Ο δολοφόνος, που έχει καταδικαστεί σε δις ισόβια και 6,5 χρόνια φυλάκιση από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καρδίτσας, κρίνεται ανάξιος να λάβει μερίδιο κληρονομιάς της γυναίκας του γιατί προέβη στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Η απόφαση, που ανοίγει τον δρόμο και για άλλες παρόμοιες υποθέσεις, όπως για το στυγερό έγκλημα στα Γλυκά Νερά, βασίζεται στη διάταξη του άρθρου 1860 αριθ. 1 ΑΚ που ορίζει ότι ανάξιος να κληρονομήσει είναι εκείνος που από πρόθεση θανάτωσε τον κληρονομούμενο, τα τέκνα, τους γονείς ή τη σύζυγό του.
Στην απόφαση, που αποτελεί δικαίωση και για την οικογένεια του θύματος, επισημαίνεται ότι την περιουσία της Κωνσταντίνας κληρονομεί ο γιος, του οποίου την αποκλειστική μέριμνα έχουν οι γονείς της άτυχης γυναίκας.
Η τραγωδία της 5ης Απριλίου
Από τη συλλογική μνήμη δεν μπορεί να φύγει η στιγμή κατά την οποία ο τραγικός πατέρας των δύο αδερφών ξέσπασε σε λυγμούς, νιώθοντας δικαιωμένος, όταν ήχησε η απαγγελία της ποινής, τον Ιούνιο του 2022, για τον δράστη της διπλής δολοφονίας: δις ισόβια και 6,5 χρόνια φυλάκιση.
Η απόφαση ήταν ομόφωνη και ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για τις δύο ανθρωποκτονίες, οι οποίες έγιναν με πλήρη καταλογισμό, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του περί ακαταλόγιστου λόγω ψυχικής διαταραχής.
«Δεν θυμάμαι τι έκανα. Εγώ πήγα για να δω το παιδί μου και με εμπόδισαν», είχε ισχυριστεί ο δράστης λίγο μετά τη σύλληψή του.
Τα πρώτα προβλήματα ζηλοτυπίας δεν άργησαν να εμφανιστούν. Τα σύννεφα άρχισαν να πυκνώνουν όταν οι καβγάδες του ζευγαριού έγιναν εντονότεροι και συχνότεροι, με την Κωνσταντίνα να οδηγείται στην απόφαση του χωρισμού και να μετακομίζει στους γονείς της.
Στο διάστημα που το ζευγάρι ακολουθούσε διαφορετική πορεία, το θύμα της συζυγοκτονίας είχε την υποστήριξη του αδερφού Γιώργου, ο οποίος μπήκε ανάμεσα στον δολοφόνο και την Κωνσταντίνα προκειμένου να την σώσει.
Το δράμα ξεκίνησε όταν ο δράστης πήγε στο σπίτι των πεθερικών του με σκοπό να προξενήσει κακό και έφυγε ανενόχλητος κρατώντας, μάλιστα, μαζί του το φονικό μαχαίρι.
Τελικά κατάφερε τον νοσηρό σκοπό του. Δολοφόνησε την 28χρονη και τον 30χρονο αδερφό της με λάμα 25 εκατοστών ενώ αποπειράθηκε να σκοτώσει και τη μητέρα των δύο άτυχων παιδιών, μπροστά στα μάτια της οποίας τελέστηκε το διπλό έγκλημα.
Ένα αγοράκι δυόμιση ετών, το παιδί της Κωνσταντίνας και του δράστη έμεινε ορφανό. Οι γονείς της μητέρας του μικρού, Αθανασία Μαργαριτέλη και Απόστολος Τσάπας, είχαν ζητήσει, με επιστολή στη δημοτική αρχή Βόλου, να αλλάξει το επίθετο του αγοριού, σε ένδειξη σεβασμού τόσο προς το παιδί όσο και προς την αποθανούσα.
Υπενθυμίζεται, δε, ότι στην οικία, τη στιγμή της δολοφονίας, βρισκόταν και ο μικρός, ο οποίος σώθηκε χάρη στον παππού του που πρόλαβε να τον φυγαδεύσει στον πάνω όροφο του σπιτιού.
Τα σπαρακτικά λόγια του πατέρα στη δίκη
«Περιμένω δικαίωση για το θάνατο της κόρης μου και του γιου μου. Ήθελε να μας σκοτώσει όλους. Άφησε τη γυναίκα μου να ζήσει για να του μεγαλώσει το παιδί. Το εγγονάκι μου είναι δικό μου παιδί, πλέον. Τον ρωτάω: “ποιον έχεις μπαμπά;” “Εσένα, παππού, μου απαντάει”. Κάποιες φορές ζητάει τη μητέρα του αλλά γνωρίζει ότι βρίσκεται ψηλά στον ουρανό μαζί με το θείο του. Πηγαίνει στα μνήματα, χαϊδεύει τις φωτογραφίες, τις φιλάει … “παππού, θέλω να παίξω τώρα κυνηγητό με τη μανούλα και παίζει κυνηγητό”», τα σπαρακτικά λόγια του πατέρα των άτυχων παιδιών που δολοφονήθηκαν με μαχαίρι.
Στη δικαστική αίθουσα οι μάρτυρες είχαν περιγράψει καρέ καρέ το χρονικό της φρίκης, όταν ο δράστης εισέβαλε στο σπίτι σκορπίζοντας το θάνατο.
Καταθέτοντας ο αστυνομικός που κλήθηκε στο σπίτι της οικογένειας και αντίκρισε τα δύο αδέρφια μαχαιρωμένα, είχε δηλώσει: «Το τραύμα ήταν τόσο βαθύ που είδα την καρδιά του Γιώργου. Προσπάθησα να τον σώσω πιέζοντας το τραύμα με ότι πανιά βρήκα αλλά η λίμνη αίματος δεν σταματούσε μέχρι που έγινε άσπρος σαν χαρτί και τελικά ξεψύχησε».
Ο κατηγορούμενος είχε προσπαθήσει να πείσει τους δικαστές πως δεν θυμόταν τι είχε γίνει την ημέρα εκείνη.«Δεν ήμουν ο εαυτός μου, ήμουν κάποιος άλλος. Δεν θυμάμαι τι έκανα».