Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024 11:31
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ενεργειακή κρίση: Δεν τα βρήκαν οι υπουργοί Ενέργειας για τη μείωση των τιμών – Έκτακτο Συμβούλιο τον Νοέμβριο






Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, λίγο μετά τη λήξη των εργασιών του Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας της ΕΕ στο Λουξεμβούργο, ο Γιοζέφ Σικέλα τόνισε ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν στις βασικές κατευθύνσεις των μέτρων που θα ρίξουν τις τιμές της ενέργειας και κάλεσαν την Επιτροπή να τις εξειδικεύσει.

Επιπλέον, οι υπουργοί Ενέργειας στηρίζουν ευρέως την εισαγωγή ενός δυναμικού πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου που θα περιορίσει την υπερβολική αστάθεια των τιμών, είπε ο Τσέχος υπουργός. Σημείωσε, ωστόσο, ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις όσον αφορά στον μηχανισμό διόρθωσης των τιμών του φυσικού αερίου στο χρηματιστήριο TTF. «Το ζητούμενο είναι να διασφαλιστεί ότι με το πλαφόν αυτό, θα συνεχίσουμε να μπορούμε να λαμβάνουμε από τις αγορές το αέριο που έχουμε ανάγκη», τόνισε ο Γ. Σικέλα. Πρόσθεσε, επίσης, ότι οι Υπουργοί καλωσόρισαν τα μέτρα αλληλεγγύης, τα οποία θα διασφαλίζουν ότι τα κράτη-μέλη θα μπορούν να λαμβάνουν φυσικό αέριο, ακόμα και χωρίς τη σύναψη διμερών συμφωνιών μεταξύ τους.

«Είχαμε μια λεπτομερή συζήτηση με τους Υπουργούς Ενέργειας για το πώς θα προχωρήσουμε», δήλωσε η Επίτροπος Ενέργειας, Κάντρι Σίμσον και πρόσθεσε ότι το πακέτο μέτρων που συμφωνήθηκε έχει σειρά σημαντικών στοιχείων πάνω στο οποίο «θα πρέπει να εργαστούμε μαζί για να υιοθετηθεί στο επόμενο Συμβούλιο Ενέργειας».

Μισογεμάτο ή μισοάδειο ποτήρι και το τέλος (;) του “ιβηρικού μοντέλου”

Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μοιάζουν με μια… μαγική εικόνα, όπου κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ βλέπει ό,τι ακριβώς θα επιθυμούσε, καθώς το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ αναφέρεται μεν στον καθορισμό ανώτατου ορίου για την τιμή του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καταφέρνοντας το φαινομενικά ακατόρθωτο. Να ακυρώσει την ίδια του την πρόταση.

Ο λόγος είναι ότι οι εμπειρογνώμονες της Κομισιόν θεωρούν πως μια πιθανή επέκταση του λεγόμενου «ιβηρικού μοντέλου» σε ολόκληρη την ΕΕ θα έχει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου. Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια είναι η εμπορική συμφωνία ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου για την μετά Brexit εποχή και οι εμπορικές σχέσεις ΕΕ-Ελβετίας. Για παράδειγμα, οι Βρετανοί (όπως και οι Ελβετοί) θα ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι, εισάγοντας φθηνή ηλεκτρική ενέργεια την οποία θα επιδοτούν ουσιαστικά οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι. Κάτι που, σύμφωνα με την Κομισιόν θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτόξευση της χρήσης φυσικού αερίου. Βάσει της Συμφωνίας ΕΕ – Ηνωμένου Βασιλείου, οι 27 δεν μπορούν να επιβάλουν προσαύξηση στις εξαγωγές της φθηνής, επιδοτούμενης, ενέργειας.

Και σε περίπτωση που οι υπουργοί Ενέργειας της ΕΕ δεν θεωρήσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο ως καταστροφικό, η Κομισιόν έχει περισσότερα εργαλεία για να… τρομάξει τους 27. Σε περίπτωση αδιεξόδου, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την αναδιανομή ενέργειας. Κάτι που σημαίνει ότι η Γερμανία που παράγει πολλή ηλεκτρική ενέργειας από φυσικό αέριο θα πρέπει να την μοιράζεται με την Γαλλία, η οποία προσπαθεί απεγνωσμένα να επαναλειτουργήσει στο maximum τους πυρηνικούς της αντιδραστήρες. Δηλαδή, το Βερολίνο θα….επιδοτεί το Παρίσι.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατάφερε να ικανοποιήσει και πάλι όλες τις πλευρές. Και την πλειοψηφία των κρατών-μελών που ζητούν ανώτατο όριο στο φυσικό αέριο και αυτά τα κράτη-μέλη (τα λιγότερα) που απορρίπτουν κάθε τέτοια πιθανότητα. Αναφορικά με τις κοινές αγορές αερίου που προτείνει η Κομισιόν, η Γερμανία και η Ολλανδία εμφανίζονται πρόθυμες να τις αποδεχθούν, καθώς παρόλο που, ο καλός προς το παρόν καιρός, έχει μειώσει την τιμή του φυσικού αερίου, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να γεμίσουν τις «αποθήκες τους» και το 2023 χωρίς να εισάγουν ρωσικό φυσικό αέριο.

Οι συμβιβασμοί κρίνονται περισσότερο απαραίτητοι από ποτέ καθώς το πάλαι ποτέ γαλλο – γερμανικό δίδυμο υπολειτουργεί με τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ να ζητούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σχέδια για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Το Παρίσι ζητά ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα που θα χρηματοδοτηθεί με κοινό ευρωπαϊκό χρέος, ενώ το Βερολίνο αντιπροτείνει την μεγαλύτερη εξοικονόμηση φυσικού αερίου.