Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024 22:40
ΕλλάδαΚΟΙΝΩΝΙΑ

Δημοσιοποίησε «ροζ βίντεο» με την πρώην του επειδή δεν ήθελε επανασύνδεση

Η απόφαση του Αρείου Πάγου επικύρωσε την ποινή φυλάκισης του δράστη λλά μείωσε το πρόστιμο, επειδή στο μεταξύ είχε καταστεί ανάπηρος





Η συνήθεια (βίτσιο) που είχε άγαμο ζευγάρι να βιντεοσκοπεί τις ερωτικές του στιγμές εξελίχθηκε σε μέσο εκδίκησης, όταν εκείνη ζήτησε μετά από πέντε χρόνια να διακόψουν τη σχέση τους, αφού μερικά από τα ροζ βίντεο αναρτήθηκαν σε ιστοσελίδα του τόπου καταγωγής της. Εκείνη ρεζιλεύτηκε στον τόπο καταγωγής της και εκείνος μετά από χρόνια καταδικάστηκε σε φυλάκιση και σε χρηματική ποινή και αφού πλέον ήταν ΑμεΑ ζήτησε από τους αρεοπαγίτες να του μειώσουν το ύψος του προστίμου.

Διατηρούσαν ερωτικό δεσμό για πέντε χρόνια (2008-2013). Εκείνος είχε τη συνήθεια να καταγράφει, με τη συναίνεσή της, τις ερωτικές συνευρέσεις τους σε βίντεο προς «προσωπική του τέρψη», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η δικαστική απόφαση.

Το 2013 εκείνη ζήτησε να διακόψουν τη σχέση τους, κάτι που με κανέναν τρόπο δεν το επιθυμούσε εκείνος. Παρ’ όλα αυτά, οι σχέσεις τους διακόπηκε. Έτσι, άρχισε με φορτικό τρόπο να την πιέζει προς επανασύνδεση.

Δεν δίστασε μάλιστα, στην προσπάθειά του να ξανασυνδεθεί μαζί της, να την απειλήσει ότι θα την κάνει ρεζίλι στην πατρίδα της δημοσιοποιώντας τα βίντεο που είχε στην κατοχή του.

Ανήρτησε 10 ροζ βίντεο επειδή η πρώην σύντροφός του δεν ήθελε επανασύνδεση

Εκείνη δεν ενέδωσε στις πιέσεις και τους εκβιασμούς της επανασύνδεσης. Κατόπιν αυτού, κάποια στιγμή τον Απρίλιο του 2014, της είπαν ότι υπήρχαν αναρτημένα σε περιφερειακή ιστοσελίδα του Διαδικτύου του τόπου καταγωγής της δέκα ερωτικού περιεχομένου βίντεο.

Σε αυτά «απεικονιζόταν η ίδια, σε ερωτικές συνευρέσεις, κάτωθι των οποίων αναγράφονταν το ονοματεπώνυμο της και ο τόπος καταγωγής της», χωρίς ωστόσο να διακρίνεται το πρόσωπο του παρτενέρ, δηλαδή του κατηγορούμενου. Στις αναρτήσεις για τον εαυτό του χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο, το οποίο είχε σχέση με την τότε ηλικία του (35 ετών) και με τα προσωπικά του ενδιαφέροντα.

Όπως αποδείχθηκε, τα ροζ βίντεο είχαν μαγνητοσκοπηθεί κατά τη διάρκεια της σχέσης τους και εκείνος τα είχε αποθηκεύσει στον φορητό υπολογιστή και το κινητό τηλέφωνό του.

Ισχυρίστηκε ότι οι αναρτήσεις έγιναν από άγνωστο δράστη

Μάλιστα, ισχυρίστηκε ότι οι αναρτήσεις των ροζ βίντεο έγιναν από άγνωστο δράστη, καθώς είχε κλαπεί το κινητό του και για τον λόγο αυτό -όπως ισχυρίστηκε- είχε μεταβεί σε Αστυνομικό Τμήμα προκειμένου να δηλώσει την κλοπή του κινητού του.

Όπως όμως αποδείχθηκε, ο 35χρονος πράγματι είχε επισκεφθεί Αστυνομικό Τμήμα, όχι, όμως, για να δηλώσει την κλοπή αλλά για να δηλώσει ότι απώλεσε το κινητό του.

Σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις, εάν τα βίντεο τα αναρτούσε ο δράστης της κλοπής του κινητού τηλεφώνου, δεν θα γνώριζε ούτε το όνομα εκείνης, ούτε τον τόπο καταγωγής της που αναγράφονταν στα βίντεο. Αντίθετα, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση, «καταδεικνύει προσωπική γνωριμία του ατόμου που προέβη στην ανάρτηση αυτή με την απεικονιζόμενη στα βίντεο», αλλά και τη διάθεσή του να τη βλάψει. Σε περίπτωση κατά την οποία ο δράστης της κλοπής ήταν άγνωστος προς εκείνη, «δεν είχε κανέναν λόγο να αναρτήσει τα προσωπικά της στοιχεία», προσθέτουν οι δικαστές.

Περαιτέρω αποδείχθηκε, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, ότι τα αναρτημένα βίντεο είναι αποτέλεσμα μοντάζ τα οποία βρέθηκαν σε laptop στην οικία του όταν πραγματοποιήθηκε έρευνα. Μάλιστα «σε έναν φάκελο βρέθηκαν 15 βίντεο με ερωτικές σκηνές μεταξύ των δύο εμπλεκομένων, ενώ υπήρχε και άλλος φάκελος στον οποίο υπήρχαν τα δέκα βίντεο που είχαν αναρτηθεί».

Τελικά, ο 35χρονος από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών με τριετή αναστολή και χρηματική ποινή 8.000 ευρώ για παράνομη επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ’ εξακολούθηση.

Μετά την καταδίκη του προσέφυγε στον Άρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η καταδικαστική για εκείνον απόφαση του Εφετείου.

Επικυρώθηκε η φυλάκιση μειώθηκε το πρόστιμο λόγω αναπηρίας

Το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Ανωτάτου Ποινικού Δικαστηρίου απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς του ως προ την επιβολή της ποινής της φυλάκισης των δύο ετών, κρίνοντας ότι η καταδικαστική για εκείνον απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Αντίθετα, έκανε δεκτό το αίτημά του ως προς το ύψος του χρηματικού προστίμου. Αναίρεσε ως προς το σκέλος αυτό την εφετειακή απόφαση και την ανέπεμψε για νέα κρίση στο Εφετείο.

Οι αρεοπαγίτες επεσήμαναν ότι το Εφετείο «δεν αξιολόγησε τις ατομικές περιστάσεις του κατηγορουμένου ως προς το ύψος της χρηματικής ποινής που επέβαλε». Και εξήγησαν ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό ότι το χρηματικό πρόστιμο είναι «εξοντωτικό για τις οικονομικές του δυνατότητες, εν όψει και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει (μυασθένεια βαριάς μορφής), εξαιτίας των οποίων αδυνατεί να εργαστεί», με αποτέλεσμα «να ανήκει στην κατηγορία ατόμων με ειδικές ανάγκες (αναπηρίας 67%)» και να εισπράττει για τον σκοπό αυτό μηνιαία οικονομική ενίσχυση 290 ευρώ από τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες.