Το ημερολόγιο γράφει 17 Σεπτεμβρίου 1999. Άλλη μία συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών ολοκληρώνεται και η πλειοψηφία επενδυτών (μεγάλων και μικρών) δεν προλαβαίνει να υπολογίσει τα κέρδη της ημέρας. Ο Γενικός Δείκτης κλείνει στις 6.355,04 μονάδες ενώ ενδοσυνεδριακά είχε καταγράψει το ιστορικό ρεκόρ των 6.484,30 μονάδων.
Από την επόμενη μέρα κιόλας το κλίμα θα αλλάξει μονομιάς και οι τιμές των μετοχών θα ξεκινήσουν μια ελεύθερη πτώση, οδηγώντας στην πιο βίαιη χρηματιστηριακή προσαρμογή που είχε γνωρίσει ο τόπος. Χιλιάδες «παίκτες» που δεν αντιλαμβάνονται πως αυτό που συμβαίνει δεν είναι κάτι παροδικό, «εγκλωβίζονται» θεωρώντας πως σύντομα θα καλύψουν την -πρόσκαιρη όπως νομίζουν- χασούρα. Θα αποδειχτεί τελικά πως κάνουν λάθος, ενώ τα γεγονότα που θα συμβούν το διάστημα που ακολουθεί θα μείνουν στη συλλογική μνήμη ως το «Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου».
Άλλη εποχή
Τα 20 χρόνια που μας χωρίζουν από εκείνη την εποχή είναι παράγοντας που εμποδίζει την κατανόηση του εύρους αυτού του φαινομένου σε κάποιον που το παρατηρεί από απόσταση. Χωρίς να έχει βιώσει και νιώσει τον σφυγμό και τον ρυθμό εκείνου του καιρού. Σήμερα εύκολα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς «και τι δουλειά είχαν τόσες χιλιάδες Έλληνες να «τζογάρουν» στις μετοχές;» και θα είχε δίκιο. Για το 1999, όμως, ήταν μια απολύτως φυσιολογική δραστηριότητα.
Φανταστείτε μια χώρα που βρισκόταν ακριβώς στο αντίθετο σημείο από αυτό που είναι σήμερα. Δίχως πληγωμένη αξιοπιστία, χωρίς spreads στον Θεό, με θετικές αξιολογήσεις από διάφορους οίκους, οικονομικά στοιχεία που μαρτυρούσαν ευημερία, σε διαδικασία εισόδου στον σκληρό πυρήνα της ΟΝΕ, έτοιμη να αναλάβει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν μια χώρα που ξεχείλιζε από αισιοδοξία, όπως και οι πολίτες της.
Μέσα σε αυτό το κλίμα φτάνει και στα… μέρη μας η σύγχρονη χρηματιστηριακή λογική που ίσχυε ήδη στις πιο μεγάλες αγορές του κόσμου. Μαθαίνουν και οι Έλληνες, δηλαδή, την τακτική της αγοραπωλησίας μετοχών προς επίτευξη βραχυπρόθεσμου κέρδους. Η νέα γενιά επενδυτών δεν δίνει δεκάρα για το μέρισμα που τυχόν θα διανείμει κάθε εταιρεία στο τέλος της χρήσης. Επιδιώκει γρήγορα και εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Όταν, λοιπόν, τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη όντως οδηγούν σε μεγαλύτερη κινητικότητα και ο επιχειρηματικός κόσμος ζει μέρες δόξας, το Χρηματιστήριο αρχίζει να γίνεται πιο ελκυστικό (σε μια εποχή που τα τραπεζικά επιτόκια πέφτουν) και να μαγνητίζει ανθρώπους που κανονικά ούτε απ’ έξω δεν θα έπρεπε να περνούν.
ΑΕΛΔΕ
Το αυξανόμενο ενδιαφέρον οδηγεί σε αλλαγές. Με την ίδια ευκολία που τα προηγούμενα χρόνια ένα επιτυχημένο franchise κατακλύζει κάθε γειτονιά, αρχίζει να ξεφυτρώνει ένα νέο είδος μπίζνας. Αντί για κάποιο Mikel, Everest ή Nanοu, ανοίγουν ΑΕΛΔΕ. Ανώνυμες Εταιρείες Λήψης και Διαβίβασης Εντολών. Είναι τα γραφεία που αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν ζητήματα «λιανικής χρηματιστηριακής» δραστηριότητας. Καθώς ο καιρός περνά και οι μετοχές των εισηγμένων εταιρειών ανεβαίνουν διαρκώς, ολοένα και περισσότεροι Έλληνες αποφασίζουν να ασχοληθούν με το νέο… σπορ. Έτσι, αναγκαστικά, η αγορά προσπαθεί να καλύψει την ζήτηση.
Οι υπάρχουσες ΑΕΛΔΕ, οι περισσότερες στελεχωμένες από οικονομολόγους που γνωρίζουν το αντικείμενο, δεν επαρκούν. Οπότε ανοίγουν κι άλλες. Όσο μεγαλώνει ο αριθμός των «επενδυτών» και των «ειδικών» που τους εξυπηρετούν, τόσο πέφτει και το επίπεδο (και των δύο). Πρώτα στον χορό μπαίνουν τα πιο «συναφή» επαγγέλματα των λογιστών και των ασφαλιστών. Μετά από κάποιο διάστημα, δεν απαιτείται καν (έστω για τους τύπους) να έχεις κάποιο σχετικό πτυχίο ή προϋπηρεσία. Εκείνοι που ήταν πρόθυμοι να ακολουθήσουν έναν «γκουρού» που θα τους κάνει πλούσιους είναι τόσοι πολλοί και τόσο άπληστοι που στο κυνήγι του κέρδους δεν έχουν καιρό για χάσιμο σε ελέγχους και τσεκ του βιογραφικού τους. Πολλές φορές νιώθουν πως δεν χρειάζονται καν έναν ειδικό για να τους συμβουλεύσει. Τα λόγια ενός ξαδέρφου ή του μπατζανάκη που «κονόμησε» στα αυτιά τους είναι σπουδαιότερα και από αυτά κατόχου Νόμπελ Οικονομίας.
Τερατώδης άνοδος
Ο ελληνικός επιχειρηματικός κόσμος δεν αργεί να ακολουθήσει την τακτική των ξένων κεφαλαίων που αντιλαμβανόμενα τα τεράστια περιθώρια κέρδους, επενδύουν στην Αθήνα. Αυτά τα χρήματα δημιουργούν νέα άνοδο, δηλαδή νέα κέρδη, άρα νέες επενδύσεις κι συντηρούν έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο που διατηρεί σχεδόν τους πάντες κερδισμένους και χαμογελαστούς.
Αντιλαμβανόμενες την νέα τεράστια πηγή άντλησης κεφαλαίων οι επιχειρήσεις τρίβουν τα χέρια τους. Δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα για να προσελκύσουν χρηματοδότες. Πηγαίνουν οι ίδιοι οι «πελάτες» να ενισχύσουν την ρευστότητά τους μέσω της αγοράς μετοχών. Ο κόσμος για αυτούς δεν υπήρξε ποτέ καλύτερο μέρος. Τα εύκολα λεφτά δημιουργούν φούσκες παντού, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αντιληφθεί η πλειοψηφία όσων ασχολούνται πια με το Χρηματιστήριο. Όταν, λοιπόν, τα ξένα κεφάλαια εξαντλούν τα περιθώρια κερδοφορίας τους σε Νέα Υόρκη ή Φρανκφούρτη, στρέφονται στις περιφερειακές (και πιο ευάλωτες αγορές) γνωρίζοντας εκ προοιμίου τι θα συμβεί. Σε αντίθεση με τον μέσο Έλληνα που από την καφετέρια ή την παραλία –διαβάζοντας Φως των Σπορ και παράλληλα τις σομόν σελίδες των πολιτικών εφημερίδων- ζούσε τον μύθο του φωνάζοντας «πούλα» ή «αγόρασε» στο τηλέφωνο, μιλώντας με τον «χρηματιστή» του.
Και γιατί να μην το έκανε άλλωστε; Για να λάβουμε μία τάξη μεγέθους, ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε την εκτόξευση της τιμής κάποιων μετοχών εκείνη την περίοδο. Η μετοχή της «Ερμής Ακινήτων» ανέβηκε 7.868%, της «Σιγάλας» 5.437%, της «Τασόγλου» 4.532%. Ποιος χρειαζόταν οποιαδήποτε γνώση βασικών οικονομικών όρων ή λειτουργιών όταν τα λεφτά έρχονταν τόσο απλά; Σε έναν «κανονικό» κόσμο ανάλογα κεφάλαια που θα εισέρρεαν σε τόσο μικρό διάστημα θα έπρεπε να είχαν δώσει τη δυνατότητα ακόμη και σε… περίπτερα να μετατραπούν σε Mall. Κάτι που βέβαια δεν συνέβη στην Ελλάδα.
Η στάση των πολιτικών
Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το μεγάλο «κραχ» του Σεπτέμβρη, πολλοί έβαλαν στο κάδρο των ευθυνών την πολιτική ηγεσία του τόπου. Σίγουρα όχι άδικα, αλλά πάντως ο βαθμός της εμπλοκής τους δεν θα μπορούσε να είναι αυτός που τους αποδίδεται. Προφανώς και η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση προς όφελός της. Φυσικά και υπήρξαν δηλώσεις υπουργών -και όχι μόνο- που απέδωσαν την πρωτοφανή άνθιση σε δικές τους ενέργειες, ακόμη κι αν αυτές εξαντλούνταν σε κενές περιεχομένου (όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε) «κορώνες» περί θωράκισης της ελληνικής οικονομίας.
Στην πραγματικότητα, όμως, (και αυτό δεν είναι τίποτα παραπάνω από την προσωπική εκτίμηση του γράφοντος) ο ρόλος τους στο «σκάνδαλο» ήταν διαφορετικός από αυτόν που νομίζουμε. Αναφερόμενοι στα γεγονότα εκείνων των ημερών, συχνά έχουμε στο μυαλό μας έναν σκοτεινό νου που υπό τις ευλογίες του κράτους και των λειτουργών του, κατέστρωσε ένα κεντρικά κατευθυνόμενο σχέδιο με σκοπό την αναδιανομή του πλούτου στην Ελλάδα.
Σίγουρα υπήρξαν περιπτώσεις ανθρώπων που θησαύρισαν χάρη στην εσωτερική πληροφόρηση ή λόγω των διασυνδέσεών τους με τον πολιτικό κόσμο. Προφανώς και αποκόμισαν τεράστια κέρδη. Τέτοιο πλάνο όμως δεν φαίνεται να υπήρξε εξ αρχής. Διότι δεν χρειάστηκε να υλοποιηθεί, ακόμη κι αν κάποιος το είχε καταστρώσει. Για τα ξένα κεφάλαια και τα funds του εξωτερικού αυτό που συνέβαινε στον τόπο μας έμοιαζε πολύ με πρωτοχρονιάτικο τραπέζι πόκερ (για το καλό, στο σπίτι) στο οποίο ξαφνικά συμμετέχουν επαγγελματίες παίκτες. Αργά ή γρήγορα ο επαγγελματίας θα μαζέψει όλο το χαρτί και θα φύγει. Χωρίς φυσικά να χρειαστεί καν να μπει στον κόπο να κλέψει. Είναι τέτοια η διαφορά του από τους υπόλοιπους που ξέρει ότι νομοτελειακά αυτό θα συμβεί, χωρίς να έχει την αβάντα κανενός. Απλά χάρη στην γνώση του για τους κανόνες του παιχνιδιού.
Αν κάποιος ωστόσο θέλει να αποδώσει πολιτικές ευθύνες για εκείνη την αμαρτωλή περίοδο, μπορεί εύκολα να το κάνει. Αρκεί να στοχεύσει σωστά. Η πραγματική ευθύνη που πέφτει στους ώμους της κυβέρνησης σχετίζεται με την απουσία ουσιαστικών ελέγχων, την περιθωριοποίηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, το ανύπαρκτο θεσμικό πλαίσιο, την μη δημιουργία εποπτικών μηχανισμών, την χάλκευση των οικονομικών στοιχείων ή τον τρόπο με τον οποίο εξεταζόταν κατά περίπτωση η αίτηση εισόδου μιας εταιρείας στο Χρηματιστήριο. Εκεί όπου η γνωριμία και το «κονέ» με κάποιο στέλεχος φαίνεται πως έκανε τις πόρτες να ανοίγουν πιο εύκολα κι έδινε την δυνατότητα στους «ημέτερους» επιχειρηματίες να βρουν φτηνό χρήμα για να χρηματοδοτήσουν τα προσωπικά όνειρα τους.
Πάλι οι Αμερικανοί «φταίνε»
Στην πραγματικότητα το «σκάνδαλο» του 1999 έχει τις ρίζες του σε γεγονότα που είχαν συμβεί σε όλη τη διάρκεια της προηγούμενης 20ετίας στις ΗΠΑ. Ο Dow Jones είχε σημειώσει άνοδο πάνω από 1.200% εκείνο το διάστημα, την στιγμή που είχε μείνει ουσιαστικά αμετάβλητος για 20 χρόνια πριν την δεκαετία του ’80! Στα ‘90’s δημιουργήθηκε η μόδα της υψηλής τεχνολογίας που συνέπεσε με την πλήρη απελευθέρωση των αγορών. Η νέα γενιά επενδυτών βρήκε τρόπους αύξησης κερδών μέσα από τις αξίες που διαπραγματεύονταν καθημερινά στα χρηματιστήρια.
Η χαλάρωση στα εμπόδια διακίνησης κεφαλαίων με την παγκοσμιοποίηση των αγορών έδωσε στους κατόχους «πακέτων» το περιβάλλον που χρειάζονταν για να κάνουν αυτό που συμβαίνει πάντα μέσα στον καπιταλισμό. Να μετακυλήσουν τον κίνδυνο επερχόμενων απωλειών σε τρίτους. Όταν, λοιπόν, στις ΗΠΑ αντιλήφθηκαν ότι η «φούσκα» ήταν θέμα χρόνου να σκάσει, μετέφεραν τις μπίζνες τους αλλού. Και συνέχισαν να το κάνουν από χώρα σε χώρα και από χρηματιστήριο σε χρηματιστήριο, αδιαφορώντας για το πώς αυτό θα αντιδρούσε στους βέβαιους κλυδωνισμούς που θα έρχονταν όταν εκείνοι θα απέσυραν τα κεφάλαιά τους. Την στιγμή που τέτοια μεγέθη άρχισαν να φεύγουν, το μέλλον του ΧΑΑ ήταν δεδομένο. Η άμαθη αγορά, οι ερασιτέχνες τζογαδόροι και οι μαθητευόμενοι μάγοι-χρηματιστές απάντησαν σπασμωδικά, ο πανικός έγινε ο νέος σύντροφός τους και το τέλος ήταν πλέον γεγονός.
Όπως συμβαίνει και με πολλά άλλα πράγματα, η Ελλάδα αποδείχθηκε μια ανοχύρωτη στον κίνδυνο πολιτεία. Παντελώς ανίκανη και εντελώς απροετοίμαστη για αυτό που ερχόταν. Έτσι, η συντριπτική πλειοψηφία των εταιρειών που ήταν εισηγμένες εκείνη την περίοδο δεν κατάφερε να χρησιμοποιήσει τα χρήματα για την μεγέθυνση και την ισχυροποίησή τους. Και -ανάλογα- η συντριπτική πλειοψηφία των μικροεπενδυτών δεν μπόρεσε να κρατήσει ούτε ένα μέρος καν των χρημάτων (έστω και σε άυλη μορφή) που πέρασε από τα χέρια τους.
Σαν την μαϊμού που αρνείται να αφήσει την μπανάνα κι έτσι μένει για πάντα πιασμένη στην παγίδα, μια ολόκληρη γενιά έμεινε εγκλωβισμένη με την προσδοκία ότι αργά η γρήγορα ο κόσμος (και τα λεφτά) θα επέστρεφαν στις τσέπες της. Στο μεταξύ, όμως, τα λεφτά είχαν μπει σε άλλες τσέπες και είχαν μετακομίσει σε άλλες πολιτείες, με την βεβαιότητα πως θα έβρισκαν αλλού πρόθυμα κορόιδα.