Μπήκε ο Ιανουάριος, βγήκε ο Ιανουάριος, ξεκίνησε ο Φεβρουάριος, αλλά επικρατεί απόλυτη σιγή ασυρμάτου στο υπουργείο Οικονομικών, όσον αφορά στην εκκίνηση της διαδικασίας για τη νέα αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών. Μπήκε, άραγε, «πάγος» λόγω εκλογών;
«Φεύγοντας» το 2018, άφησε πίσω του τις διατάξεις, με τις οποίες άλλαξε ο τρόπος προσδιορισμού των Τιμών Ζώνης και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να υπάρξει- όχι τουλάχιστον άμεσα- σύστημα αυτόματης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, μέσω ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, που υποτίθεται ότι θα επεξεργαζόταν ανά 6μηνο τα στοιχεία από τα μεσιτικά γραφεία, τα νέα συμβόλαια, τα νέα στεγαστικά δάνεια, αλλά και τους πλειστηριασμούς, προκειμένου να «φωτογραφίζει» τις προτεινόμενες Τιμές σε συνάρτηση με τις τρέχουσες εμπορικές. Αντί αυτού, αποφασιστικό ρόλο θα έχουν, όπως και πέρσι, οι πιστοποιημένοι εκτιμητές.
Παρ’ ότι υπάρχει συγκεκριμένη μνημονιακή δέσμευση να γίνουν δύο ακόμα αναπροσαρμογές αντικειμενικών αξιών- μια φέτος και άλλη μία το 2020- έτσι ώστε να κλείσει η «ψαλίδα» με τις εμπορικές τιμές, στο υπουργείο Οικονομικών δεν κουνιέται φύλλο, καθώς φαίνεται υπάρχουν άλλες προτεραιότητες. Έτσι, ούτε Αποφάσεις για την εφαρμογή των νέων διατάξεων έχουν υπογραφεί ακόμα, ούτε προκηρύξεις για τον ορισμό εκτιμητών, ούτε πρόσκληση σε Ομάδες εργασίας για συντονισμό των απαιτούμενων ενεργειών, ενισχύοντας την αίσθηση ότι το υπουργείο Οικονομικών δεν είναι «ζεστό» να ξεκινήσει μια διαδικασία, που θα φέρει ανατροπές στη φορολογία των ακινήτων, λίγο πριν στηθούν οι κάλπες.
Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι ακόμα και για τις ψηφισμένες μειώσεις του ΕΝΦΙΑ, δεν υπάρχουν ακόμα οδηγίες προς τις αρμόδιες υπηρεσίες για το πώς ακριβώς θα υπολογιστεί ο φετινός φόρος, ενώ παραμένει αναπάντητο το ερώτημα για το εάν ο ΕΝΦΙΑ του 2019 θα υπολογιστεί με τις αντικειμενικές αξίες του 2018 ή με τις νέες, που ακόμα δεν έχουν ξεκινήσει να «ψήνονται».
Το μόνο σαφές είναι ότι η περσινή διαδικασία αναπροσαρμογής των Τιμών Ζώνης έφερε τα πάνω- κάτω στη συμπεριφορά και στον προγραμματισμό των φορολογούμενων, καθώς κάποιοι έτρεξαν να προλάβουν να αγοράσουν ακίνητο πριν ενεργοποιηθούν οι «φουσκωμένες» αντικειμενικές στην περιοχή τους, ενώ άλλοι καθυστέρησαν τις διαδικασίες αναμένοντας τις μειώσεις που έφερε το «σάρωμα» του περασμένου Ιουνίου.
Είναι ενδεικτικό ότι τα έσοδα από φόρους και τέλη κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών κ.λπ., τα οποία αποτελούν το 3,58% των συνολικών εσόδων από τους φόρους στην περιουσία, μειώθηκαν το Νοέμβριο κατά 24,28% και διαμορφώθηκαν σε 15,38 εκ. € έναντι 20,31 εκ. € τον Νοέμβριο του 2017. Όπως σημειώνει η ΑΑΔΕ σε ειδικό, ενημερωτικό της σημείωμα, η εν λόγω μείωση είναι πιθανόν να οφείλεται στην ταχύτερη ολοκλήρωση μεγάλου όγκου μεταβιβάσεων/γονικών παροχών μέσα στο 2017 λόγω της αβεβαιότητας που επέφερε στην αγορά των ακινήτων η αναμενόμενη μεταβολή των αντικειμενικών αξιών για το 2018.
Στον αντίποδα, καταγράφηκε μια σημαντική αύξηση στα έσοδα από φόρο στη μεταβίβαση οικοδομών, τα οποία αυξήθηκαν κατά 8,99 εκ. € και διαμορφώθηκαν σε 23,39 εκ. €, έναντι 14,40 εκ. € το Νοέμβριο του 2017.