Μάλιστα, το σύνολο των γεννήσεων του 2022 κατέρριψε κάθε προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ για τη χώρα μας από το 1955, καθώς για πρώτη φορά από τότε που τηρούνται επίσημα και έγκυρα στατιστικά στοιχεία, καταγράφηκαν λιγότερες από 80.000 γεννήσεις ετησίως στην Ελλάδα.
Το πιο δυσοίωνο στοιχείο είναι όμως ότι τα τελευταία 67 χρόνια οι γεννήσεις στην Ελλάδα βαίνουν σταδιακά μειούμενες. Η δε καθοδική τάση γίνεται πιο έντονη τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά από το 2008, μια χρονική περίοδο που χαρακτηρίστηκε από την οικονομική κρίση, τόσο παγκοσμίως όσο -και ίσως πολύ πιο επώδυνα για την πλειονότητα των πολιτών- στην Ελλάδα. Έτσι, ενώ τη δεκαετία των ’00s εκδηλώθηκε μια αναλαμπή αύξησης των γεννήσεων, από το 2008 και εξής ο πληθυσμιακός κατήφορος κυριαρχεί. Και προβληματίζει, βεβαίως, θέτοντας επιτακτικά ακόμη και ζήτημα ύπαρξης της Ελλάδας στο βάθος του χρόνου.
Εξυπακούεται ότι όταν αυξάνονται οι ηλικιωμένοι και μειώνονται οι νεότεροι, πολλαπλασιάζονται οι θάνατοι. Και η περιδίνηση προς την εξαφάνιση, καθώς επιταχύνει συν τω χρόνω, από ένα ορισμένο χρονικό σημείο και μετά, καθίσταται μη αναστρέψιμη. Παράλληλα, θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψιν του ότι πχ στην Αφρική παρατηρείται τα τελευταία χρόνια αντίστροφη τάση, με τον εκεί πληθυσμό να αυξάνεται, τον ηλικιακό μέσον όρο να πέφτει κ.ο.κ.
Εύλογα, λοιπόν, διατυπώνεται η υπόθεση ότι η Ελλάδα θα είναι όλο και πιο ευάλωτη στο μέλλον, όλο και πιο ανίσχυρη να αντισταθεί σε κύματα μετανάστευσης από τον διεθνή περίγυρο. Η προοπτική «κατάκτησης» της Ελλάδας από φύλα διαφορετικής εθνοτικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής κ.λπ. προέλευσης, δεν είναι μια εθνικιστικού και αντιδραστικού τύπου κινδυνολογία. Δεν προκύπτει από ιδεολογικές, ρατσιστικές επί της ουσίας, φοβίες ή προκαταλήψεις. Είναι απλώς μια πραγματικότητα που αποτυπώνεται στα ψυχρά στατιστικά στοιχεία και επιβεβαιώνεται από μελέτες όπως η συγκεκριμένη.