Γκάζι, Σεπτέμβριος 2019. Ενας νεαρός άνδρας κλείνει βιαστικά την πόρτα του σπιτιού του και ύστερα τρέχει για να προλάβει το λεωφορείο. Δεν είναι η πρώτη φορά που τρέχει τόσο πολύ. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του η ζωή του έμοιαζε με έναν αγώνα δρόμου και εκείνος με λιποτάκτη: από τη φρίκη της «οικογένειας», τον χλευασμό των συμμαθητών, την απάθεια της κοινωνίας, ακόμη και από το ονοματεπώνυμό του που αποφάσισε να αλλάξει χρόνια μετά. Δεν τον έλεγαν πάντα Ακη Δήμα – λίγη σημασία έχει ποιο ήταν το πραγματικό του ονοματεπώνυμο, έτσι κι αλλιώς ακόμη κι αν τον φωνάξεις μ’ εκείνο δεν θα γυρίσει ποτέ να σε κοιτάξει. Λίγη ώρα μετά ανεβαίνει στη σκηνή του «Μπρόντγουαιη» και στέκει δίπλα στον Αντώνη Λουδάρο και την Μπέσυ Μάλφα, προβάροντας τον ρόλο του για την παράσταση «Η Παριζιάνα». Εκεί, κάνει τον groomer. Λίγο αργότερα μεταμορφώνεται σε υπηρέτη για την παιδική παράσταση «Βασιλιάς Ντο» σε μουσική Μίμη Πλέσσα και αργότερα σε σκληρό bullie για το θεατρικό του Μαυρίκιου Μαυρικίου «Η σιωπή δεν είναι χρυσός». Αυτός ο τελευταίος κόντρα ρόλος στα βιώματά του τον κάνει να χαμογελά γλυκόπικρα. Το παιδί που βασανίστηκε όσο ελάχιστα υποδύεται τώρα τον βασανιστή και αισθάνεται πως ήρθε η ώρα να φωνάξει ότι πράγματι: «Η σιωπή δεν είναι χρυσός…».
Τον παρακολουθώ να φτάνει στο ραντεβού μας μέσα από τη μεγάλη τζαμαρία κάποιου cafe. Είναι όμορφος, προικισμένος με εκείνη την αθωότητα που αντανακλά στο πρόσωπο μια απροσδιόριστη λάμψη. Κάθεται απέναντί μου και μου χαμογελά. Δεν ξέρω τι να τον ρωτήσω. Αισθάνομαι άβολα κάθε φορά που η πένα καταγράφει τα βασανιστήρια ενός ανθρώπου, ακόμη κι αν έχουν περάσει χρόνια από την τέλεσή τους, ακόμη κι αν αυτή η καταγραφή αποτελεί το μέσον «απελευθέρωσης» κάποιων άλλων. Ξεκινάω με ένα χαλαρό «Πού πήγες διακοπές;». Η απάντησή του μοιάζει με σκοινί που τυλίγεται γύρω από τον λαιμό μου κόβοντας την ανάσα: «Δεν έχω πάει ποτέ διακοπές στη ζωή μου. Αν ήθελα να ζήσω έπρεπε να δουλεύω. Μέχρι τα δώδεκα η καθημερινότητά μου ήταν σχολείο-στάβλος-στάβλος-σχολείο και ύστερα, από τα δώδεκα και μετά, στη νύχτα. Αυτή μου έμαθε τη ζωή. Της χρωστάω τα πάντα… Σε ένα σπίτι-τρώγλη, σε κάποια συνοικία της Λαμίας, ζούσαμε πέντε παιδιά, με μια μάνα μειωμένης αντίληψης και ένα κτήνος. Για ποιες διακοπές με ρωτάς; Από τα πέντε μου, ο “κύριος” αυτός με ξυπνούσε χαράματα με ξύλο, βρισιές και τη φράση: “Ξύπνα, γαϊδούρι, να έρθεις μαζί μου στα γουρούνια να με βοηθήσεις”. Εκεί, όταν πάγωνα από το κρύο και δεν μπορούσα να δουλέψω άλλο με χτυπούσε με μπετόβεργες για να συνεχίσω – τα γουρούνια του τα πρόσεχε πιο πολύ. Ο μόνος που του εναντιωνόταν, ο φύλακας άγγελός μου, ήταν ο παππούς μου. Τον χτυπούσε όμως κι εκείνον, κaι ύστερα φασαρίες, Αστυνομία, ντροπή, κενό, και πάλι απ’ την αρχή… Eχεις δει -φαντάζομαι- σε ειδήσεις και σε ταινίες στυγνούς δολοφόνους ή “γονείς” που βασανίζουν τα παιδιά τους σε υπόγεια… Κάπως έτσι ήταν κι αυτός, ίσως και χειρότερος».
Παρατηρώ ότι στις φράσεις του δεν χρησιμοποιεί ποτέ τη λέξη «πατέρας», πως ακόμη και η εκφορά της τον ενοχλεί. Σ’ αυτή τη συνάντηση δεν θα αρθρωθεί ποτέ ξανά. Θέλω να φύγουμε απ’ αυτόν, οι περιγραφές του Aκη άλλωστε, συνώνυμα φρίκης, μπορούν να ακουστούν μόνο μέσα σε κάποιο δικαστήριο, κι αυτό, κεκλεισμένων των θυρών. Του ζητάω να πάμε στον ίδιο και στους άλλους. Eνα γλυκόπικρο χαμόγελο σχηματίζεται ξανά στα χείλη του: «Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς άντεξα όσα έζησα, πώς είμαι ακόμη ζωντανός, ποια δύναμη με οδήγησε στο πανεπιστήμιο και όχι στους δρόμους, ποιος θεός μου άνοιξε τις πύλες του θεάτρου αντί για εκείνες του θανάτου. Τα μαρτύριά μου δυστυχώς δεν σταματούσαν στο σπίτι. Δεν ξέρω αν υπάρχει παιδί που να έχει δεχτεί τόσο bullying και να έχει αντέξει. Στο Δημοτικό ήμουν βρώμικος, ατημέλητος, ντυμένος με κουρέλια. Οι συμμαθητές μου με έφτυναν, με κορόιδευαν, ήμουν πάντα εκτός παιχνιδιού, ένα παιδάκι καθισμένο ολομόναχο στο τελευταίο θρανίο της τάξης. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, πάνω – κάτω τα ίδια. Πώς το ξεπέρασα; Μάλλον με το κλάμα», λέει, και συνεχίζει: «Δεν κρατάω κακία σε κανένα από εκείνα τα παιδιά. Δημιουργήματα των μεγάλων είναι άλλωστε. Εκείνων των μεγάλων που ενώ γνώριζαν, σώπαιναν. Οι γείτονες, οι συγγενείς, οι δάσκαλοι, όλοι γνώριζαν αλλά κανείς δεν μιλούσε. Μόνο μία καθηγήτρια που πίστευε σε μένα με βοήθησε “καταθέτοντας” αυτά που όλοι γνώριζαν για μένα στη Λαμία, σε κάποιο φροντιστήριο της περιοχής, και ο ιδιοκτήτης με δέχτηκε δωρεάν. Πέρα από εκείνη, κανείς. Και αναρωτιέμαι ειδικά για τους δασκάλους. Αφού έβλεπαν, αφού γνώριζαν, γιατί δεν μίλαγαν; Πού είναι η παιδεία που πήραν από τα πανεπιστήμιά τους; Πώς άντεχαν να λέγονται άνθρωποι; Οχι. Σ’ εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε καμία τρυφερή στιγμή. Θέλω να κλείσω μια για πάντα το κεφάλαιο “Λαμία”. Αυτή η πόλη έχει τελειώσει για μένα. Αν δεν υπήρχε ο παππούς μου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή όταν έκλεινα τα δεκαεπτά, σήμερα δεν θα ζούσα. Μου έλεγε ότι πρέπει να σπουδάσω, να προχωρήσω, να φτιάξω μιαν άλλη ζωή. Το προσπάθησα σκληρά, ένας θεός ξέρει πόσο. Oταν διάβαζα για να μπω στο πανεπιστήμιο έμενα μαζί του σ’ ένα δωματιάκι δίπλα στο σπίτι μας όπου διάβαζα ασταμάτητα. Ο “κύριος” εκείνη την εποχή φοβόταν να κάνει ιστορίες επειδή ο παππούς θα φώναζε ξανά την Αστυνομία, και είχε στρέψει τα αδέλφια μου εναντίον μου. Τα έβαζε να μου πετάνε νερό κaι αποτσίγαρα, να με βρίζουν, να με χλευάζουν, να με χτυπάνε κι εκείνος γέλαγε. Η ζωή ωστόσο κάνει κύκλους. Σήμερα όλα τα αδέλφια μου είναι μαζί μου, μια γροθιά ενάντια στον τύραννο…».
Mε νέα ταυτότητα και έναν σκοπό
Στα δεκαεπτά του χρόνια περνάει στο ΑΠΘ, παράλληλα μαθαίνει γλώσσες, παρακολουθεί μαθήματα δημοσιογραφίας και υποκριτικής, ενώ τα βράδια δουλεύει σε κέντρα δεξιώσεων, σε cafe και σε club της Θεσσαλονίκης. Εν συνεχεία, κατεβαίνει Αθήνα και χωρίς καμία γνωριμία καταφέρνει να ανεβεί στη σκηνή του θεάτρου, στο πλάι καταξιωμένων ηθοποιών. Είναι πλέον ο Aκης Δήμας. Eνας πολλά υποσχόμενος ηθοποιός που έχει αλλάξει ονοματεπώνυμο και ζωή: «Ξέρεις κάτι; Γύρω στα δέκα, όταν με άφηνε στον στάβλο να καθαρίζω τα γουρούνια, μιλούσα μόνος μου και ονειρευόμουν πως βρίσκομαι πάνω σε μια σκηνή, ότι παίζω, τραγουδάω και κάνω τον κόσμο χαρούμενο. Το ξύλο που έτρωγα δεν μπορούσε να λυγίσει αυτό το όνειρό μου», λέει και συνεχίζει: «Οταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, παρότι είχα ξεκινήσει δειλά-δειλά να ζω εκείνο το παιδικό όνειρο, δεν μπορούσα να ξεχάσω τα αδέλφια μου που είχαν μείνει πίσω, και ειδικά την αδελφή μου, ένα κοριτσάκι με νοητική στέρηση. Κάποια στιγμή, από σκόρπιες κουβέντες έμαθα ότι υπήρχαν άνδρες που ασελγούσαν πάνω της με τη συναίνεση του “κυρίου” έναντι χρηματικής αμοιβής, για ερωτικά όργια στο χοιροστάσιο, για καταστάσεις που δεν τις χωρά ανθρώπινος νους…».
Το 2016 ο Aκης καταγγέλλει μαζί με δύο αδέλφια του στις Αρχές όλα όσα συνέβαιναν εις βάρος της ανήλικης αδελφής του. Οι «ειδικοί» αποφαίνονται πως όλα είναι καλά. Δεν είναι όμως. Οι δάσκαλοι της Μαρίας στο ειδικό σχολείο στο Κωσταλέξι, μετά από σχεδόν έναν χρόνο παρακολούθησης, καταλαβαίνουν το δράμα του κοριτσιού και σε κάποιο τηλεφώνημα ενημερώνουν τον Aκη. Ο ίδιος φεύγει την ίδια στιγμή για Λαμία, καταθέτει στις Αρχές την κόλαση των πέντε παιδιών, ενώ ο αξιωματικός υπηρεσίας δεν μπορεί να πιστέψει όσα ακούει από τον Aκη και όσα διαβάζει στα έγγραφα που φέρουν την υπογραφή των δασκάλων της Μαρίας. Στις αρχές του 2019 το θέμα φτάνει στην Εισαγγελία, ο πα-τέρας συλλαμβάνεται μαζί με δύο ηλικιωμένους και το τρίπτυχο της διαστροφής οδηγείται στις φυλακές: «Τι θα του έλεγα αν τον είχα μπροστά μου;», λέει ο Ακης: «Πως το παιχνίδι τελείωσε… «Πως θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να μείνεις για πάντα στη φυλακή». Αυτή τη φορά θα με πιστέψει γιατί ξέρει ότι το μπορώ…». Ωστόσο, ακόμη κι αν το παιχνίδι της φρίκης τελείωσε, έμεινε ανοιχτή μια παρτίδα, την οποία ο Ακης καλείται για μία ακόμη φορά να κερδίσει μόνος του…
Το παράλογο του «κράτους Πρόνοιας»
Οταν ο πα-τέρας περνάει το κατώφλι των φυλακών αφήνει πίσω του χρέη πολλών χιλιάδων ευρώ σε Εφορία, ΟΓΑ, ΔΕΗ, ΟΤΕ και τράπεζες. Λίγους μήνες αργότερα, η μητέρα του Ακη μπαίνει στο νοσοκομείο με σοβαρό πρόβλημα υγείας, όπου και παραμένει για δύο ολόκληρους μήνες. Ο Ακης βρίσκεται στο πλάι της καλύπτοντας έξοδα και κλείνοντας τρύπες. Μόνος, όπως πάντα, προσπαθεί να πετύχει το ακατόρθωτο, να υπερβεί το αδύνατο: «Δεν ήταν πάντα εύκολο – ακόμη και σήμερα είναι στιγμές που λέω ότι δεν θα τα καταφέρω. Δεν θα μπορέσω να καλύψω τα χρέη, ούτε τους λογαριασμούς. Η αδελφή μου είναι ανασφάλιστη και γι’ αυτό τον λόγο δεν τη δέχεται σχεδόν καμία Στέγη», λέει, και συνεχίζει: «Παρότι έχω εξηγήσει την κατάσταση, η απάντηση είναι τυπική: “Εφόσον δεν έχει ασφάλεια, δεν τη δεχόμαστε”. Τώρα, περιμένω απάντηση από κάποια άλλη Στέγη στην Αθήνα, ενώ σκοπεύω να απευθυνθώ και στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Ελπίζω κάποιος να βοηθήσει. Κουράστηκα να είμαι μόνος μου. Δεν αντέχω άλλο. Παντού πόρτες κλειστές και γραφειοκρατία. Πού είναι το Κράτος Πρόνοιας; Οταν κάποιος μπαίνει στη φυλακή και αφήνει πίσω του ένα ανασφάλιστο παιδί με ειδικές ανάγκες, πώς θα ζήσει το παιδί αυτό; Εγώ ζω και τη μητέρα μου και την αδελφή μου, δύο γυναίκες ανίκανες να επιβιώσουν μόνες. Δεν ξέρω πλέον τι να κάνω, σε ποιον να απευθυνθώ. Αισθάνομαι σαν να φτιάχνω διαρκώς ένα παζλ που λίγο πριν την ολοκλήρωσή του λείπουν πάντα κάποια κομμάτια».
Παύση επάνω σε στιγμή αμηχανίας. Δεν ξέρεις τι να απαντήσεις σε κάποιον τόσο δυνατό και ταυτόχρονα τόσο χτυπημένο από τις αδυναμίες των άλλων. Ο Ακης θα μπορούσε κάλλιστα να μην είναι τίποτα παραπάνω από μία εξαθλιωμένη ανθρώπινη ύπαρξη. Με όλα όσα έχει περάσει κανείς δεν θα απορούσε με αυτό και κανείς δεν θα τον κατηγορούσε γι’ αυτό. Ο ίδιος ωστόσο κατάφερε να ισοπεδώσει το τίποτα της μοίρας και να το αντικαταστήσει με κάτι ή, μάλλον, με πολλά: με γνώσεις, με πτυχία, με τόλμη, με δουλειά, με αξιοπρέπεια, με όνειρα. Και ενώ είναι φυσικό κάποιος να μην μπορεί να τα δει όλα αυτά, απαγορεύεται στον οποιονδήποτε να του τα ισοπεδώσει: «Ελπίζω να λυθούν σύντομα τα γιγαντιαία προβλήματα που αντιμετωπίζω με τη μητέρα μου και την αδελφή μου, δύο γυναίκες με ειδικές ανάγκες. Θέλω να πιστεύω πως κάτι θα γίνει, κάποιος θα βοηθήσει ώστε να ξεπεράσω κι αυτόν τον Γολγοθά», λέει τη στιγμή που τον ρωτάω: «Και ύστερα;». «Υστερα, θέλω να φτάσω ψηλά. Να κατακτήσω το θέατρο. Να πρωταγωνιστήσω σε σπουδαίες παραστάσεις κι ο κόσμος να μ’ αγαπήσει για τη δουλειά μου. Να κάνω τηλεόραση που λατρεύω και παραστάσεις που πάνε το κοινό ένα βήμα παρακάτω. Να ταξιδέψω σ’ ολόκληρο τον κόσμο έχοντας στα μπαγκάζια μου την υποκριτική. Να φτάσω ψηλά, τόσο ψηλά ώστε να μην μπορώ πλέον να αντικρίσω το μηδέν, τον βούρκο και το σκοτάδι μέσα στα οποία γεννήθηκα. Να βαδίσω σιγά-σιγά για να μ’ αντέξουν οι άνθρωποι και ο χρόνος. Να είναι πάντα κοντά μου πρόσωπα-διαμάντια που στάθηκαν δίπλα μου σαν πραγματικοί φίλοι, όπως ο Αντώνης Λουδάρος και ο Μαυρίκιος Μαυρικίου. Και στο τέλος, όταν πια οι φωνές θα έχουν σωπάσει, να γράψω μία αυτοβιογραφία με τίτλο: “Η ζωή μου όλη σε δύο λέξεις: Αρχή και τέλος”»…
Πηγή: protothema.gr