Με μια παρέμβαση ιδιαίτερης βαρύτητας, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στέλνει ένα ηχηρό όσο και δραματικό μήνυμα προς τα πολιτικά κόμματα μέσω της ενδιάμεσης έκθεσης που θα παρουσιάσει την ερχόμενη Παρασκευή.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στην έκθεσή του ο κ. Στουρνάρας θα αναφέρει ότι έχουμε διανύσει τα 4/5 της απόστασης για την έξοδο από τα μνημόνια και θα είναι κρίμα να βιώσουμε και πάλι σενάρια εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη. Είναι αδήριτη ανάγκη, σύμφωνα με την έκθεση, να περάσουν από τη Βουλή με ευρεία στήριξη τα εναπομείναντα μέτρα (Ασφαλιστικό, Αγροτικό κ.λπ.) για να οδηγηθεί η χώρα με ασφάλεια στην επόμενη μέρα και να βγει στις αγορές.
Η παρέμβαση Στουρνάρα έρχεται μετά το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, όπου διαπιστώθηκε διάσταση απόψεων στο θέμα του Ασφαλιστικού και ουσιαστικά στηρίζει την πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος προφανώς συμμερίζεται την αγωνία του κεντρικού τραπεζίτη, γεγονός που δημιουργεί πολλές ερμηνείες. Κι αυτό γιατί και πέρυσι τέτοια εποχή και πάλι με αφορμή την ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ, ο κ. Στουρνάρας είχε απευθύνει έκκληση στην τότε αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, που ετοιμαζόταν για την ανάληψη της εξουσίας, να ολοκληρώσει με κάθε τρόπο την πέμπτη αξιολόγηση γιατί ήμασταν στο παρά πέντε της εξόδου από το μνημόνιο και σε διαφορετική περίπτωση θα μπαίναμε σε περιπέτειες. Η συνέχεια είναι γνωστή και ήρθε να δικαιώσει τον κεντρικό τραπεζίτη, ενώ ο χρόνος που μεσολάβησε φαίνεται να ωρίμασε και τον πρωθυπουργό που τώρα βλέπει με άλλη οπτική τις αναγκαιότητες και τις προτεραιότητες της χώρας.
Την περασμένη εβδομάδα οι δύο άνδρες, παρουσία και του Γιάννη Δραγασάκη, βρέθηκαν και γευμάτισαν στην Τράπεζα της Ελλάδος σε εντελώς διαφορετικό κλίμα από αυτό που είχαμε γνωρίσει στο παρελθόν και προφανώς σηματοδοτεί μια νέα φάση στις σχέσεις τους.
Μια φάση συνεργασίας και συνεννόησης, η οποία έρχεται να κλείσει την προηγούμενη της ακραίας αντιπαράθεσης που έφτανε στα όρια του προσωπικού. Και γεννάται το ερώτημα: τι άλλαξε και τα βρήκαν ο ριζοσπάστης αριστερός πρωθυπουργός με τον κεντρικό τραπεζίτη και υπέρμαχο των μνημονίων;
Η απάντηση πρέπει να λάβει υπόψη πολλές παραμέτρους. Καταρχάς, το προφανές είναι ότι ο Στουρνάρας δεν μετακινήθηκε από τις θέσεις του, ήταν πάντα μνημονιακός. Αυτός που μετακινήθηκε είναι ο πρωθυπουργός, ο οποίος από σταυροφόρος του αντιμνημονιακού μετώπου μεταλλάχθηκε και εκτελεί αυτή τη στιγμή την πιο αποτελεσματική εφαρμογή του μνημονίου που έχουμε δει τα τελευταία πέντε χρόνια. Η «ωρίμανση» του Τσίπρα σχετίζεται ασφαλώς από την αντίληψη που απέκτησε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη χώρα που να συνδυάζει την οικονομική της επιβίωση και την παραμονή στο ευρώ και στην Ευρώπη εκτός της εφαρμογής του μνημονίου. Κάτι που ο Στουρνάρας είχε επανειλημμένως υποστηρίξει στη Βουλή και όταν ήταν υπουργός Οικονομικών. Μετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ο διοικητής της ΤτΕ παρέθεσε γεύμα στον πρωθυπουργό και του παρουσίασε τα οφέλη από την ανακεφαλαιοποίηση, επισημαίνοντάς του ότι διασώθηκαν οι καταθέτες από το κούρεμα των καταθέσεων. Με αφορμή λοιπόν την ανακεφαλαιοποίηση ξεκίνησε μια νέα φάση στις σχέσεις των δύο ανδρών, η οποία μάλιστα χαρακτηρίζεται «ειλικρινής» από τον Στουρνάρα στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους.
Ενας ακόμη παράγοντας που συνέβαλε στη βελτίωση των σχέσεων του κεντρικού τραπεζίτη με τον πρωθυπουργό είναι ότι έφυγαν από την κυβέρνηση τρία πρόσωπα που αποτελούσαν «αγκάθι». Ο Γιάνης Βαρουφάκης, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Παναγιώτης Λαφαζάνης. Με πρώτο τον Βαρουφάκη, ο οποίος στο παρελθόν είχε στηριχθεί στην ακαδημαϊκή του καριέρα προσωπικά από τον συνάδελφό του καθηγητή Γιάννη Στουρνάρα, οι τρεις αυτοί πολιτικοί είχαν στοχοποιήσει τον κεντρικό τραπεζίτη ως εμπόδιο στα σχέδιά τους.
Ο Βαρουφάκης, όπως αποκαλύφθηκε, είχε σχέδιο ρήξης και εξόδου από το ευρώ, κάτι το οποίο αποτελεί για τον κεντρικό τραπεζίτη αδιανόητη επιλογή για τη χώρα και κόκκινο πανί για τις προσωπικές τους σχέσεις. Ο Στουρνάρας θεωρούσε ότι και ως υπουργός Οικονομικών διαπραγματευόταν πάντα υπέρ των συμφερόντων της χώρας και το έκανε με τρόπο αποδεκτό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μιλώντας δηλαδή τη γλώσσα των πιστωτών και έτσι, με έναν δύσκολο αλλά χειρουργικό τρόπο, εξυπηρετούσε τα ελληνικά συμφέροντα. Αντίθετα, ο Βαρουφάκης δεν έμπαινε ουσιαστικά σε διαπραγμάτευση, αλλά αντιδρούσε αρνητικά στις ευρωπαϊκές προτάσεις και χρησιμοποιούσε την κλιμάκωση της ρήξης ως τακτική για να πετύχει τον τελικό του στόχο, που ήταν η έξοδος από το ευρώ και η εφαρμογή ενός δικού του Σχεδίου Β. Είχε γράψει μάλιστα ανοιχτή επιστολή την οποία δημοσίευσε στον Τύπο και στην οποία, απευθυνόμενος στον τότε υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα ως «Αγαπητέ Γιάννη», τον κατηγορούσε για την πολιτική που ακολουθούσε. Εκτοτε η σχέση των δύο ανδρών ήταν κακή.
Η δε Ζωή Κωνσταντοπούλου έμοιαζε να έχει πάρει προσωπικά πάνω της τον πόλεμο του ΣΥΡΙΖΑ με τον διοικητή της ΤτΕ, τον οποίο είχε δημοσίως καλέσει πολλές φορές στη Βουλή για να «απολογηθεί». Κάθε φορά ο Στουρνάρας αρνούνταν να εμφανιστεί στη Βουλή, προτείνοντας άλλες ημερομηνίες, πράγμα που έβγαζε από τα ρούχα της την παθιασμένη πρόεδρο της Βουλής. Τελικά ποτέ δεν έγινε αυτή η απολογία και η αποχώρηση της Ζωής Κωνσταντοπούλου από τον ΣΥΡΙΖΑ και από τη θέση της προέδρου της Βουλής έβαλε τέλος σε αυτές τις χωρίς αποτέλεσμα προκλήσεις. Ο Λαφαζάνης και είχε επιτεθεί προσωπικά στον Στουρνάρα και ήταν ο πιο ακραίος αριστερός υπουργός με δεδηλωμένη άποψη για την αποχώρηση από το ευρώ. Η αποχώρηση αυτών των τριών, λοιπόν, από την κυβέρνηση διευκόλυνε τη σχέση του Τσίπρα με τον Στουρνάρα, κάτι που ούτως ή άλλως είναι αναγκαίο, ανεξαρτήτως των προσώπων που βρίσκονται στη θέση του πρωθυπουργού και του κεντρικού τραπεζίτη.
Ο ρόλος Τσακαλώτου
Ενας τρίτος παράγοντας που συνέβαλε στην αποκατάσταση των σχέσεών τους είναι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Ο τελευταίος ήταν και παραμένει φίλος του διοικητή της ΤτΕ, με τον οποίο γνωρίζονται από τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η δε σύζυγος του υπουργού Οικονομικών, η Σκωτσέζα Χέδερ Γκίμπσον (τα ελληνικά της οποίας είναι καλύτερα από του συζύγου της), εργάζεται στο Τμήμα Μελετών της Τραπέζης της Ελλάδος και συνεργαζόταν πάντα στενά με τον Στουρνάρα. Ο οποίος εκτιμά τον Τσακαλώτο, παρόλο που τον χαρακτηρίζει μαρξιστή οικονομολόγο. Θεωρεί επίσης ότι ο υπουργός, παρόλο που ιδεολογικά είναι εντελώς αντίθετος με τη λογική του μνημονίου, έχει αντιληφθεί την -προσωρινή έστω- αναγκαιότητα της εφαρμογής του. Φυσικά οι δύο οικονομολόγοι δεν συμφωνούν σε όλα. Ο Στουρνάρας, φέρ’ ειπείν, θεωρεί τώρα ότι ο μόνος τρόπος για να ξεκινήσει και να επιταχυνθεί η ανάπτυξη είναι με ξένες επενδύσεις, προϋπόθεση για τις οποίες είναι οι επιθετικές αποκρατικοποιήσεις. Ο δε Τσακαλώτος, ως αριστερός οικονομολόγος, θεωρεί αδιανόητο το κόψιμο των δαπανών και είναι φανατικός υποστηρικτής της αύξησης των φόρων.
Οι αποκρατικοποιήσεις είναι ασφαλώς εκτός της λογικής Τσακαλώτου, αφού μειώνουν το κράτος και ενισχύουν τον ιδιωτικό τομέα. Συνεπώς οι διαφωνίες τους είναι σημαντικές και πολλές. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μεταξύ τους και η παλιά φιλία και η συναντίληψη ότι αυτή τη στιγμή η χώρα δεν έχει άλλο δρόμο.
Πληροφορίες από τις Βρυξέλλες αναφέρουν ότι η αποτελεσματικότητα του Τσακαλώτου στην εφαρμογή του μνημονίου έχει προκαλέσει μεγάλη έκπληξη στους ξένους πιστωτές. Περίμεναν ότι ένας μαρξιστής οικονομολόγος δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει αποτελεσματικά τέτοια οικονομική πολιτική. Μη μπορώντας να εξηγήσουν πώς συμβαίνει αυτό, υποστηρίζουν ότι ο υπουργός Οικονομικών έχει «απίστευτη προσαρμοστικότητα» («tremendous flexibility» λένε χαρακτηριστικά). Η προσαρμοστικότητά του αφορά στις αναγκαιότητες και τα περιθώρια διαπραγματεύσεων που έχει, και αυτό σημαίνει ότι ο Τσακαλώτος, εκτός από οικονομολόγος, έχει και υψηλό πολιτικό κριτήριο, με την έννοια ότι προσαρμόζεται στο εφικτό αντί να κυνηγάει την ουτοπία.
Ολοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν στην αλλαγή κλίματος στις σχέσεις μεταξύ Τσίπρα -Στουρνάρα και αυτό είναι προς όφελος των επιδιώξεων της χώρας.
Τώρα και ο πρωθυπουργός και ο κεντρικός τραπεζίτης μοιράζονται την ίδια ανησυχία: τι θα γίνει με την ψήφιση του Ασφαλιστικού, το οποίο είναι το μεγαλύτερο αγκάθι στην πορεία εφαρμογής του μνημονίου. Ο Στουρνάρας θεωρεί ότι οι ξένοι δεν θα μας δώσουν άλλα περιθώρια. Ακόμη, ότι αν αποτύχουμε θα δικαιωθεί ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος είχε καταθέσει στο Συμβούλιο Κορυφής του Ιουλίου σχέδιο προσωρινής εξόδου από το ευρώ, κάτι που προκάλεσε την οργή του Στουρνάρα. Κύκλοι της Τραπέζης της Ελλάδος υποστηρίζουν ότι η αναφορά και μόνο του Σόιμπλε σε αυτό το σχέδιο του Grexit προκαλεί έκρηξη οργής στον Στουρνάρα, ο οποίος θεωρεί ότι η χώρα έχει πετύχει με μεγάλες δυσκολίες τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει πραγματοποιηθεί παγκοσμίως και δεν ανέχεται από κανέναν -ούτε από τον Σόιμπλε, με τον οποίο έχει άριστες σχέσεις- να απειλεί τη χώρα με ένα τέτοιο εξευτελιστικό σχέδιο. Σε κάθε περίπτωση, η δικαίωση του Γερμανού υπουργού θα είναι ότι ο ελληνικός πολιτικός κόσμος απέτυχε να εξυγιάνει τους θεσμούς και την οικονομία της χώρας, γεγονός που πέτυχαν άλλες χώρες της Ευρώπης οι οποίες μπήκαν και βγήκαν επιτυχώς από τα μνημόνια. Η άποψη Σόιμπλε, σύμφωνα με κύκλους των Βρυξελλών, είναι ότι «το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν αντέχει την πειθαρχία που απαιτεί το ευρώ».
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν ο πολιτικός κόσμος θα καταφέρει να ξεπεράσει τις μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις και να ψηφίσει το δύσκολο Ασφαλιστικό στη Βουλή, μια μεταρρύθμιση την οποία η Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά, το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου και το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη είχαν εγκρίνει καταρχήν με την ψήφο τους το καλοκαίρι και αρνούνται σήμερα να υπερψηφίσουν. Και μετά το Ασφαλιστικό, έρχεται το Αγροτικό. Και εκεί συναντάται η αγωνία του Τσίπρα με αυτή του Στουρνάρα, με αποτέλεσμα και οι δύο να επιθυμούν τη συναίνεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης στην ψήφιση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και των άλλων προαπαιτούμενων της συμφωνίας. Ο μεν Τσίπρας για να μείνει στην εξουσία, ο δε Στουρνάρας για να μην μπει η χώρα σε πολιτική περιπέτεια, αφού γνωρίζει ότι, αν πέσει η κυβέρνηση και πορευτούμε ξανά σε εκλογές, όλη η προσπάθεια των τελευταίων ετών θα είναι στον αέρα και η χώρα θα κινδυνεύσει από την άμεση εφαρμογή του σχεδίου Σόιμπλε.
Με λίγα λόγια, η πολύ σκληρή πραγματικότητα έφερε σε συνεργασία δύο ακραία αντίθετους πολιτικούς παράγοντες και ισοπέδωσε τις μικροπολιτικές αιτίες μιας κόντρας που άγγιζε τα όρια του προσωπικού.
Πηγή: protothema.gr