Στην μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων στην ιστορία της προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), καθώς, όπως ανακοίνωσε η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ το βασικό επιτόκιο αυξάνεται κατά 75 μονάδες βάσης.
Σε μια προσπάθεια να μειωθεί ο πληθωρισμός που άγγιξε το 9,1% στην Ευρωζώνη, με τα ποσοστά να ξεκινούν από το 6,5% στη Γαλλία και να αγγίζουν το 25,2% στην Εσθονία, η ΕΚΤ αποφάσισε να δράσει και να αυξήσει για δεύτερη φορά τα επιτόκια δανεισμού, με το Διοικητικό Συμβούλιο να βρίσκεται μεταξύ της Σκύλλας του πληθωρισμού και της Χάρυβδης της ασασθενικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης ή ακόμα και της βαθιάς ύφεσης, που επηρεάζεται έτι περαιτέρω από τον ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Παράλληλα η ΕΚΤ κινείται ώστε να περιοριστεί η ακόμα μεγαλύτερη υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ.
Η αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης δείχνει την πρόθεση της ΕΚΤ να διασφαλίζει την σταθερότητα των τιμών αλλά και να διατηρήσει περιθώρια ελιγμών σε περίπτωση που οι συνθήκες μεταβληθούν τις επόμενες εβδομάδες ή τους επόμενους μηνες.
Στα μέσα Ιουλίου, η ΕΚΤ τερμάτισε τη μακρά φάση των αρνητικών επιτοκίων και αύξησε τα βασικά επιτόκια στη ζώνη του ευρώ κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, ακολουθώντας ουσιαστικά την εντολή της για πληθωρισμό κοντά στο 2%, προσπαθώντας ωστόσο να μην επιβραδύνει την ανάπτυξη και το κόστος δανεισμού σε υπερχρεωμένα κράτη – μέλη, όπως η Ιταλία, αλλά και η Ελλάδα. Ωστόσο καθώς ο πληθωρισμός μειώνει δραματικά τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και επιβαρύνει την επιχειρηματική παραγωγή, η ΕΚΤ ακολουθεί τις αποφάσεις των υπόλοιπων μεγάλων κεντρικών τραπεζών, όπως των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, οι οποίες έχουν αυξήσει τα επιτόκια νωρίτερα από την Φρανκφούρτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Γερμανία, οικονομικά ινστιτούτα προειδοποιούν ότι λόγω του πληθωρισμού στο εγγύς μέλλον, περίπου το 60% των πολιτών θα αναγκαστεί να ξοδεύει ολόκληρο το εισόδημά του για να καλύψει το κόστος διαβίωσης, χωρίς να μπορεί να αποταμιεύσει ούτε και ένα ευρώ.
«Μαχαίρι» στην ανάπτυξη
Ωστόσο, η επιλογή των υψηλότερων επιτοκίων συνοδεύεται από μια «θυσία». Αυτής της ανάπτυξης, καθώς η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής αντιμετωπίζει τον πληθωρισμό, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύει τις προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης. Μια εξέλιξη, η οποία σε συνδυασμό με την εντεινόμενη ενεργειακή κρίση, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει την οικονομία της Ευρωζώνης στο χείλος της ύφεσης.
«Έπειτα από ανάκαμψη το α΄ εξάμηνο του 2022, πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η οικονομική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ επιβραδύνεται σημαντικά και η οικονομία αναμένεται να παραμείνει στάσιμη αργότερα εντός του έτους και το α΄ τρίμηνο του 2023» εκτιμά, μεταξύ άλλων, η ΕΚΤ.
Και προσθέτει: «Οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας μειώνουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων των ανθρώπων και, παρά την άμβλυνση των φαινομένων συμφόρησης από την πλευρά της προσφοράς, αυτά εξακολουθούν να περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, η δυσμενής γεωπολιτική κατάσταση, ιδίως η αδικαιολόγητη επίθεση της Ρωσίας ενάντια στην Ουκρανία, επιδρά αρνητικά στην εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών».
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι εμπειρογνώμονες της κεντρικής τράπεζας αναμένουν τώρα ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 3,1% το 2022, 0,9% το 2023 και 1,9% το 2024.