«Την Πέμπτη προσγειώνεται μια από τις πιο μισητές γυναίκες στην Ελλάδα: η Άνγκελα Μέρκελ» γράφει η Bild, σε άρθρο το οποίο τιτλοφορεί «Η χρεοκοπία των Ελλήνων κόστισε στην Ευρώπη 600 δις».
Σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα «η γερμανίδα καγκελάριος εξακολουθεί να βρίσκεται στην τρίτη θέση στη λίστα των μισητών Γερμανών μετά τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Μια τέτοια σύγκριση είναι φυσιολογική στην Αθήνα: Εικόνες της Μέρκελ και του Σόιμπλε κυκλοφορούν εδώ για χρόνια με γένια του Χίτλερ, περιβραχιόνια με σβάστικα, σε τανκς ή ως φρουροί των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η Μέρκελ θέλει να κλείσει αυτό το κεφάλαιο: Σήμερα και την Παρασκευή σκοπεύει να αποχαιρετήσει τις κρίσεις της – τη δημοσιονομική και την προσφυγική. Και οι δύο προέρχονται από εδώ – από την Ελλάδα».
Υπενθυμίζεται ότι η υπηρεσιακή -πλέον- καγκελάριος αναμένεται σήμερα το βράδυ στην Αθήνα, σε μια από τις τελευταίες θεσμικές επισκέψεις της ως επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αποδεχόμενη την πρόσκληση του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη να επισκεφτεί την Ελλάδα, στο περιθώριο της Συνόδου ΕΕ-Δυτικών Βαλκανίων, στη Σλοβενία.
Ρόλος διαμεσολαβητή
Για την Καγκελαρία, «το ταξίδι στην Ελλάδα είναι σημαντική ένδειξη της στενής συνεργασίας των δύο χωρών», σε μια εποχή μετάβασης της Γερμανίας, παρότι το Βερολίνο προσδοκά στη συνέχιση του διαμεσολαβητικού του ρόλου, ιδίως στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, και στην «εποχή Σόλτς».
Η ίδια, άλλωστε, η Γερμανίδα Καγκελάριος δήλωσε πως θα «κοιμάται ήσυχη» παραδίδοντας τη σκυτάλη στον Όλαφ Σολτς και σε ένα συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), των Πρασίνων και των Φιλελεύθερων (FDP) παρά τις «διαφορετικές πολιτικές», εφόσον ευοδωθούν οι διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Μέχρι τότε, Ελλάδα και Γερμανία «έχουν στο πλαίσιο της ΕΕ πολλά κοινά ζητήματα και συμφέροντα», είχε επισημάνει με αφορμή την επισημοποίηση του ταξιδιού η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Ουλρίκε Ντέμερ, περιγράφοντας ως πεδία σύγκλισης μεταξύ των δύο χωρών τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, τη δημόσια υγεία, τη μετανάστευση.
Με πληροφορίες από Deutsche Welle