Παρότι εξέπληξε ως προς την έντασή του το «θερμό επεισόδιο» Δένδια και Τσαβούσογλου δεν αποτελεί εξαίρεση ως προς τον τρόπο που διεξάγεται ενίοτε ο δημόσιος διάλογος ανάμεσα στα κράτη.
Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν που πολύ πρόσφατα δεν δίστασε να αποκαλέσει «δολοφόνο» τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν. Για να μην αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν σε διεθνείς συναντήσεις και ο προκάτοχός του Ντόναλντ Τραμπ. Και βέβαια από τη ρωσική πλευρά ο Σεργκέι Λαβρόφ το τελευταίο διάστημα έχει δείξει επίσης ότι δεν μασάει τα λόγια, π.χ. όταν αναφέρεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όσο για την τουρκική πλευρά, ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει αξιοποιήσει με διάφορους τρόπους τη δημόσια αντιπαράθεση με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το περίφημο «one minute» στο Νταβός το 2009 και την αντιπαράθεσή του με τον Σιμόν Πέρες πάνω στο θέμα της συμπεριφοράς του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων.
Όμως, το να θεωρήσουμε ότι η ένταση στη διάρκεια μιας κοινής συνέντευξης δύο υπουργών είναι απλώς ένα σύμπτωμα μιας μετατόπισης των «ηθών» ως προς το τι θεωρείται αποδεκτή «διπλωματική» γλώσσα, μάλλον δεν επαρκεί για να κατανοήσουμε τα όσα έγιναν στην Άγκυρα και το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγιναν.
Η αποτύπωση πάγιων θέσεων των δύο χωρών
Μια πρώτη αναγκαία παρατήρηση είναι ότι αυτό που είδαμε είναι ακριβώς ο ελληνοτουρκικός διάλογος. Δηλαδή, είδαμε σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση αυτά που συνήθως λέγονται πίσω από κλειστές πόρτες.
Και αυτό σημαίνει ότι όντως η Τουρκία επιμένει στη δική της ανάγνωση του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ, που δεν αναγνωρίζει αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ στα νησιά αλλά μόνο στους ηπειρωτικούς όγκους εξ ου και η αποτύπωση αυτής της οπτικής στο τουρκολιβυκό σύμφωνο. Ότι επιμένει στην πάγια θέση, ήδη από τη δεκαετία του 1970, ότι η Συνθήκη της Λωζάννης αδικούσε την Τουρκία. Ότι δεν έχει εγκαταλείψει το casus belli για την περίπτωση που η Ελλάδα εφαρμόσει το εκ του διεθνούς δικαίου δικαίωμά της για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. Ότι αμφισβητεί το δικαίωμα της Ελλάδα να υπερασπίζεται με παρουσία ενόπλων δυνάμεων την εδαφική ακεραιότητα των νησιών του Αιγαίου. Ότι θεωρεί ότι έχει λόγο για την κατάσταση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Ότι υπάρχουν «γκρίζες ζώνες» ως προς το καθεστώς βραχονησίδων και μικρών νησιών στο Αιγαίο. Ότι υποστηρίζει ότι το Κυπριακό πρέπει να λυθεί στην κατεύθυνση μιας λύσης «δύο κρατών». Ότι επιμένει ότι ενώ η ίδια η Τουρκία φιλοξενεί εκατομμύρια πρόσφυγες, η Ελλάδα κάνει παράνομα push backs.
Και βέβαια όντως η Τουρκία σε όλο αυτό το διάστημα, ουδέποτε εγκατέλειψε την πάγια θέση της ότι μια ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση θα πρέπει να είναι «εφ’ όλης της ύλης» και να μην επικεντρώνει απλώς στα θέματα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, όπως επιμένει η ελληνική πλευρά.
Από τη μεριά της η ελληνική πλευρά επιμένει ότι η βασική διαφορά είναι τα θέματα που αφορούν την οριοθέτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα και όχι θέματα αμιγώς κυριαρχίας (έστω και εάν κάποιες φορές δίνεται και από την ελληνική πλευρά ο τόνος για συνολική συζήτηση). Ότι η επιλογή στρατιωτικοποίησης των νησιών ήταν αναγκαστική απάντηση στην τουρκική απειλή. Ότι η Ελλάδα σέβεται τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας όπως και των προσφύγων και ότι προφανώς θεωρεί αφετηρία το διεθνές δίκαιο. Ότι θέλει επίλυση του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία.
Η συγκυρία του διαλόγου
Ταυτόχρονα έχει σημασία να δούμε μέσα σε ποια συγκυρία ξεκινά αυτός ο διάλογος.
Από τη μια έχουμε μια ιδιαίτερη «στιγμή» ως προς την εξέλιξη της σύγχρονης Τουρκίας. Η «εποχή Ερντογάν» έχει οδηγήσει σε ένα αφήγημα που βλέπει την Τουρκία ως μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη που πρέπει να γίνει σεβαστή. Πέραν της ιδεολογικής διάστασης αυτό αποτυπώνει και πραγματικές δυναμικές. Η Τουρκία παρεμβαίνει ενεργά σε μια σειρά γεωπολιτικές εντάσεις: έχει παρουσία στη Λιβύη, έχει κάνει εισβολή στη Συρία (με ανοχή ΗΠΑ και Ρωσίας), παρενέβη στη σύγκρουση Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, κάνει ανοίγματα στην Αφρική, διεκδικεί παρέμβαση ακόμη και στην ρωσοουκρανική σύγκρουση. Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι «διαβάζει» την παγκόσμια κατάσταση ως μια αναδυόμενη «πολυπολική» συνθήκη εντός της οποίας χωρίς να διαρρηγνύει τις σχέσεις με τη «Δύση» διεκδικεί να εκμεταλλευτεί τα ρήγματα που αναδεικνύονται στο διεθνές τοπίο.
Την ίδια στιγμή η Τουρκία δεν θέλει να αποκοπεί από την Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα (ενδεικτική η δυσμένεια εντός της Τουρκίας έναντι των «ευρασιανιστών) και γι’ αυτόν τον λόγο θέλει ταυτόχρονα να δείξει ότι «επιβάλλει όρους» αλλά και «δεν αρνείται τον διάλογο».
Αυτές οι παράμετροι εξηγούν γιατί η Τουρκία προσέρχεται με μια αλαζονική φαινομενικά αυτοπεποίθηση και υψηλών τόνων ρητορική, δεν αποφεύγει τις προκλήσεις, αλλά ταυτόχρονα θέλει να δείχνει ότι δεν σηκώνεται από το τραπέζι του διαλόγου, ακόμη και εάν με τη στάση της τον καθιστά ατελέσφορο. Εξηγεί ακόμη γιατί στο εσωτερικό της Τουρκίας ο τόνος ήταν ότι ήταν η ελληνική πλευρά που «προκάλεσε».
Από τη μεριά της η ελληνική πλευρά προσέρχεται σε ένα διάλογο σε μεγάλο βαθμό επειδή θέλει να αποφύγει το κόστος «θερμής» κλιμάκωσης. Αυτό, άλλωστε, φάνηκε από τον τρόπο που το καλοκαίρι του 2020 «σιωπηρά» τροποποιήθηκαν οι κανόνες εμπλοκής ως προς τις σεισμικές έρευνες της Τουρκίας εντός υδάτων που υπέρκεινται της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Προσέρχεται επίσης με ένα δεδομένο πλέγμα συμμαχιών, που π.χ. δεν μπορούν να συγκριθούν με την εποχή που ετίθετο ζήτημα ελληνικής καθοριστικής «συναίνεσης» σε μια ενταξιακή διαδικασία στην ΕΕ που ήταν «εθνικός στόχος» της Τουρκίας. Υπάρχουν, βέβαια, οι απειλές της ΕΕ για κυρώσεις, όμως είναι σαφές ότι μια σειρά από χώρες, με προεξάρχουσα τη Γερμανία θα θεωρούν «θετικό» οποιοδήποτε κλίμα δεν περιλαμβάνει μεγάλη συγκέντρωση πολεμικών πλοίων σε διαφιλονικούμενες περιοχές. Και αντίστοιχα, οι όποιες προσπάθειες για αναβάθμιση των σχέσεων της Ελλάδας με χώρες της περιοχής που είναι σε έστω και τακτική αντιπαράθεση με την Τουρκία, μπορεί να ασκούν πίεση, όμως δύσκολα μπορούν να έχουν άμεση επίδραση στον σε εξέλιξη διάλογο, την ίδια ώρα που η συνολικότερη εξέλιξη μετώπων όπως το Συριακό μπορεί να διαμορφώσει και νέες ισορροπίες.
Και όλα αυτά γίνονται μέσα σε ένα διεθνές τοπίο που σφραγίζεται από την όξυνση του «Νέου Ψυχρού Πολέμου», την αναμέτρηση της Δύσης με την Κίνα, το σταδιακό κλείσιμο του κύκλου που άνοιξε με την «Αραβική Άνοιξη», τη νέα διαπραγμάτευση γύρω από το Ιράν και βέβαια τα ανοιχτά ερωτήματα για την επόμενη μέρα της παγκόσμιας οικονομίας. Όλα, δηλαδή, τα στοιχεία μιας μεταβατικής εποχής. Και οι μεταβατικές εποχές πάντα γεννούν στους επιμέρους σχηματισμούς και νέους φόβους και πειρασμούς διεκδίκησης «νέων ισορροπιών».
Τα δύσκολα βήματα από εδώ και πέρα
Και οι δύο πλευρές δεν θέλουν ο διάλογος να σταματήσει εδώ. Αυτό φαίνεται από το ότι δεν διακυβεύθηκαν οι διερευνητικές. Αυτό δείχνει η διάθεση να πραγματοποιηθεί και συνάντηση κορυφής Μητσοτάκη και Ερντογάν. Σε αυτό παραπέμπει η συνάντηση Δένδια και Ερντογάν, για την οποία μέχρι στιγμής δεν έχουμε ενημέρωση ή «διαρροή», πέραν της επιλογής του ίδιου του έλληνα ΥΠΕΞ να τη χαρακτηρίσει «εξαιρετική», γεγονός από μόνο του σημαντικό.
Η μεν Τουρκία κατανοεί ότι σε αυτή τη φάση είναι από τα εχέγγυα που πρέπει να δώσει προς τη Δύση για να διατηρήσει βαθμούς ελευθερίας σε άλλα πεδία, αλλά και για να μην κινδυνεύσει μεσοπρόθεσμα να βρεθεί απλώς με αξιώσεις χωρίς απτό αντίκρισμα. Η δε Ελλάδα, παρότι θα ήθελε να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομική και κοινωνική της ανασυγκρότηση, χρειάζεται έναν μηχανισμό που να αποτρέπει το ενδεχόμενο «θερμών επεισοδίων» με απρόβλεπτη εξέλιξη και να δρομολογήσει μια μεσοπρόθεσμη επίλυση των διμερών διαφορών.
Ωστόσο, δεν θα είναι εύκολη διαδικασία. Οι δύο χώρες προσέρχονται με διαφορετικές αφετηρίες, συνθήκες και επιλογές και με έναν μεταξύ τους συσχετισμό τροποποιημένο σε σχέση με παλαιότερα. Η Τουρκία έχει μεγάλες αντιθέσεις στο εσωτερικό της, ανοιχτά ερωτήματα για το οικονομικό της μοντέλο και την ανοιχτή πληγή του Κουρδικού. Όμως, θεωρεί ότι έχει ισχυροποιηθεί τις δυο τελευταίες δεκαετίες. Η Ελλάδα διατηρεί τη σταθερή θέση της στη Δύση, την ευρωπαϊκή ένταξη, τις νέες συμμαχίες. Όμως, είναι τραυματισμένη από τη δεκαετία του 2010 και τώρα ανασυγκροτεί την παρουσία της π.χ. στα Βαλκάνια και ουσιαστικά αναζητά βηματισμό.
Κυρίως, όμως, η δυσκολία και για την ελληνική πλευρά και με έναν τρόπο και για την τουρκική είναι ότι η όποια ευόδωση του διαλόγου σημαίνει έστω και μερική υποχώρηση από τα αφηγήματα που έχουν αρθρωθεί στο εσωτερικό τους. Είτε αυτό αφορά το «δεν συζητάμε τίποτα πέραν της υφαλοκρηπίδας» στο εσωτερικό της Ελλάδας, είτε το «θα επιβάλουμε να μας σεβαστούν ως ισχυρή δύναμη» στο εσωτερικό της Τουρκίας. Εύλογο επομένως να αναμένουμε αρκετές «θερμές» κοινές συνεντεύξεις ακόμη.