«Είναι αδιανόητο, 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων έγινε αυτό, κάηκαν 104 άνθρωποι, 58 εγκαυματίες, πνίγηκαν άνθρωποι στη θάλασσα, δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός, σίγουρα κάτι δεν πήγε κάτι καλά, δεν έγινε επιχείρηση εκείνη την ημέρα», κατέθεσε μάρτυς στη δίκη για το Μάτι.
Η ανατριχιαστική περιγραφή της κόρης ιερέα, για τις τελευταίες στιγμές του πατέρα της που έζησε μαζί με την μητέρα της μέσα στη θάλασσα συγκλονίζουν. Η κόρη του ιερέα κατέθεσε: «Σηκώνει τα χέρια του ψηλά και λέει ”Θεέ μου, συγχώρεσε με”, γυρνάει στη μητέρα μου ”σας ευχαριστώ για όσα έχετε κάνει για μένα” και αυτή ήταν η τελευταία του λέξη, ακούγεται βρόγχος και έφυγε από τη ζωή. Τον κρατήσαμε μαζί μας. Τον γύρισα ανάποδα και έδεσα στην άκρη του αριστερού καρπού μου το ράσο του».
Το κλίμα βάρυνε μέσα στη δικαστική αίθουσα του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών που διεξάγεται η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, που έχασαν την ζωή τους 104 συνάνθρωποί μας, από τις αφηγήσεις-καταθέσεις των μαρτύρων που βίωσαν την πύρινη λαίλαπα την τραγική εκείνη μέρα του καλοκαιριού του 2018, βλέποντας τους δικούς τους ανθρώπους, συζύγους, παιδιά, γιαγιάδες, παππούδες, κ.λπ., μπροστά τα μάτια τους να γίνονται είτε παρανάλωμα του πυρός και να μετατρέπονται σε στάχτες είτε η φωτιά να έχει απλωθεί πάνω στα ρούχα και το σώμα τους, μετατρέποντας τους σε ισόβιους εγκαυματίες με τα σημάδια της φωτιάς χαραγμένα πάνω τους.
Συγκλόνισε η κατάθεση της Μαρίας Αβραμίδου η οποία έχασε τη μητέρα, την αδελφή της, τον γαμπρό της και τον ανιψιό της την τραγική εκείνη ημέρα στο Μάτι. Η μάρτυς ήταν μαζί τους στο σπίτι τους στο Μάτι και έφυγε με την κόρη της πριν φτάσει η φωτιά. Γύρω στις 6.15 μίλησε με την αδελφή της η οποία ήταν σε πανικό, σε κατάσταση σοκ, εκτός ελέγχου και της είπε θα καεί το σπίτι και έκλεισε το τηλέφωνο.
Με βουρκωμένα μάτια, η Μαρία Αβραμίδου, απευθύνθηκε προς τους δικαστές λέγοντας: «Μιλάω με τη μητέρα μου, είχαν πάρει τα αυτοκίνητα και είχαν μπλοκαριστεί στη λεωφόρο Δημοκρατίας. Κάποια στιγμή μου λέει τι είναι αυτό, φωτιά και μου το κλείνει. Θεώρησα ότι είναι υπερβολή της μαμάς μου. Όμως δεν ήταν τελικά υπερβολική. Από 1974 που γεννήθηκα ήμουν εκεί κάθε καλοκαίρι.Πάντα ήξερα πως πυροσβεστικά κάνουν ένα τοίχος στην πλευρά του Βουτζά και δεν είχε περάσει πότε η φωτιά στην Μαραθώνος. Και δεν είχα δει και πυροσβεστικά εκείνη την ημέρα. Παίρνω ξανά τη μητέρα μου, είχαν νεκρώσει τα τηλέφωνα, δεν ήταν σε λειτουργία».
Και συνεχίζει: «Γύρω στις 7:30 το σήκωσε κάποιος στο 199. Του λέω θέλω να μάθω τι γίνεται στο Μάτι, έχουν τέσσερις ανθρώπους μου, εκεί. Και η απάντηση από την άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής η απάντηση ήταν: «Δεν έχω κάτι, αφήστε το τηλέφωνο και θα σας πάρω εγώ». Φυσικά δεν με πήρε πότε, είπε η μάρτυς. Και συνεχίζοντας την κατάθεσή της είπε: «Άκουσα από κάπου πως άρχισαν να παίρνουν ανθρώπους στα νοσοκομεία και μιλάω με τους δικούς μου να σκορπιστούμε στα νοσοκομεία.
Ακούω ότι φέρνουν ανθρώπους στο λιμάνι της Ραφήνας και παίρνω μπουρνούζια και πετσέτες και κατευθυνόμαστε εκεί. Προσπαθούσα να βρω κάποιον από τους δικούς μου. Μάταια όμως. Γύρω στις 12 με 1, βλέπω κάποιο γνωστό μου που βγαίνει από μια βάρκα και μου λέει υπάρχουν πολλοί νεκροί πίσω. Εκεί μου κόπηκαν τα πόδια, παρέλυσα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι οι δικοί μου δε θα σωθούν. Στις 5 το πρωί οι τελευταίες βάρκες έφερναν τουρίστες ξένους και ρωτάω εάν θα φέρουν και άλλους. Μου λένε θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε. Πήγαμε στο Λιμεναρχείο και τους δηλώνουμε αγνοούμενους.
Ο άλλος γιος της αδελφής μου, βρισκόταν στη Κρήτη και αμέσως μόλις έμαθε τι γινόταν κανόνισα να επιστρέψει στην Αθήνα. Όταν έφτασε ο ανιψιός μου, πήγαμε στο Μάτι, το πρώτο που είδαμε ήταν καμένα αυτοκίνητα, αντικρίσαμε ένα σκηνικό πολέμου, η αγριότητα του τοπίου ήταν απερίγραπτη, προχώρησε με ένα φίλο του και κάποια στιγμή βρήκαν τα αυτοκίνητα των δικών μας, άθικτα. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε για μέρες».
Τελικά, με σκυμμένο το κεφάλι για να μην διακρίνονται τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλα της και με τρεμάμενη τη φωνή, ψιθύρισε: «οι άνθρωποί μου ταυτοποιήθηκαν μέσω του DNA». Και συνέχισε την κατάθεση της: «Τα επόμενα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, φοβόμουν μην κάνω κακό στον εαυτό του, ήταν όλα στάχτες στη ζωή μας, έπρεπε να ξαναγεννηθούμε και να προχωρήσουμε. Είναι κάτι για εμάς που δε θα περάσει πότε. Η ζωή μας έγινε πολύ χειρότερη σε όλους τους τομείς, είναι αδιανόητο ότι 32 χιλιόμετρα από τη Βουλή των Ελλήνων έγινε αυτό, κάηκαν 104 άνθρωποι, 58 εγκαυματίες, πνίγηκαν άνθρωποι στη θάλασσα, δεν μπορεί να είναι τυχαίο γεγονός, σίγουρα κάτι δεν πήγε κάτι καλά, δεν έγινε επιχείρηση εκείνη την ημέρα».
Παίρνοντας μια ανάσα, προσπάθησε να συνεχίσει την κατάθεσή της, λέγοντας: «Φαινόταν μόνο στο Βουτζά έντονος καπνός και δύο υδροφόρες στην πρώτη είσοδο του Βουτζά. Αν κάτι γνωρίζαμε και ήμασταν υποψιασμένοι για τη φωτιά, δεν θα έπαιρνα το αυτοκίνητο, το πιο εύκολο ήταν να βρεθούμε στο λιμάνι του Ματιού. Ήμουν τυχερή που έφυγα στο ρεύμα της Αθήνας, διότι πέντε λεπτά μετά ήρθε περιπολικό που έριχνε κόσμο στο Μάτι. Και αυτό είναι ειρωνικό, υπήρχε ένα όργανο εκεί που αντί να έκανε καλύτερη την κατάσταση, έριχνε κόσμο ουσιαστικά μέσα στη φωτία».
Και κλείνοντας απευθυνόμενη στην έδρα είπε, αγανακτισμένη: «Τα βάλανε μαζί μας, μας κουνάγανε το δάκτυλο, δεν μας σεβάστηκαν ούτε πριν από τη φωτιά, ούτε μετά. Δυστυχώς νιώσαμε ότι δεν μας ακούνε, φάνηκε από το προηγούμενο δικαστήριο».
Η επόμενη μάρτυς ήταν η Ελένη Παπαποστόλου, η οποία στην κόλαση εκείνης της ημέρας έχασε τον ιερέα πατέρα της που λειτουργούσε στο Χαλάνδρι. «Πήγαμε στη θάλασσα, ερχόταν πολύ καυτός αέρας, ήταν πολύ ανησυχητικό όλο αυτό, το πρώτο μέλημα μου ήταν ο πατέρας μου, λόγω της κατάστασης της υγείας του» είπε η μάρτυς και συνεχισε:
«Σε κάποια φάση το σκηνικό έγινε πιο απειλητικό, πιο έντονο, άρχισαν να ακούγονται εκρήξεις για μένα ήταν ένας πόλεμος, όλα έγιναν μαύρα. Η θάλασσα άρχισε σιγά σιγά να κάνει κυματισμούς δεν ήταν ότι πηγαίναμε κάπου αλλά παρασυρόμασταν. Άρχισα να κουράζομαι. Όταν άρχισε να αγριεύει η θάλασσα προσπαθούσα με την μητέρα μου, να κρατήσουμε τον πατέρα μου στην επιφάνεια, ερχόταν τα κύματα κατά πάνω μας».
Κλαίγοντας και με τρεμάμενη φωνή συνέχισε: «Τότε άκουσα για πρώτη φορά τον πατέρα μου να φωνάζει βοήθεια, είχα κουραστεί πολύ αλλά έκανα τα πάντα να τον κρατήσω στην επιφάνεια, κράτησε μία ώρα αυτό. Σηκώνει τα χέρια του ψηλά και λέει «Θεέ μου συγχώρεσε με», γυρνάει στη μητέρα μου «σας ευχαριστώ για όσα έχετε κάνει για μένα», και αυτή ήταν η τελευταία του λέξη, ακούγεται μετά βρόγχος και έφυγε από τη ζωή. Τον κρατήσαμε μαζί μας. Τον γύρισα ανάποδα και έδεσα στην άκρη του αριστερού καρπού το ράσο».
Τελειώνοντας την κατάθεσή της, είπε: «Τόσο κοντά στην Αθήνα, στη Ραφήνα, στη βάση Λιμενικού, όλοι θα μπορούσαν να είναι εκεί, αλλά τελικά μας περισυνελλεξε ένα ψαροκάικο». Όπως διευκρίνισε στους δικαστές η ψυχική και σωματική ταλαιπωρίας της δεν σταμάτησε εκεί. Αφού διασώθηκαν υπήρξε πρόβλημα με τη σορό του πατέρα της. Χρειάστηκε να δώσουν DNA για να ταυτοποιηθεί, προκειμένου να μπορέσουν να τον ενταφιάσουν.
Η επόμενη μάρτυς που κατέθεσε ήταν η Αγγελική Παλαιολογοπούλου η οποία ήταν στο αυτοκίνητο με την αδελφή και το γιο της Μαρία Αβραμίδου. «Γίνεται μια μεγάλη έκρηξη, πέφτει απόλυτο μαύρο, για πολλή ώρα ακουγόταν φωνές, ουρλιαχτά, δεν ήξερα τι να κάνω, με αρπάζει ένας άνθρωπος και μου λέει «καιγόμαστε, έλα», ήξερα πως υπάρχει παραλία, κατέβηκα 60 σκαλοπάτια, κατεβαίνοντας μπουρλότιασε και αυτό», είπε αρχικά η μάρτυς.
Και συμπλήρωσε: «Μείναμε τέσσερις ώρες στη θάλασσα, αλλά αρχίσαμε να παθαίνουμε υποθερμία, βγήκαμε έξω, εκεί βρέθηκε και μία οικογένεια, που έκλαιγαν νοερά και μας είπαν πως έγινε έκρηξη στο αυτοκίνητο τους και η μητέρα τους δεν πρόλαβε και κάηκε. Η βοήθεια δεν ήρθε πότε. Κάποια στιγμή ακούσαμε ένα αχνό φως και ακούσαμε από ντουντούκα ότι θα έρθουν δύο αλιευτικά. Άκουσα και στις ειδήσεις που είπαν ο Πρωθυπουργός και οι υπόλοιποι, πως όλα πήγα καλά και θεώρησα ότι και αυτοί οι άνθρωποι θα ήταν καλά.Μέσα μου πίστευα πως δεν θα ζούνε. Έχοντας ζήσει όλα αυτά».