Σε δημοσίευμά του ο βρετανικός Guardian αναδεικνύει τις ακραίες και δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στην τουριστική βιομηχανία στην Ελλάδα.
Στην ανταπόκρισή του, το μέσο αναφέρει ότι, «η Ελλάδα βασίζεται στην τουριστική της βιομηχανία. Ωστόσο, οι έντονοι καύσωνες, που προκάλεσαν πυργκαγιές σε ολόκληρη τη χώρα, κάνουν τη ζωή ανυπόφορη για χιλιάδες υπαλλήλους που πρέπει να εργαστούν σε εξωτερικούς χώρους. Μερικοί από αυτούς χάνουν τη ζωή τους».
Ο Ιούλιος που μάς πέρασε ήταν ο πιο ζεστός μήνας που έχει καταγραφεί ποτέ, ενώ ήρθε μετά από τον επίσης πιο καυτό Ιούνιο που έχει καταγραφεί. Από τη Μαδρίτη μέχρι την Ελλάδα, οι θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια ενός δεκαπενθήμερου καύσωνα κυμάνθηκαν από 35 έως 48 βαθμούς Κελσίου. Όπως συμφωνούν ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός αλλά και πλήθος επιστημόνων του περιβάλλοντος, η κλιματική αλλαγή έφερε μαζί της τη νέα, σκληρή πραγματικότητα των ακραίων καιρικών συνθηκών, όπως αυτές που αντιμετωπίσαμε τον Ιούλιο. Δυστυχώς, όπως επισημαίνουν, δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει περάσει, αλλά για μία πρόγευση για τα χειρότερα που έπονται.
Το βρετανικό μέσο παρουσιάζει, στο άρθρο του, τις δυσβάσταχτες συνθήκες υπό τις οποίες κλήθηκαν να δουλέψουν χιλιάδες εργαζόμενοι στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά. Ο Guardian υπενθυμίζει ότι, στις 11 Ιουλίου, η ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε έκτακτα μέτρα, όπως το κλείσιμο μεγάλων τουριστικών χώρων, και οδηγίες προς τους εργοδότες, τους εργαζόμενους και τους πολίτες να μένουν σε εσωτερικούς χώρους και να αποφεύγουν τις εξωτερικές δουλειές και τις βαριές χειρωνακτικές εργασίες.
«Εάν έμενα στο σπίτι θα έπρεπε να πουλήσω το σκάφος»
Όπως επισημαίνει, αυτό δεν αποτελεί επιλογή, ωστόσο, για 900.000 περίπου Έλληνες που βασίζονται στην εποχική εργασία στην τουριστική βιομηχανία. Ένας από αυτούς είναι και ο Ανδρέας Μάλλης, που πραγματοποιεί τουριστικές εκδρομές με σκάφος στη Μήλο. Ο ίδιος εξήγησε στο μέσο ότι, την πιο ζεστή ημέρα του χρόνου, κλήθηκε να εργαστεί καθώς εννέα τουρίστες είχαν πληρώσει για μια περιήγηση στις παραλίες του νησιού και ένα μπάρμπεκιου. «Όταν γυρίζω σπίτι, είναι περασμένα μεσάνυχτα. Είναι τέτοια η ζέστη που δεν έχω την ενέργεια να κάνω τίποτα. Απλώς πηγαίνω στην εκκλησία, τρώω λίγο και κοιμάμαι. Όμως δε θα σκεφτόμουν ποτέ να μείνω στο σπίτι γιατί εάν το έκανα, θα έπρεπε να πουλήσω το σκάφος», είπε.
Νέα ανισότητα
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, «η θερμική κρίση έφερε μαζί της μια νέα ανισότητα. Οι άνθρωποι που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους σε αφόρητες συνθήκες επιλέγουν μεταξύ του βιοπορισμού και της φυσικής τους επιβίωσης. Στην κορύφωση του καύσωνα στις 20 Ιουλίου, ένας 46χρονος άνδρας που παρέδιδε φαγητό με ποδήλατο πέθανε από θερμοπληξία στην Εύβοια. Το περασμένο καλοκαίρι, περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη πέθαναν από ασθένειες που σχετίζονται με τη ζέστη».
Στον Guardian μίλησε και η νοσηλεύτρια στο Κουλούρειο Νοσοκομείο στην Ύδρα, Ρουσέβα Ζορμίτσε. Η ίδια εργάζεται εκεί εδώ και 22 χρόνια. Η Ύδρα είναι ένα από τα πιο ζεστά νησιά της χώρας ενώ αποτελεί αγαπημένο προορισμό για τους μποέμ Βρετανούς τουρίστες από τη δεκαετία του 1960. Όπως ανέφερε η ίδια, μέσα σε μία μόνο ημέρα, την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου, έκανε εισαγωγή σε τρία άτομα με συμπτώματα θερμοπληξίας.
«Έρχονται με συμπτώματα όπως ζάλη, πονοκέφαλο, έμετο. Κυρίως άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από τον ήλιο όλη μέρα», λέει. «Η ζέστη είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για άτομα που λαμβάνουν φάρμακα για να μειώσουν την αρτηριακή τους πίεση, επειδή αυτά τα φάρμακα είναι διουρητικά. Συνήθως είναι τουρίστες – οι Έλληνες ξέρουν τι να κάνουν στη ζέστη», συμπληρώνει και προσθέτει όμως ότι ακόμα και οι πιο σκληραγωγημένοι Έλληνες, αν εργάζονται στον τουρισμό, είναι ευάλωτοι.
«Στον ιδιωτικό τομέα κανείς δεν προστατεύεται»
«Ιδιαίτερα οι σουβλατζήδες , που στέκονται μπροστά σε αυτή τη ζέστη για να ψήνουν όλη μέρα. Επίσης, οι άνθρωποι που εργάζονται στην παραλία. Τι μπορούν να κάνουν; Η κυβέρνηση έχει νόμο για να εμποδίζει τις εργασίες έξω όταν έχει πολύ ζέστη. Αλλά χρειάζονται τα χρήματα. Αν εργάζεσαι στον ιδιωτικό τομέα, κανείς δεν προστατεύεται. Αυτή είναι η αλήθεια», τονίζει.
Μπορεί οι υπάλληλοι σε beach bar και ξαπλώστρες, όταν προσεγγίζονται από τους εργοδότες τους, να ισχυρίζονται ότι, παρότι ο καιρός είναι πιο ζεστός από το συνηθισμένο παραμένει ανεκτός με αρκετό νερό και σκιά, ωστόσο, 43χρονος σερβιτόρος σε πολυτελή παραλία – θέρετρο με θέα την Πελοπόννησο, συμφώνησε να είναι ειλικρινής, υπό τον όρο της ανωνυμίας.
«Δυστυχώς, πρέπει να δουλέψετε»
«Έχω ακόμα πονοκεφάλους και κράμπες στο στομάχι – συμπτώματα θερμοπληξίας. Την περασμένη εβδομάδα ήταν κόλαση. Πληρωνόμαστε 5 € την ώρα, δουλεύουμε 11 ή 12 ώρες την ημέρα και δεν έχουμε ρεπό. Αρρώστησα την περασμένη εβδομάδα από τον ήλιο. Έπαθα θερμοπληξία, το ίδιο και ο συνάδελφός μου στην άλλη άκρη της παραλίας. Ο ιδιοκτήτης ήρθε και μας έφερε μερικά Gatorade και είπε, “δυστυχώς, πρέπει να δουλέψετε”», εξομολογείται.
Στη Μήλο, σε δημοφιλές σουβλατζίδικο του νησιού εργάζεται ο 42χρονος Αιγύπτιος σεφ, Ιχάμπ. Ο ίδιος επέλεξε να δουλέψει στο συγκεκριμένο νησί για έκτη καλοκαιρινή σεζόν. Υπό συνθήκες ακραίας ζέστης, με το θερμόμετρο να αγγίζει τους 36 βαθμούς Κελσίου στις 18:30 το απόγευμα, ο ίδιος εξηγεί ότι, η ζέστη από τις φλόγες στο μαγαζί ανεβάζει τη θερμοκρασία κατά 10 βαθμούς. Δεν υπάρχει κλιματισμός μέσα.
«Είμαι εδώ έξι μήνες και δεν παίρνω ούτε μια μέρα άδεια. Αυτή είναι η τουριστική περίοδος στην Ελλάδα – δεν σε αφήνει να ξεκουραστείς. Δουλεύω 13 ώρες την ημέρα. Δεν έχω φάει από το πρωί. Μόνο χυμό, νερό και καφέ. Δεν υπάρχουν οι εργαζόμενοι που απαιτούνται. Ένα τέτοιο κατάστημα χρειάζεται τρία ή τέσσερα άτομα. Είμαστε μόνο δύο», εξηγεί, και συστήνει την κολλητή του από το Μπαγκλαντές, που φοράει ένα μπλουζάκι βρεγμένο από τον ιδρώτα. «Δεν είμαι πια χαρούμενος εδώ», υπογραμμίζει ο Ιχάμπ. «Την περασμένη εβδομάδα, ο φίλος μου έπαθε εγκεφαλικό ενώ δούλευε σε άλλο σουβλατζίδικο. Αγχώθηκε πολύ και έπεσε κάτω όπου δούλευε. Δε θέλω να μου συμβεί αυτό. Δε θέλω να πεθάνω γιατί κάποιος ήθελε ένα σουβλάκι», καταλήγει.
Πηγή: ethnos.gr