνησιμότητα από καρκίνο μειώθηκε 27% τα τελευταία 25 χρόνια, σύμφωνα με έκθεση της Αμερικανικής Εταιρείας Ογκολογίας. Εξακολουθούν, ωστόσο, να καταγράφονται σημαντικές αποκλείσεις του δείκτη ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς καρκινοπαθείς.
Η υποχώρηση αυτή οφείλεται κυρίως στις «προσπάθειες που έγιναν για πολύ καιρό προκειμένου να μειωθούν οι καπνιστές και στις προόδους που έχουν γίνει στη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου στα πιο πρώιμα στάδια», επισημαίνει η αμερικανική εφημερίδα The Wall Street Journal.
2,6 εκατομμύρια λιγότεροι νεκροί
Σε απόλυτους αριθμούς αυτό μεταφράζεται σε περίπου 2,6 εκατομμύρια λιγότερους θανάτους από καρκίνο, σε σύγκριση με τον αριθμό που θα καταγραφόταν εάν το ποσοστό θνησιμότητας παρέμενε στο επίπεδο του 1991, εξηγούν οι ερευνητές. Ωστόσο, ο δείκτης θνησιμότητας του καρκίνου δεν έχει πέσει στο μηδέν. Οι ερευνητές προβλέπουν 1,7 εκατ. νέα κρούσματα και 600.000 θανάτους από καρκίνο στις το 2019.
Διαφορές ανδρών-γυναικών
Σύμφωνα με την έκθεση, οι άνδρες πεθαίνουν συχνότερα από καρκίνο του πνεύμονα, του προστάτη ή στο κόλον, ενώ οι γυναίκες από καρκίνο του πνεύμονα, του μαστού και του παχέος εντέρου. Αυτές ακριβώς είναι επίσης οι συχνότερες μορφές καρκίνου στη Γαλλία.
Εθνικών και κοινωνικοοικονομικών ομάδων
Οι φυλετικές, εθνικές και κοινωνικές ομάδες παρουσιάζουν επίσης αποκλίσεις ως προς τους δείκτες θνησιμότητας από τον καρκίνο. Οι άνθρωποι που ζουν στις φτωχότερες κομητείες των ΗΠΑ έχουν πολύ υψηλότερες πιθανότητες να καπνίζουν και να είναι παχύσαρκοι. Την περίοδο 2012-2016, ο δείκτης θνησιμότητας στις φτωχότερες περιοχές ήταν 2 φορές υψηλότερος σε περιπτώσεις καρκίνου του τραχήλου της μήτρας στις γυναίκες και 40% υψηλότερος σε κρούσματα καρκίνου του πνεύμονα και του ήπατος στις φτωχότερες κομητείες σε σύγκριση με αυτές που κατέγραφαν μεγαλύτερα εισοδήματα.
Η φτώχεια συνδέεται επίσης με πολύ χαμηλότερα επίπεδα συχνών ιατρικών εξετάσεων, πράγμα που συχνά οδηγεί στον εντοπισμό της ασθένειας σε προχωρημένο στάδιο, ενώ συνεπάγεται επίσης ότι υπάρχουν λιγότερες πιθανότητες να προσφερθεί στον ασθενή η καλύτερη — που τις περισσότερες φορές είναι επίσης ακριβότερη — θεραπεία.