Συνταγματικό κρίνει τον νόμο Κατρούγκαλου και την ένταξη των συντάξεων του Δημοσίου στον ΕΦΚΑ η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε νέα απόφασή της, χωρίς όμως να λύνει τελεσίδικα το ζήτημα του ύψους των συντάξεων που δίνει ο ΕΦΚΑ από τον Μάιο του 2016 και μετά στους δημόσιους λειτουργούς. Η Ολομέλεια παραπέμπει το μείζον ζήτημα στο 3ο Τμήμα του ίδιου δικαστηρίου, που καλείται τώρα να κρίνει αν ο τρόπος υπολογισμού του νόμου Κατρούγκαλου, με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου Βρούτση, κινείται εντός των ορίων του Συντάγματος, αναφορικά με τις συντάξεις του Δημοσίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για τις συντάξεις του Δημοσίου, αποφάνθηκε πως εφόσον η σύνταξη που προκύπτει ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της «εύλογης αναλογίας» μεταξύ μισθού ενέργειας και σύνταξης, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων στο Σύνταγμα. Σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο επαφίεται στον κοινό νομοθέτη να δώσει συγκεκριμένη αριθμητική αποτύπωση στις συνταγματικές απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης. Η αναλογία αυτή για τους χαμηλούς μισθούς πρέπει να είναι «όσο το δυνατόν εγγύτερα», για τους μέσους «να μην απομακρύνεται αισθητά» και για τους υψηλούς μισθούς «να μη στοιχειοθετεί ανατροπή του επιπέδου ζωής». Επαφίεται στον νομοθέτη να διαρρυθμίσει περαιτέρω τις βάσεις υπολογισμού ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας, την κατηγορία, τον βαθμό, την ηλικία κ.λπ.
Ωστόσο, το δικαστήριο διαπιστώνει ότι η σύνταξη των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όπως προκύπτει από τον υπολογισμό με βάση τα δύο τμήματα, της εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης, «δεν αποδίδει κατά διαφανή τρόπο την εύλογη αναλογία, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς». Καθώς η εύλογη αναλογία, παραμένει αδιαφανής, εναπόκειται στο δικαστήριο ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου να προσδιορίσει περαιτέρω το αριθμητικό ποσοστό που θα πραγματώνει την συγκεκριμενοποίηση της εύλογης αναλογίας, να κρίνει δηλαδή αν ο κοινός νομοθέτης ορίζοντας το ανωτέρω σημείο ισορροπίας κινήθηκε εντός των υπό του Συντάγματος διαγεγραμμένων σ’ αυτόν ορίων. Με αυτό το σκεπτικό, η Ολομέλεια παραπέμπει το μείζον αυτό ζήτημα στο 3ο Τμήμα του δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να κρίνει αν και κατά πόσο οι νέες συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων είναι συνταγματικές, πάντα σε σχέση με το εύλογο της αναλογίας μισθού ενέργειας και σύνταξης.
Όλα ξεκίνησαν μετά προδικαστικό ερώτημα του 3ου Τμήματος του ίδιου δικαστηρίου (απόφαση 277/2019) που με οριακή πλειοψηφία έκρινε συνταγματικό το νόμο 4387/2016. Η επίμαχη υπόθεση που δικάστηκε στο 3ο Τμήμα στηρίζονταν στον ισχυρισμό πως ο νόμος Κατρούγκαλου δημιούργησε συνταξιούχους πολλών ταχυτήτων και καθιέρωσε άνιση και διαφορετική μεταχείριση ομοειδών περιπτώσεων. Το αποτέλεσμα ήταν οι λεγόμενοι «παλαιοί» συνταξιούχοι να εισπράττουν συντάξεις πολύ μεγαλύτερες των «νέων» συνταξιούχων. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου με την υπ΄ αριθμ. 2020/2020 απόφασή της αρχικά έκρινε ότι είναι συνταγματικώς ανεκτή, η σύσταση νομικού προσώπου, ως Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, στον οποίο το κράτος αναθέτει επιτροπικώς τη διαχείριση της υποχρέωσης του Δημοσίου να καταβάλει τις συντάξεις. Όμως, ως απαραίτητη προϋπόθεση έθεσε ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να απεκδύεται της άμεσης υποχρέωσής του για καταβολή των συντάξεων, καθιστάμενο τρίτος. Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του ΕλΣυν δεν υφίσταται ζήτημα αντισυνταγματικότητας από την ίδρυση του ΕΦΚΑ και την ανάληψη από αυτόν σύμφωνα με τον ν. 4387/2016 της υποχρέωσης καταβολής των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους. Επί του ερωτήματος, αν με τον τρόπο χρηματοδότησης, ορισμού και υπολογισμού των συντάξεων των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων παραβιάζεται το Σύνταγμα ή υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες (ΕΣΔΑ), η κρίση του Ε.Σ. είναι ότι, εφόσον η σύνταξη που προκύπτει ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων στο Σύνταγμα ή σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες και η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο 3ο Τμήμα προκειμένου αυτό να κρίνει για το εύλογο της αναλογία μισθού ενέργειας και σύνταξης.
Η Ολομέλεια του Ε.Σ. έκρινε ότι η σύνταξη που καταβάλλεται στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους είναι συνέχεια του μισθού τους και όχι αναπλήρωση των αποδοχών ενεργείας. Στην ίδια απόφαση το δικαστήριο διαπιστώνει ότι η σύνταξη των δημοσίων λειτουργών, όπως προκύπτει από τον υπολογισμό με βάση την εθνική και την ανταποδοτική δεν αποδίδει κατά διαφανή τρόπο την εύλογη αναλογία, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς. Ωστόσο, η έλλειψη διαφάνειας δεν στοιχειοθετεί αφ’ εαυτής παραβίαση του Συντάγματος, καταλήγει το ΕλΣυν. Τούτο, διότι, δεν είναι το διαφανές του ποσοστού αναλογίας που αποτελεί αυτό που συνθέτει την εύλογη αναλογία, αλλά το εύρος της απόστασης μεταξύ αποδοχών ενεργείας και συντάξεως, όπως αυτό μπορεί να προκύψει από την εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων. Κατόπιν αυτών, έκρινε ότι επαφίεται στον κοινό νομοθέτη να δώσει συγκεκριμένη αριθμητική αποτύπωση στις συνταγματικές απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης. Η αναλογία δε αυτή για τους χαμηλούς μισθούς πρέπει να είναι «όσο το δυνατόν εγγύτερα», για τους μέσους «να μην απομακρύνεται αισθητά» και για τους υψηλούς μισθούς «να μη στοιχειοθετεί ανατροπή του επιπέδου ζωής». Επαφίεται δε στον νομοθέτη να διαρρυθμίσει περαιτέρω τις βάσεις υπολογισμού ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας, την κατηγορία, τον βαθμό, την ηλικία κ.λπ.
Δεδομένου, πάντως, ότι το εύλογο της αναλογίας εξαρτάται από πολύπλοκες θεωρήσεις, εναπόκειται στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει, βάσει οικονομικών και αναλογιστικών μελετών, αλλά και κατά αιτιολογημένη εκτίμηση του εν γένει δημόσιου συμφέροντος, το σημείο ισορροπίας των αντίρροπων πιέσεων που ασκούν, από τη μία η προσδοκία του συνταξιούχου ότι το επίπεδο ζωής του δεν θα μετεβάλλετο ουσιωδώς μετά τη συνταξιοδότησή του, από την άλλη η δημοσιονομική βιωσιμότητα.
Εφόσον όμως η εύλογη αναλογία, παραμένει αδιαφανής, εναπόκειται στο δικαστήριο ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου να προσδιορίσει περαιτέρω το αριθμητικό ποσοστό που θα πραγματώνει την κατά τα ανωτέρω συγκεκριμενοποίηση της εύλογης αναλογίας, ήτοι να κρίνει αν ο κοινός νομοθέτης ορίζοντας το ανωτέρω σημείο ισορροπίας κινήθηκε εντός των υπό του Συντάγματος διαγεγραμμένων σ’ αυτόν ορίων.
Πηγή: ΕΘΝΟΣ