Η πανδημία του κορωνοϊού επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για τον αριθμό και τα αίτια των θανάτων στον φθίνοντα και γηρασμένο ελληνικό πληθυσμό. Ομάδα ερευνητών του Πολυτεχνείου Κρήτης με επικεφαλής τον καθηγητή Κωνσταντίνο Ζοπουνίδη εκπόνησε τη μελέτη με θέμα «Απώλειες ζωών στην Ελλάδα: Διαχρονική Αύξηση, Υπερβάλλουσα Θνησιμότητα και Κορωνοϊός» καταλήγοντας σε ενδιαφέροντα και εν μέρει μη αναμενόμενα συμπεράσματα.
Τα τελευταία χρόνια πριν την εμφάνιση της πανδημίας υπήρξε μία ετήσια εναλλασσόμενη αυξομείωση στους θανάτους, κάτι που σταμάτησε να συμβαίνει στα δύο πρώτα πανδημικά έτη. «Βλέπουμε αύξηση κατά 5.750 θανάτους το 2020 (4,6%) και 13.298 το 2021 (10,2%), με τους θανάτους να φτάνουν στην μεγαλύτερη καταγεγραμμένη τιμή που έλαβαν ποτέ. Αντιθέτως, το 2022 σημειώθηκε μείωση κατά 3.294 θανάτους (-2,3%), παρ’ όλα αυτά οι θάνατοι ξεπέρασαν τους 140.000 για δεύτερη φορά στην ιστορία καταγραφής τους. Όπως φαίνεται από τους αριθμούς, το μεγαλύτερο ποσοστό της αύξησης των θανάτων κατά τα τρία πανδημικά έτη οφείλεται στον κορωνοϊό, αφού αν εξαιρέσουμε τους θανάτους που οφείλονται σε αυτόν, οι μεταβολές είναι πολύ μικρότερες» εξηγεί ο κ. Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης.
Θάνατοι και δεδομένα κορωνοϊού
Το 2020 το ποσοστό θνητότητας ήταν 3,5%, ενώ το 2021 αυτό υποχώρησε σε ποσοστό κάτω του 1,5%, με τους θανάτους όμως να τετραπλασιάζονται και τα κρούσματα να δεκαπλασιάζονται. Αυτό οφείλεται στην άρση των υγειονομικών μέτρων, όπως και στην μετάλλαξη Δέλτα, που ήταν πολύ μεταδοτικότερη και το ίδιο επικίνδυνη με το αρχικό στέλεχος, ενώ η μείωση του ποσοστού θνητότητας στην φυσική ανοσία και τον εμβολιασμό. Το 2022 κυριάρχησε το στέλεχος’Ομικρον, που είναι ηπιότερο των προηγούμενων, γι’ αυτό και η θνητότητα έπεσε στο 0,3%, με τα κρούσματα όμως να τετραπλασιάζονται συγκριτικά με το 2021, νοσώντας από κορωνοϊό σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας, ενώ οι θάνατοι μειώθηκαν κατά 1.806 σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Το θετικό στοιχείο που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι η μεγάλη πτώση του ποσοστού θνητότητας από το 2020 και το γεγονός ότι η επικρατούσα μετάλλαξη Όμικρον είναι ηπιότερη. Αυτό φέρνει την θνητότητα του κορωνοϊού σε επίπεδα παρόμοια με αυτά της γρίπης, αν και ακόμα, σύμφωνα με έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε Ελβετία (JAMA Network) και Καναδά (BMJ Open) και δημοσιεύθηκαν τον Φεβρουάριο του 2023, παραμένει πιο επικίνδυνος από αυτή. «Πρόκειται για ένα πρόβλημα πολύ σοβαρό, διότι προσθέτει ακόμα μία αιτία θανάτου, η οποία δεν υπήρχε πριν λίγα χρόνια» σχολιάζει ο Δρ Δημήτρης Μπατάκης.
Εκτός όμως από τους θανάτους, ο κορωνοϊός επιφέρει ακόμα ένα πρόβλημα στην δημόσια υγεία, αυτό του long-covid, δηλαδή των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στην υγεία ορισμένων ανθρώπων που νόσησαν από αυτόν, επηρεάζοντας πολλά ανθρώπινα όργανα και επιφέροντας πολλαπλά προβλήματα στον οργανισμό. Επ’ αυτού, το επιστημονικό περιοδικό «Nature» σε έκθεσή του τον Ιανουάριο του 2023, εκτίμησε πως οι περιπτώσεις long-covid ανέρχονται τουλάχιστον στα 65 εκατ. παγκοσμίως. Το συγκεκριμένο πρόβλημα ίσως αποδειχθεί εφάμιλλο αν όχι μεγαλύτερο και από την ίδια την πανδημία.
Τέλος, ακόμα μία απόδειξη για την επικινδυνότητα που είχε ο κορωνοϊός στην αρχή της εμφάνισής του και το πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση που κλήθηκε όλος ο κόσμος να αντιμετωπίσει, σε αντίθεση με όσους θεωρούσαν ότι πρόκειται για μια ήπια ασθένεια, είναι οι αριθμοί που αναφέρουν οι ειδικοί. «Κι αυτό γιατί, αν το 0,32% ως υφιστάμενο ποσοστό θνητότητας επιφέρει τόσους πολλούς θανάτους, μπορούμε να αναλογιστούμε τον κίνδυνο που διατρέχαμε όταν το ποσοστό αυτό βρισκόταν στο 3,5%, με ένα στέλεχος που δημιουργούσε βαρύτερη ασθένεια, και σε συνθήκες απουσίας φυσικής ανοσίας και εμβολίου, και κατ’ επέκταση το πόσο βοήθησαν τα υγειονομικά μέτρα στον περιορισμό του ιού» αναφέρει ο κ. Μανώλης Καρακώστας.
Πλέον, υπάρχουν φάρμακα και ανοσία κατά του ιού, αλλά είναι χρήσιμο να τηρούνται όπου χρειάζεται στοιχειωδώς τα απαραίτητα μέτρα, κατά τις υποδείξεις των υγειονομικών αρχών, και αυτό μάλιστα είναι αναγκαίο να συμβαίνει, διότι η πανδημία έφερε νέες συνθήκες στην αντιμετώπιση των ασθενειών.
Υπερβάλλουσα θνησιμότητα σε αιτίες εκτός κορωνοϊού
Όπως ήταν αναμενόμενο ο κορωνοϊός επέφερε αύξηση των θανάτων σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη σε όλα τα κράτη, όμως παράλληλα έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο της υπερβάλλουσας θνησιμότητας σε αιτίες εκτός κορωνοϊού, το οποίο απασχολεί την ιατρική κοινότητα. Στις χώρες του εξωτερικού που το θέμα έχει μελετηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, φαίνεται ότι οι αιτίες του προβλήματος σχετίζονται με την πανδημία. Ήδη από το πρώτο κύμα της πανδημίας είχαν κυκλοφορήσει μελέτες και άρθρα που έκαναν λόγο για την αποχή των ανθρώπων από προγνωστικές και προγραμματισμένες εξετάσεις, λόγω της εμφάνισης του κορωνοϊού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη έγκαιρης διάγνωσης ασθενειών που αποτελούν αιτίες θανάτου. Επίσης, η αιτία αυτής της υπερβάλλουσας θνησιμότητας σύμφωνα με τον Ιατρικό Σύλλογο του Καναδά, σε έκθεση που εξέδωσε η Deloitte, φαίνεται να έγκειται και στις μειωμένες επισκέψεις στα νοσοκομεία, όταν προέκυπταν προβλήματα υγείας, αφού οι άνθρωποι δεν προσέρχονταν στα εξωτερικά ιατρεία ή στις μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, όπως και στις αναβολές προγραμματισμένων χειρουργικών επεμβάσεων, που κάποιες από αυτές αφορούσαν σοβαρά περιστατικά. Το BBC κάνοντας λόγο σε άρθρο του για το φαινόμενο αυτό στην Μεγάλη Βρετανία, αναφέρεται στην αδυναμία του συστήματος υγείας να σηκώσει το βάρος του φόρτου τόσο των ασθενών με κορωνοϊό όσο και εκείνων που είχαν άλλα προβλήματα υγείας, τονίζοντας ακόμα και τις καθυστερήσεις των ασθενοφόρων στις παραλαβές ασθενών.
Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα, κατά τους ειδικούς, αν οι λόγοι που προκαλούν τους υπερβάλλοντες θανάτους συντρέχουν και στην χώρα μας, και αν υπάρχει και στην Ελλάδα non-covid υπερβάλλουσα θνησιμότητα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι στην Ελλάδα ο μέσος όρος θανάτων την τριετία της πανδημίας είναι 138.056, αυξημένος κατά 16.570 θανάτους σε σχέση με την πενταετία 2015-2019, που ο μέσος όρος ήταν 121.486.
Αν λοιπόν εξαιρεθούν οι θάνατοι από κορωνοϊό, ο μέσος όρος της τελευταίας τριετίας είναι 126.487 θάνατοι, δηλαδή 5.001 περισσότεροι θάνατοι από τον μέσο όρο της τελευταίας προπανδημικής πενταετίας.
Εν πρώτοις, φαίνεται πως η non-covid υπερβάλλουσα θνησιμότητα έχει πλήξει και την Ελλάδα, όμως στην χώρα μας υπάρχει μία ιδιαιτερότητα, αφού οι θάνατοι ανά πενταετία παρουσιάζουν συνεχή άνοδο από το 1955 μέχρι σήμερα, με την αύξηση των μέσων όρων πενταετίας να είναι μεγαλύτερη των 3.000 θανάτων σε όλες τις μεταβολές.
Επομένως, η αύξηση που σημειώθηκε από το 2020 έως σήμερα σε σχέση με την πενταετία 2015-2019 κυμαίνεται σε αναμενόμενα επίπεδα, καταλήγουν οι συντάκτες της έκθεσης. Ακόμα και οι κατά έτος μεταβολές των θανάτων, και που αφορούν στους θανάτους εκτός κορωνοϊού, δεν διαφέρουν από περιπτώσεις παλαιότερων μεταβολών, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μεγάλης τάξεως, όπως για παράδειγμα το 2015 που οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 7.443 σε σχέση με το 2014 (+6,54%), αλλά και το 2013 που μειώθηκαν κατά 4.874 συγκριτικά με το 2012 (-4,18). «Οι μεταβολές αυτές πολλές φορές είναι τυχαίες, παρ’ όλα αυτά, δεν γνωρίζουμε πόση θα ήταν η αύξηση των θανάτων αν δεν υπήρχε ο κορωνοϊός, και τι ποσοστό αυτής της αύξησης οφείλεται (και αν οφείλεται) σε απότοκα της πανδημίας. Για το θέμα αυτό πρέπει να διενεργηθούν σχετικές έρευνες στην χώρα μας, γιατί τα στοιχεία επί του παρόντος είναι πολύ περιορισμένα για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα» αναφέρεται στη μελέτη.
Σε κάθε κρίση διασαλεύεται ο κοινωνικός ιστός, και αυτό αποτυπώνεται και στο ζήτημα των θανάτων, αφού πως και την περίοδο της οικονομικής κρίσης ο μέσος όρος των θανάτων αυξήθηκε, κατά 9.009 θανάτους την πενταετία 2015-2019 σε σχέση με εκείνη που προηγήθηκε. Για την Ελλάδα συγκεκριμένα, η χρονική αλληλουχία που έλαβαν χώρα τα γεγονότα της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας ήταν ακόμα πιο επώδυνη συγκριτικά με τα άλλα κράτη, διότι μετά την χειρότερη πενταετία σε θανάτους ακολούθησε η πανδημία που επέφερε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση. Η συνεχής αύξηση των θανάτων είναι ένα από τα μεγαλύτερα δεινά που μαστίζουν την Ελλάδα και ο βασικότερος λόγος αυτού αποτελεί η γήρανση του πληθυσμού, με την χώρα μας να είναι από τις πιο γερασμένες χώρες στον ανεπτυγμένο κόσμο. Είναι φυσικό πως όσο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, που στην Ελλάδα είναι πλέον περίπου στα 80 έτη από τα 65 που ήταν το 1955, τόσο θα αυξάνεται και ο πληθυσμός των ηλικιωμένων ατόμων. Επομένως, χρειάζεται ένα σύστημα υγείας, που μεταξύ άλλων να μπορεί να εξυπηρετεί αυτούς τους ανθρώπους και να διατηρεί σε ποιοτικά επίπεδα αυτά τα επιπλέον χρόνια που κερδήθηκαν.
Μέτρα αντιμετώπισης και πολιτικές υγείας
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ οι δύο πρωταρχικές αιτίες θανάτου παγκοσμίως είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο καρκίνος, οι οποίες σημειώνουν συνεχή αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτές οι δύο ασθένειες κατέχουν και στην χώρα μας τις δύο πρώτες θέσεις στις αιτίες θανάτου, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ και αφορούν το έτος 2020. Μάλιστα αν σε αυτές τις δύο που κατέχουν το 23,9% και 23,5% αντίστοιχα, προσθέσουμε και τους θανάτους από εγκεφαλικά επεισόδια (9,9%), εκ των οποίων μερικά έχουν ως αφετηρία την καρδιά, τότε αθροιστικά αυτές οι αιτίες αφορούν τους περισσότερους από τους μισούς θανάτους στην Ελλάδα.
Με αυτά ως δεδομένα γίνεται κατανοητό πως είναι επιτακτική ανάγκη η εφαρμογή νέων μέτρων πολιτικών υγείας, τα οποία πρέπει να εστιάσουν στην καταπολέμηση των κυριότερων αιτιών θανάτου. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να επιτευχθεί αυτό, όμως επί του παρόντος θα εστιάσουμε στο κομμάτι της πρόληψης, που είναι το πρωτεύον, και στο οποίο το κράτος πρέπει να έχει σημαντικό ρόλο, και αφού κλήθηκε να διαχειριστεί την πανδημία και την εκστρατεία εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού, θα πρέπει να επωμιστεί και το βάρος της αντιμετώπισης των προβλημάτων της μεταπανδημικής εποχής, κατά την οποία θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πανδημίας. Στα πλαίσια της ανάπτυξης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που έχει ξεκινήσει, θα πρέπει να τεθεί ως ένας εκ των πρωταρχικών στόχων η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση των πολιτών για την σημασία της πρόληψης, διότι αυτή η νοοτροπία λείπει στην χώρα μας και θα πρέπει να οικοδομηθεί, και το κράτος να συμβάλλει στην προτροπή για την διενέργεια εξετάσεων είτε με χρηματοδοτήσεις είτε με επιδοτήσεις. Ήδη έχουν θεσπιστεί εξετάσεις για ορισμένους τύπους καρκίνου, κάτι το οποίο προτείνεται να επεκταθεί και για άλλες μορφές, όπως και για τις καρδιολογικές ασθένειες, δηλαδή για τις δύο πρωταρχικές αιτίες θανάτου στην χώρα μας.
Μάλιστα, με δεδομένο πως τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι εν πολλοίς άγνωστα και αποτελούν μία ύπουλη ασθένεια για τους νέους, θα ήταν ωφέλιμο να θεσμοθετηθούν προγνωστικές καρδιολογικές εξετάσεις στα ανήλικα παιδιά, όπως συμβαίνει και με πολλά εμβόλια, οι οποίες θα επαναλαμβάνονται σε καθορισμένες ηλικίες. Έτσι, ασθένειες που δεν έχουν εκδηλωθεί θα εντοπίζονται σε πρώιμο στάδιο και θα αντιμετωπίζονται αναλόγως. Επίσης, χρήσιμη είναι η καθιέρωση εξετάσεων για το long-covid. Παρότι δεν υπάρχουν ακόμα εξειδικευμένες εξετάσεις γι’ αυτό το σύνδρομο, όταν κάποιος ασθενής νιώσει να διακατέχεται από τα συμπτώματα που μαρτυρούν την ύπαρξή του, όπως είναι η υπερβολική κόπωση, η δύσπνοια, η απώλεια όσφρησης, οι μυϊκοί πόνοι και οι πόνοι στις αρθρώσεις, τα προβλήματα με την μνήμη, οι διαταραχές ύπνου και η μειωμένη διάθεση, τα οποία επιμένουν για περισσότερες από 4 εβδομάδες μετά την νόσηση από κορωνοϊό, η επίσκεψη σε ιατρό κρίνεται αναγκαία και αυτός με την σειρά του θα μπορέσει να του χορηγήσει ένα πακέτο εξετάσεων που θα περιλαμβάνει πλήρη αιματολογικό έλεγχο, καρδιολογικές εξετάσεις, παλμική οξυμετρία, εξετάσεις θρόμβωσης, ακτινογραφία θώρακος κλπ, για να αξιολογηθεί η κατάστασή της υγείας του. Το έτερο μέρος που αφορά το long-covid έχει να κάνει με την αποκατάσταση ορισμένων ασθενών που τα συμπτώματα είναι βαρύτερα και θα χρειαστούν εξειδικευμένη αγωγή για την αντιμετώπιση της νόσου, όπως φυσικοθεραπεία, ψυχολογική υποστήριξη, ακόμα και νοσηλεία.
Τέλος, πολύ σημαντικό είναι να αντιμετωπιστεί ο φόβος των ανθρώπων για τις επισκέψεις τους στις μονάδες υγείας και τα νοσοκομεία. Με αυτό ως αφορμή θα μπορούσε αναπτυχθεί περισσότερο και η τηλεϊατρική, που σύμφωνα με τον ΠΟΥ είναι η παροχή ιατρικής περίθαλψης από όλους τους επαγγελματίες υγείας, χρησιμοποιώντας τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών για την ανταλλαγή έγκυρης πληροφορίας για την διάγνωση, αγωγή και πρόληψη ασθενειών, στις περιπτώσεις που η απόσταση είναι κρίσιμος παράγοντας. Έτσι, οι ιατροί στις περιπτώσεις που αυτό είναι εφικτό, μπορούν να διενεργούν την εξέταση και να δίνουν την γνωμάτευσή τους εξ αποστάσεως, όπως και ορισμένες εξετάσεις δύνανται να πραγματοποιούνται χωρίς την παρουσία του ασθενούς σε μονάδες υγείας, όπως μερικές δειγματοληπτικές, που ο εξεταζόμενος μπορεί να συλλέγει μόνος του το δείγμα και να φτάνει για ανάλυση είτε με μέριμνα του εξεταστικού κέντρου είτε ακόμα και ταχυδρομικώς.
*Συντάκτες της μελέτης είναι ο καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών και στη Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων, Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France, ο Δρ. Δημήτρης Μπατάκης, Πολυτεχνείο Κρήτης, Εργαστήριο Financial Engineering Μ.Sc. LSE International Health Policy, M.Sc. Health Economics and Management και ο Μανώλης Καρακώστας, M.Sc. Διοίκησης Επιχειρήσεων, Επαγγελματίας Υγείας – Ερευνητής.