Ιδιαίτερα σημαντική απόφαση έλαβε ο Αρειος Πάγος (ΑΠ) για υπόθεση παιδεραστίας σε οικογενειακό περιβάλλον με πολλά σκοτεινά σημεία την οποία είχε αποκαλύψει τον περασμένο Δεκέμβριο το Documento. Πρόκειται για απίστευτη υπόθεση με πρωταγωνιστές τον παππού δύο παιδιών, έναν φίλο του αλλά και τον ίδιο τους τον πατέρα, τον θείο και τη γιαγιά τους. Από το 2012 τα παιδιά φέρονται να βιάζονταν συστηματικά από τον ίδιο τους τον παππού και να υπέμεναν και ασελγείς πράξεις από τον πατέρα τους και έναν φίλο του παππού τους. Κι όλα αυτά με την ανοχή – αν όχι την υποστήριξη– της γιαγιάς και του θείου τους.
Ο Αρειος Πάγος έκανε δεκτή εισήγηση του αντεισαγγελέα Ιωάννη Προβατάρη να αναιρεθεί βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών το οποίο έπαυε την ποινική δίωξη σε βάρος πέντε προσώπων για την εμπλοκή τους στην υπόθεση. Το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε παραλείψεις και ασαφείς παραδοχές στο απαλλακτικό βούλευμα που εκδόθηκε. Πλέον η υπόθεση παραπέμπεται ξανά σε Συμβούλιο Πλημμελειοδικών προκειμένου να αποφανθεί εκ νέου, με τη μόνη διαφορά ότι δεν θα συμμετέχουν οι ίδιοι δικαστές που έλαβαν την απαλλακτική απόφαση.
Την υπόθεση παιδεραστίας είχε δημοσιοποιήσει το Documento τον Δεκέμβριο του 2019. Δύο παιδιά, ηλικίας εννιά και επτά ετών σήμερα, φέρονται σύμφωνα με τη δικογραφία να βιάζονταν συστηματικά από τον ίδιο τους τον παππού από το 2012 μέχρι το 2017 στο Αιγάλεω, το Μοναστηράκι, στη Γλυφάδα αλλά και στον Βόλο. Στις σελίδες της υπ’ αρ. 241/2020 απόφασης του Αρείου Πάγου περιγράφονται αναλυτικά όσα φέρονται να έχουν βιώσει τα δύο παιδιά.
Αθώες ψυχές είδαν τον ίδιο τους τον παππού να τις χρησιμοποιεί προκειμένου να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες του ορέξεις. Εκτός από τον παππού, πάντα σύμφωνα με τη δικογραφία, ασελγούσε σε βάρος τους ο ίδιος τους ο πατέρας καθώς και ένας φίλος του παππού. Ο τελευταίος μάλιστα είχε παραπεμφθεί σε δίκη για ασέλγεια στην ίδια του την κόρη. Στο αρρωστημένο οικογενειακό καρέ φέρονται να συμμετείχαν ο θείος αλλά και η γιαγιά των παιδιών, οι οποίοι πρόσφεραν στήριξη στους παραπάνω, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου. Το Documento είχε δημοσιοποιήσει και τις καταθέσεις των κακοποιημένων παιδιών που από τον Φεβρουάριο του 2018 βρίσκονται στα χέρια των δικαστών. Καταθέσεις ανατριχιαστικές, με περιγραφές αποτρόπαιων πράξεων που σοκάρουν και σίγουρα δεν συμβαδίζουν με μια θρησκευόμενη –όπως εμφανίζεται– οικογένεια.
Ανατροπή της υπόθεσης στον Αρειο Πάγο
Το Στ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου συνήλθε στις 21 Μαΐου 2019, συγκροτούμενο από την αντιπρόεδρο του ΑΠ Δήμητρα Κοκοτίνη και τους αρεοπαγίτες Αρτεμισία Παναγιώτου και Σταματική Μιχαλέτου. Αντικείμενο της συνεδρίασης ήταν η αίτηση του Ι. Προβατάρη κατά του υπ’ αρ. 1277/2019 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Το εν λόγω βούλευμα ουσιαστικά έπαυε την ποινική δίωξη σε βάρος των πέντε προσώπων, παρά την πρόταση του εισηγητή εισαγγελέα, η οποία ήταν κόλαφος για τους εμπλεκόμενους, ζητώντας την παραπομπή τους σε δίκη με κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος. Προηγουμένως είχε απορριφθεί αίτηση έφεσης κατά της απόφασης.
Οι κατηγορίες αφορούσαν κατά περίπτωση αποπλάνηση παιδιού κάτω των 12 ετών κατά συρροή και κατά εξακολούθηση, κατάχρηση ανηλίκου που δεν είχε συμπληρώσει το 14ο έτος σε ασέλγεια, πορνογραφία ανηλίκων και βιασμό κατ’ εξακολούθηση.
Στην υπ’ αρ. 19/2019 έκθεση αναίρεσης ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ι. Προβατάρης εξηγούσε αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους ζητεί την παραπομπή της υπόθεσης «για νέα εξέταση ενώπιον του ίδιου Δικαστικού Συμβουλίου, συντιθέμενου όμως από άλλους δικαστές» και όχι εκείνους που εξέδωσαν το απαλλακτικό βούλευμα: την πρόεδρο Πλημμελειοδικών Μαρία Χρυσού και τους πλημμελειοδίκες Ζωή Γκιόκα και Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο.
Πάλι στο δικαστικό συμβούλιο αλλά με άλλους δικαστές
Ο Αρειος Πάγος έκανε δεκτή την εισήγηση Προβατάρη και αναίρεσε εν μέρει το απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Αναλυτικά, η αναίρεση αφορά τον παππού, τον πατέρα και τον φίλο του παππού, ψάλτη σε εκκλησία στο κέντρο της Αθήνας, για όλες τις αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδονται. Το ίδιο ισχύει και για τη γιαγιά των παιδιών, επίσης για όλες τις πράξεις εκτός από αυτήν της πορνογραφίας ανηλίκων.
Επιπλέον με την υπ’ αρ. 241/2020 απόφασή του ο Αρειος Πάγος παραπέμπει την υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος ξανά στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με πρόεδρο αυτήν τη φορά τον δικαστή Χαράλαμπο Σεβαστίδη. Αλλωστε ο ΑΠ στην απόφασή του ορίζει ρητά ότι η σύνθεση του δικαστικού συμβουλίου θα αποτελείται από άλλους δικαστές και όχι από αυτούς που εξέδωσαν το απαλλακτικό βούλευμα. Με λίγα λόγια, το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε «ελλιπείς και ασαφείς παραδοχές» του απαλλακτικού βουλεύματος σχετικά με «τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη για τον σχηματισμό της απαλλακτικής κρίσης». Οτι δηλαδή το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δεν παραθέτει με «σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από το συγκεντρωθέν αποδεικτικό υλικό κατά την προκαταρκτική εξέταση και κύρια ανάκριση […] ώστε να δικαιολογείται η κρίση περί αμφιβολιών ως την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων για την παραπομπή τους στο ακροατήριο».
Οι παραλείψεις στην απαλλαγή
Ειδικότερα ο Αρειος Πάγος στέκεται στην κατάθεση μιας γυναίκας αλβανικής καταγωγής η οποία χαρακτηριζόταν «κομβικής σημασίας» στην αίτηση αναίρεσης του Ι. Προβατάρη. Η κυρία είχε εντοπιστεί από τον παππού των παιδιών σε νεαρή ηλικία (δέκα ετών) να κοιμάται σε παγκάκια. Ο παππούς την πήρε σπίτι και τη μεγάλωσε. Η ίδια κάποια στιγμή φέρεται να κατήγγειλε στη μητέρα των δύο παιδιών ότι όσο βρισκόταν φιλοξενούμενη υπέστη σεξουαλική κακοποίηση και ασελγείς πράξεις. Μάλιστα όταν ενηλικιώθηκε έφυγε από το σπίτι και έκοψε κάθε δεσμό με την οικογένεια. Η γυναίκα φέρεται να είπε επίσης στη μητέρα ότι ο λόγος που της αποκάλυπτε όλα αυτά ήταν προκειμένου να προστατέψει τα παιδιά της. Ωστόσο με μεταγενέστερη κατάθεση τον Φεβρουάριο του 2018 στην 11η ανακρίτρια η ίδια γυναίκα αρνήθηκε ότι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά στο σπίτι της οικογένειας.
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, το δικαστικό συμβούλιο δεν αναφέρει γιατί δεν πείστηκε από τις καταθέσεις της μητέρας και της θείας των παιδιών αλλά πείστηκε από τις αντίθετες καταθέσεις. Οπως επίσης το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών «ουδόλως διευκρινίζει την πλήρη αποξένωση της γυναίκας από την Αλβανία από τον παππού και την υπόλοιπη οικογένεια». Αρκέστηκε, όπως αναφέρεται, στα όσα υποστήριξε η νεαρή γυναίκα περί διαφωνιών σε θέματα θρησκευτικού, κοινωνικού και πολιτικού επιπέδου.
Ωστόσο κατά τον Αρειο Πάγο οι επικαλούμενες διαφωνίες «θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν μια αποστασιοποίηση και απομάκρυνση όπως συμβαίνει ακόμη και μεταξύ γονέων και γνήσιων τέκνων αλλά όχι και πλήρη αποξένωση και μάλιστα από πρόσωπα που την είχαν ευεργετήσει». Επιπλέον ο ΑΠ στέκεται στο γεγονός ότι η συνάντηση της γυναίκας από την Αλβανία με τη μητέρα των παιδιών έγινε με δική της πρωτοβουλία και αφού προηγουμένως είχε ενημερωθεί για το διαζύγιο της μητέρας με τον πατέρα των παιδιών.
Οι ιατροδικαστικές εκθέσεις
Ενα ακόμη σημείο στο οποίο στέκεται ο Αρειος Πάγος είναι οι ιατροδικαστικές εκθέσεις στα δύο παιδιά καθώς και η τεχνική έκθεση του ιατροδικαστή Φίλιππου Κουτσαύτη. Σύμφωνα με τον ΑΠ, το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκαν παλαιές ή νέες κακώσεις στα παιδιά, ώστε να αποδεικνύεται η κακοποίησή τους, δεν σημαίνει ότι δεν τελέστηκαν άλλες ασελγείς πράξεις τις οποίες τα δύο παιδιά έχουν περιγράψει ενώπιον της ανακρίτριας. Δηλαδή «…εκσπερματώσεις, προστριβές ψαύσεων, θωπείες και παρόμοιας βαρύτητας γενετήσιες πράξεις, όπως όλες αυτές που αποδόθηκαν στους κατηγορούμενους με τα κατηγορητήρια».
Ακόμη, σύμφωνα με τον Αρειο Πάγο, στα κατηγορητήρια αλλά και στις καταθέσεις των παιδιών δεν περιγράφονται «κακοποίηση και κακομεταχείριση στις περιοχές των γεννητικών οργάνων, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν εμφανή κατάλοιπα τέτοιας έκτασης και μορφής» ώστε να διαπιστωθούν στα σώματα των παιδιών. Πολλώ δε μάλλον που η εξέταση των παιδιών έγινε αρκετά μετά τον χρόνο που φέρονται να έγιναν οι καταγγελλόμενες πράξεις.
Παραλείψεις στην πραγματογνωμοσύνη του ψυχιάτρου
Στην ίδια απόφαση ο Άρειος Πάγος στέκεται και στην πραγματογνωμοσύνη που διενήργησε ο ψυχίατρος τόσο στον γιατρό των παιδιών όσο και στον πατέρα. Σύμφωνα με αυτήν οι πιθανότητες τέλεσης αξιόποινων πράξεων από την πλευρά του πατέρα κρίθηκαν «ιδιαίτερα χαμηλές». Ο ίδιος πραγματογνώμονας είχε διαπιστώσει όμως «ναρκισσιστικά και αντικοινωνικά στοιχεία» στον παππού των παιδιών. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των παιδιών και τη διαβίωση του πατέρα σε συντηρητικό περιβάλλον, τον παρουσιάζει να έχει αντιφατική συμπεριφορά.
Πότε δηλαδή να έρχεται σε σύγκρουση με τον πατέρα του για τρόπο συμπεριφοράς στα παιδιά του και πότε να τα κακοποιεί σεξουαλικά ο ίδιος. Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών «παρέλειψε να ερευνήσει τη συμπεριφορά του» καθώς «διαγιγνώσκεται η ανοχή του και η άφεση απροστάτευτων των τέκνων του έναντι του πατέρα του». Επίσης ο ΑΠ στέκεται και στο πορνογραφικό υλικό με ανήλικα που βρέθηκε στο κινητό του παππού έπειτα από έλεγχο της ΕΛΑΣ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δέχθηκε ότι πρόκειται για υλικό που είχε αποθηκευτεί στο κινητό έπειτα από περιήγηση σε ιστοσελίδες πορνογραφικού υλικού ενηλίκων.
Όμως, όπως επισημαίνει ο Άρειος Πάγος, το συμβούλιο παρέλειψε να αξιολογήσει το αποθηκευμένο υλικό και τις περιηγήσεις του παππού, με δεδομένο ότι ο παππούς «είναι πρόσωπο μεγάλης ηλικίας, θρησκευόμενο και κατά τους ισχυρισμούς του με προβλήματα στυτικής δυσλειτουργίας».