Σημεία αιχμής του νομοσχεδίου ήταν μεταξύ άλλων, η αυστηροποίηση των ποινών, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από το τριμελές στο μονομελές πρωτοδικείο και τα αυστηρά κριτήρια για την ανασταλτική ποινή.
Η έντονη διαφωνία μεταξύ των εκπροσώπων των δικαστών και εισαγγελέων και των δικηγορικών συλλόγων, για τις αλλαγές που επέρχονται στον ποινικό κώδικα, χαρακτήρισε την μαραθώνια, οκτάωρη σχεδόν συνεδρίαση, της αρμόδιας επιτροπής της βουλής, που επεξεργάζεται το σχετικό νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, και στην οποία είχαν κληθεί αρμόδιοι εξωκοινοβουλευτικοί φορείς να καταθέσουν τις απόψεις τους.
Σημεία αιχμής του νομοσχεδίου ήταν κυρίως η αυστηροποίηση των ποινών, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από το τριμελές στο μονομελές πρωτοδικείο, τα αυστηρά κριτήρια για την ανασταλτική ποινή, η μείωση της ποινής για φυλάκιση από τα τρία στα δύο χρόνια και η μη υποχρεωτική κλήτευση στο ακροατήριο μαρτύρων αστυνομικών και ανακριτικών υπαλλήλων.
Στην Επιτροπή τέθηκαν επίσης από τους φορείς με ιδιαίτερη ένταση, τα θέματα της ενδοοικογενειακής βίας, η ένταξη του όρου γυναικοκτονία ως ρατσιστικό έγκλημα έμφυλης βίας ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε για την διεύρυνση του πεδίου των περιπτώσεων εγκλεισμού ανηλίκων, σε καταστήματα κράτησης.
Ειδικότερα:
Υπέρ του νομοσχεδίου τάχθηκε η Αλεξάνδρα Ρογκάκου, αναπληρώτρια διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας. σημειώνοντας ότι «οι ρυθμίσεις που αφορούν στην καταπολέμηση της διαφθοράς κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση τόσο για την ισχυροποίηση του εθνικού πλαισίου κατά της διαφθοράς όσο και για την προσαρμογή της χώρας με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, επιτυγχάνοντας την συμμόρφωση με ορισμένες συστάσεις του ΟΟΣΑ».
Χαρακτήρισε επίσης σκόπιμη «την σύσταση ειδικής ομάδας εργασίας από εκπροσώπους του Υπουργείου Δικαιοσύνης αλλά και φορέων όπως η ΑΔΑΕ, το ΣΔΟΕ, η Ενιαία Αρχή Συμβάσεων και η Εθνική Αρχή Διαφάνειας με αντικείμενο την εξέταση κρίσιμων ζητημάτων και παραμέτρων που προκύπτουν στο πλαίσιο της νέας ρύθμισης».
Αντίθετος στον νομοσχέδιο δήλωσε ο Ηλίας Αναγνωστόπουλος, πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, χαρακτηρίζοντας «απολύτως λανθασμένη την αντίληψη ότι η αυστηροποίηση των ποινών μειώνει την εγκληματικότητα».
«Μόνο η Ένωση εισαγγελέων πανηγυρίζει. Όλοι οι υπόλοιποι είναι αντίθετοι στο νομοσχέδιο», είπε και πρόσθεσε:
«Είναι λανθασμένη, ακατανόητη και οπισθοδρομική η προσέγγιση του νομοσχεδίου. Υπονομεύει τους θεσμούς όταν περιορίζεται η υπό όρους απόλυση του φυλακισμένου. Οι διατάξεις ντροπιάζουν τον πολιτισμό μας καθώς αντί να βελτιώσουμε τις συνθήκες στις φυλακές, θα αυξήσουμε τους κρατούμενους, όταν σε όλο τον κόσμο μειώνονται και για να τους στεγάσουμε ετοιμάζουμε προγράμματα στέγασης».
Όπως υποστήριξε, «η απαγόρευση της αναστολής ποινής επανέρχεται ως φάντασμα μιας αποτυχημένης εφαρμογής της».
«Αποψιλώνονται οι ένορκοι από τα μεικτά δικαστήρια. Σφετερίζονται οι εξουσίες του δικαστή, τον οποίο εμφανίζει ανίκανο και του επιτάσσει ότι πρέπει να μην χορηγήσει ανασταλτική ποινή», τόνισε μεταξύ άλλων ενώ χαρακτήρισε περίεργη την ποινή για το αδίκημα της δωροδοκίας.
Η Μαργαρίτα Στενιώτη, εφέτης, πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, υποστήριξε ότι η 7η τροποποίηση ποινικών κωδίκων είναι βέβαιο ότι δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου.
Όπως είπε, «η καλή νομοθέτηση επιβάλει τη σύσταση Νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που θα επεξεργαστεί τα διαχρονικά προβλήματα και όχι να γίνεται με βάσει συγκυριακά ζητήματα ως μέσο αντιεγκληματικής πολιτικής».
«Δεν τεκμηριώνεται ότι η αύξηση των ορίων ποινών συμβάλει στην πάταξη της εγκληματικότητας ενώ η διάταξη για τα ανώτατα όρια ποινών μόνο επικοινωνιακό χαρακτήρα έχει και μας βρίσκει αντίθετους», ανέφερε.
«’Ακρως προβληματική και αντισυνταγματική», χαρακτήρισε την δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του δράστη για εμπρησμό.
Ο Δημήτρης Φούκας, εφέτης, μέλος του Δ.Σ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, εξέφρασε έντονους προβληματισμούς, για την ορθότητα της μεταβίβασης αρμοδιοτήτων από το τριμελές στο μονομελές πρωτοδικείο καθώς και στη διάταξη με τα κριτήρια για ανασταλτική ποινή, η οποία δημιουργεί περιοριστικούς όρους.
Σε αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε η Σοφία Διπλοϊδου, εισαγγελέας πρωτοδικών, αναπληρώτρια γενική γραμματέας, της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, τονίζοντας ότι «αναμφίβολα οι τροποποιήσεις στις οποίες έχουν συμπεριληφθεί και προτάσεις μας, κινούνται στη σωστή κατεύθυνση».
Όπως είπε, σε αυτές περιλαμβάνονται, η κατάργηση του υπολογισμού της χρηματικής ποινής στις ημερήσιες μονάδες, η επαναφορά της χρηματικής ποινής, το μέτρο της δικαστικής επέλασης, η αυτεπάγγελτη δίωξη των αδικημάτων όλων που τελούνται σε βάρος του ελληνικού δημοσίου και το αυτεπάγγελτο της δίωξης της απάτης απιστίας σε βάρος χρηματοδοτικού ιδρύματος, η υποχρέωση της καταβολής παράβολου για την άσκηση προσφυγών και ο περιορισμός των προσχηματικών και παρελκυστικών αναβολών.
« Στο νομοσχέδιο, εξασφαλίζονται οι θεσμικές εγγυήσεις για δίκαιη εκδίκαση υποθέσεων εντός λογικής προθεσμίας και αντιμετωπίζεται το απαράδεκτο φαινόμενο των καθυστερήσεων χωρίς να χαλκιδεύονται τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορημένου», υποστήριξε.
Ωστόσο εξέφρασε τη διαφωνία της «για την αύξηση των ορίων έκτισης ποινής του απαιτούμενου χρόνου καθώς θα δημιουργήσει συμφόρηση στις φυλακές» ενώ απέδωσε τις καθυστερήσεις στην ποινική δίκη «σε συγκυριακές παθογένειες, όπως τα υπερφορτωμένα πινάκια και οι εύκολες αναβολές».
Την έντονη διαφωνία του στις αλλαγές που προωθούνται στον ποινικό κώδικα, εξέφρασε ο πρόεδρος των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, Δημήτρης Βερβεσός, ενώ έκανε λόγο για αβυσσαλέα διαφορά που έχει με τις απόψεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
«Μάλλον είμαι στη σωστή πλευρά της ιστορίας εγώ και προφανώς έχω αντιληφθεί την αβυσσαλέα διαφορά που έχω με ανθρώπους που έχουν υπερφορτώσει τα πινάκια και έρχονται σήμερα να που, ότι το πρόβλημα εντοπίζεται σε όλους τους άλλους», ανέφερε ο κ. Βερβεσός.
«Το σύστημα επιβολής και έκτισης ποινών φυλάκισης για πλημμελήματα, προδίδει έντονη δυσπιστία στον φυσικό δικαστή, και προσπάθεια του νομοθέτη να περιορίσει την διακριτική του ευχέρεια να κρίνει εξατομικευμένα τον κάθε κατηγορούμενο», τόνισε και συμπλήρωσε:
«Το νομοσχέδιο επιφέρει αλλαγές στον ποινικό κώδικα με πιο σημαντική την τροποποίηση στον κεντρικό νευρικό πυλώνα της απονομής δικαιοσύνης στη πατρίδα μας. Και από την πλευρά που βρισκόμασταν πριν λίγα χρόνια με κάποιες συγκεκριμένες ιδεοληπτικές τοποθετήσεις που είχαμε εντοπίσει το 2019, πάμε στην αντίθετη πλευρά, άλλων ιδεοληπτικών αντιλήψεων, οι οποίες εμφορούνται στην έντονη αμφισβήτηση το ρόλου του δικαστή αλλά κυρίως στην συρρίκνωση των θεσμικών εγγυήσεων που διέπουν την ποινική δίκη και τα δικαιώματα του κατηγορούμενου τα οποία βάναυσα ταλαιπωρούνται με την έννοια της επιτάχυνσης και της απονομής δικαιοσύνης», υπογράμμισε.
Υποστήριξε ακόμα ότι «το νομοσχέδιο έρχεται σε σύγκρουση με δικαιώματα αλλά και με κεντρικές ιδέες που διέπουν την ποινική δίκη από τότε που υφίσταται η ποινική δικονομία».
«Θα λειτουργήσει αρνητικά το σύστημα επιβολής και έκτισης ποινών.
Πρακτικά, κάθε ποινή φυλάκισης άνω των δύο ετών, θα οδηγεί υποχρεωτικά σε εγκλεισμό κάποιας διάρκειας, σε ένα σωφρονιστικό κατάστημα. Δεσμεύει με τον τρόπο αυτό τον δικαστή εκ των προτέρων σε συγκεκριμένες πράξεις» είπε ο κ. Βερβεσός και συνέχισε:
« Στην επιβράδυνση και όχι στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης κινείται και η ρύθμιση με την οποία καθορίζεται ότι τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων παραπέμπονται απευθείας στο ακροατήριο χωρίς το φίλτρο των συμβουλίων. Η άνευ διακρίσεων ένταξη όλων των κακουργημάτων που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους, δεν έχει εσωτερική συνοχή και είναι ανορθολογική.
Με προβλεπόμενη την μεγάλη αύξηση της πραγματικής έκτισης των ποινών για πλημμελήματα, καθίσταται σοβαρότατη παράλειψη, να μην προβλέψει την υποχρεωτική παράσταση συνηγόρου. Το ενδεχόμενο να στερηθούν της ελευθερίας τους πολίτες οι οποίοι δεν είχαν την δυνατότητα υπεράσπισης τους από συνήγορο εξαιτίας της παράλειψης, θα οδηγήσει σίγουρα σε καταδίκη της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο»..
Ο κ. Βερβεσός μίλησε ακόμα για «λαϊκίστικου τύπου στοχοποίηση των δικηγόρων ως παρανομούντων για τις αναβολές των δικών», προσθέτοντας ότι «είναι δεδομένο ότι σε ένα πινάκιο κακουργημάτων έχουμε 10 υποθέσεις από υπερφόρτωση που κάνουν οι εισαγγελείς οι οποίοι εκδικάζουν 3 ή 4 και οι υπόλοιπες αναβάλλονται».
«Τα πινάκια φορτώνονται με ευθύνη των εισαγγελέων και στο μονομελές και στο τριμελές και στο κακουργημάτων .Είναι η απόλυτη στοχοποίηση των δικηγόρων ως κεντρικού υπευθύνου με την μία μόνο αναβολή, από τη δεύτερη, και την κατάργηση του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας, με το ιατρικό πιστοποιητικό μόνο από ιδιωτικό νοσηλευτήριο και όχι από ιδιωτικό γιατρό. Και θα το δείτε αυτό, όταν θα σταματήσουμε την αποχή, πέρα του ότι παραβιάζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην επιλογή δικηγόρου της επιλογής του», ανέφερε ο κ. Βερβεσός.
Ως το σημαντικότερο θέμα, χαρακτήρισε ο Πολυχρόνης Τσιρίδης νομικός σύμβουλος της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, «τις ποινές με φυλάκιση άνω των δύο ετών που οδηγούν τον κόσμο στη φυλακή».
« Αυτό είναι το άλφα και το ωμέγα του νομοσχεδίου», τόνισε εκφράζοντας την πλήρη αντίθεση του.
Ο Χρήστος Μυλωνόπουλος, πρόεδρος του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, χαρακτήρισε θετική τη ρύθμιση «για την κατάργηση της εγκλίσεως στα περιουσιακά αδικήματα, διότι υπήρχε το μη σύμφωνο φαινόμενο, ως προς την έννοια του κράτους δικαίου, να παραμένουν ατιμώρητες διάφορες πράξεις απάτης, υπεξαίρεσης απιστίας κλπ».
Ταυτόχρονα μίλησε για «υπερβολική διεύρυνση της ποινικής δικαιοδοσίας των μονομελών πρωτοδικείων», τονίζοντας ότι η ρύθμιση πρέπει να επανεξεταστεί.
Από την πλευρά του, ο Αριστομένης Τζανετής, γενικός γραμματέας της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, άσκησε κριτική στην πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, σημειώνοντας ότι «από τη μία είπε ότι οφείλονται στην υπερφόρτωση των δικαστηρίων, οι καθυστερήσεις στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, και από την άλλη τάχθηκε υπέρ ενός μοντέλου της απευθείας παραπομπής το οποίο εγγυάται την υπερφόρτωση αυτή των πινακίων».
«Η εμπειρία μέχρι τώρα έχει καταδείξει ότι όπου υπάρχει απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο είναι σπανιότατο το φαινόμενο της έκδοσης απαλλακτικών βουλευμάτων», ανέφερε ο κ. Τζανετής.
Στάθηκε ακόμα, στην κλήτευση μαρτύρων, και στην πρόβλεψη ότι ο εισαγγελέας δεν υποχρεούται να καλεί στο ακροατήριο ανακριτικούς υπαλλήλους και αστυνομικούς, σημειώνοντας ότι στη κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης είχε επισημανθεί ότι αυτή η διάταξη εμφανίζει σοβαρά σημεία τριβής, στο δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει στο ακροατήριο τους μάρτυρες.
«Φοβάμαι ότι αυτή η ρύθμιση δεν θα επιτύχει το σκοπό της διότι δεν είναι δεδομένο ότι οι κατηγορούμενοι γνωρίζουν αυτό το δικαίωμα, ούτε είναι δεδομένο ότι έχουν δικηγόρο ο οποίος θα τους ενημερώσει αν υπάρχουν μάρτυρες αστυνομικοί οι οποίοι πρέπει να κλητευθούν.
Η παραίτηση από ένα υπερασπιστικό δικαίωμα πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη. Δεν μπορεί να συνταχθεί παραίτηση από το δικαίωμα, με την παράληψη άσκησης ενός δικαιώματος το οποίο παρέχεται στον ποινικό κώδικα», τόνισε χαρακτηριστικά.
Χαρακτήρισε επίσης, «πρωτόγνωρη τη ρύθμιση για πλασματικά όρια έκτισης ποινής για την επίτευξη δικονομικών σκοπών».
«Οι πράξεις που εξ ορισμού έχουν απαξία, όπως η απόπειρα και η απλή συνέργεια, παρέχεται η δυνατότητα να φτάσει η προσωρινή κράτηση στα ανώτατα όρια με μία ρύθμιση δυσανάλογη που δεν συμβαδίζει με τις αξιολογήσεις του ποινικού δικαίου», είπε.
Η Ιωάννα Λαζογεώργου, υπεύθυνη τύπου και δημοσίων σχέσεων της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος, εστίασε στην υποστελέχωση και στα κενά που υπάρχουν στις δικαστικές υπηρεσίες της χώρας, οι οποίες αγγίζουν το 40%, όπως είπε.
Υποστήριξε ότι «η μεταφορά από τις πολυμελείς στις μονομελείς συνθέσεις, θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα με τις υποστελεχωμένες ήδη υπηρεσίες οι οποίες είναι ανέφικτο να καλύψουν τις ανάγκες που θα προκύψουν».
Παράλληλα, επανέφερε «το πάγιο αίτημα των δικαστικών υπαλλήλων για την κάλυψη των οργανικών θέσεων και την πρόσληψη τουλάχιστον 1000 υπαλλήλων για να καλυφθούν τα τεράστια κενά».
Την αντίθεση του στο νομοσχέδιο εξέφρασε ο Αλέξανδρος Δημάκης, γενικός γραμματέας της Εθνικής Εταιρίας Ποινικού Δικαίου, υποστηρίζοντας ότι «είναι βαρύ ατόπημα να γίνονται τέτοιας εκτάσεως μεταβολές στα δύο βασικότερα ποινικά νομοθετήματα και να μην έχει ακουστεί η επιστήμη, οι νομικές φωνές και να μην έχει συγκροτηθεί Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή».
Τόνισε επίσης ότι «υπάρχουν ζητήματα συνταγματικότητας στο νόμο και ένα από αυτά είναι η δήμευση περιουσιακών στοιχείων στον εμπρησμό».
Μίλησε επίσης για «σοβαρά ζητήματα που προκύπτουν για την ποιότητας της δικαιοσύνης και της απονομής της, με την διευρυμένη αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων».
«Ας μην γελιόμαστε. Στο μονομελές πρωτοδικείο, και αναφέρομαι κυρίως στα πλημμελειοδικεία της περιφέρειας, μπορεί να βρεθεί να δικάζει άπειρος δικαστής με εμπειρία δύο τριών ετών. Με την διεύρυνση της αρμοδιότητας των πλημμελειοδικών θα βρεθεί να δικάσει δύσκολα εγκλήματα, όπως τοκογλυφία, εκβίαση, απάτη, ή ακόμα, θα δικάσει ένας τέτοιος δικαστής την υποστήριξη και εκπαίδευση τρομοκρατών; αυτά δεν μπορεί να τα δικάσει ένας δικαστής. Όσο και αν η επιδίωξη είναι η επιτάχυνση της δικαιοσύνης δια της αποδεσμεύσεως των λοιπών δικαστών της συνθέσεως, το αποτέλεσμα θα είναι μία μεγάλη πτώση της ποιότητας της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης», υπογράμμισε.
Ο Νίκος Κουλούρης, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Μελέτης και του Κοινοτικού Ελέγχου, αναπληρωτής καθηγητής σωφρονιστικής πολιτικής στο τμήμα κοινωνικής πολιτικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, συντάχθηκε με τους φορείς που έθεσαν ζητήματα «αποδόμησης της ποινικής δίκης και των βασικών της αρχών».
Ταυτόχρονα, χαρακτήρισε «μείζον θέμα την αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων».
«Η αντίληψη που εκφράζεται στο σχέδιο νόμου βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την διεθνώς αναγνωρισμένη γενική αρχή για τη χρήση της ποινής που προσβάλει την προσωπική ελευθερία ως έσχατη επιλογή. Είναι θέσφατο ότι η συγκεκριμένη ποινή, δεν μπορεί να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ποινικού συστήματος και πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ ως έσχατο καταφύγιο της έννομης τάξης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Η έννοια της επικινδυνότητας επανέρχεται με λανθάνοντα τρόπο, με αόριστη αξιολογική έννοια», είπε, διαφωνώντας πλήρως ότι «η αυστηροποίηση των ποινών θα συμβάλει στην μείωση της εγκληματικότητας», τονίζοντας ότι αυτό είναι ένα μοντέλο που δοκιμάστηκε και έχει αποτύχει.
Ο Ανδρέας Ποττάκης, Συνήγορος του Πολίτη, εστίασε τις παρατηρήσεις του στην προάσπιση των δικαιωμάτων, τονίζοντας ότι «κάθε πρωτοβουλία αναθεώρησης των κανόνων που σχετίζονται με την οργάνωση και τη λειτουργία του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης πρέπει να γίνεται υπό το πρίσμα μιας ολιστικής επανεξέτασης, τόσο στο σύστημα των ποινών στην επιμέτρηση τους, αλλά και στις συνθήκες κράτησης».
« Οι βασικοί άξονες της σύγχρονης ευρωπαϊκής αντιεγκληματικής πολιτικής, είναι η προστασία των δικαιωμάτων, η ασφάλεια, τόσο των κρατουμένων όσο και του φυλακτικού προσωπικού, η μείωση του εγκλεισμού, η ενίσχυση των εναλλακτικών μέτρων κράτησης και η επένδυση σε ουσιαστικά μέτρα ομαλής και αποτελεσματικής ένταξης», επεσήμανε ο κ. Ποττάκης και συμπλήρωσε:
«Στο σχέδιο νόμου, σε σειρά διατάξεων που αφορούν τον ποινικό κώδικα παρατηρούμε μία εκτεταμένη και οριζόντια προσαύξηση του ανώτατου ορίου πρόσκαιρης κάθειρξης και αντίστοιχη αναπροσαρμογή των στερητικών ποινών και της ελευθερίας, όπως επίσης και αυστηροποίηση του πλαισίου έκτισης της αναστολής της ποινής, κάτι το οποίο είναι βέβαιο ότι θα έχει άμεση επιβάρυνση στις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων».
Έμφαση έδωσε στην διασφάλιση των δικαιωμάτων των ανηλίκων, αναγνωρίζοντας ότι «υπάρχει σειρά θετικών διατάξεων που στοχεύουν στην προστασία και στην υποστήριξη των ανήλικων θυμάτων αλλά και περαιτέρω προστασία των επαγγελματιών για ανάληψη δράσης σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ενδοοικογενειακής βίας».
Ωστόσο, όπως είπε, «διευρύνεται το πεδίο των περιπτώσεων εγκλεισμού ανηλίκων σε καταστήματα κράτησης κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα προβληματικό ενώ έρχεται και σε αντίθεση με τη διεθνή σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού και την προστασία του».
«Η στέρηση της ελευθερίας του παιδιού πρέπει να επιλέγεται ως απολύτως έσχατη επιλογή. Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ ποια είναι η σκοπιμότητα και το προσδοκώμενο από την αύξηση των ανώτατων χρονικών ορίων κράτησης, από 8 στα 10 χρόνια στις φυλακές», ανέφερε. .
Τέλος, χαρακτήρισε θετικές τις προτεινόμενες ρυθμίσεις για την ενδοοικογενειακή βία.
Η Αννέτα Κιόση, εκπρόσωπος του Πανελλήνιου Σωματείου Εργαζομένων στις Δομές της Γενικής Γραμματείας Ισότητας Φύλων, εξέφρασε προβληματισμό, ως προς τον θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης, καθώς στην πράξη, όπως είπε, «δεν υπάρχουν αρκετά θεραπευτικά προγράμματα ιδιαίτερα στην περιφέρεια», και τόνισε «την ανάγκη βελτιωτικών αλλαγών για την ενίσχυση των δομών με έμψυχο δυναμικό».
Υποστήριξε ακόμα ότι «απαιτείται ρητή πρόβλεψη ώστε να μην τεκμαίρεται διάρρηξη της γωνιακής σχέσης με υπαιτιότητα του έχοντος την επιμέλεια γονέα, σε περίπτωση άρνησης του ίδιου του τέκνου να επικοινωνήσει με τον πατέρα και δράστη της οικογενειακής βίας».
Η κ. Κιόση ζήτησε τέλος την ένταξη του όρου γυναικοκτονία, ως ξεχωριστό κείμενο στο νομοσχέδιο.
Έμφαση στα θέματα της οικογενειακής βίας έδωσε η Κική Πετρουλάκη, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Κατά της Βίας, υποστηρίζοντας πως «είναι ανύπαρκτες οι ρυθμίσεις για το μείζον αυτό ζήτημα γεγονός που δείχνει ότι δεν ενδιαφέρεται η κυβέρνηση και το θεωρεί ασήμαντο».
Όπως είπε, η ενδοοικογενειακή βία πρέπει να ενταχθεί στον ποινικό κώδικα ως αυτόνομο ζήτημα ενώ επεσήμανε ότι η χώρα μας δεν εφαρμόζει την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, και έχει καταδικαστικές αποφάσεις αλλά και 71 συστάσεις από την Ευρωπαϊκή Ευρώπη, οι μισές από τις οποίες είναι επείγουσες.
« Γι αυτές θα ελεγχθεί η χώρα σε τρία χρόνια, όμως στο νομοσχέδιο δεν υπάρχει τίποτα και αν δεν αποσυρθεί τώρα δεν ξέρω πότε θα γίνουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις», σημείωσε.
Στην ενδοοικογενειακή βία εστίασε και η Ασπασία Θεοφίλου, ιδρύτρια του «Strong Me», επαναφέροντας το πάγιο αίτημα της ΜΚΟ να αναγνωριστεί και να ενταχθεί στο νόμο το έγκλημα της γυναικοκτονίας ως ρατσιστικό έγκλημα.
«Αποτελεί κοινωνική ανάγκη η αναγνώριση της πιο ακραίας μορφής έμφυλης βίας ενός εγκλήματος που αποτελεί την τελική πράξη σε μία σειρά μικρότερων πράξεων βίας κατά των γυναικών που δείχνει και το τι συμβαίνει μέσα στα σπίτια και ποια είναι η εξέλιξη της ενδοοικογενειακής βίας όσο δεν την αντιμετωπίζουμε», υπογράμμισε.
Έντονα επικριτικός εμφανίστηκε ο Γιάννης Ιωαννίδης, Α΄ Αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δηλώνοντας ότι συντάσσεται πλήρως με απόψεις φορέων περί «υπερποινικοποίησης».
«Το σχέδιο νόμου αυτό χαρακτηρίζεται από δύο καινούργια στοιχεία. Το πρώτο, θα μπορούσα να του δώσω ένα τίτλο «περισσότερη φυλακή για όλους». Στις φυλακές υπερ-εκπροσωπούνται οι αλλοδαποί, οι ρομά και οι εξαρτημένοι, τώρα θα έχουμε και τον μέσο έλληνα. Και το δεύτερο στοιχείο είναι ότι θα έχουμε και ανήλικους στα σωφρονιστικά καταστήματα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μίλησε ακόμα για «μια σειρά ρυθμίσεων που συνιστούν περιορισμό των δικαιωμάτων με αμφίβολη αποτελεσματικότητα και μάλλον σε ορισμένες περιπτώσεις με αντίθετα αποτελέσματα».
Ακόμα προβληματισμό εξέφρασε για την «ποιότητα της απονομής δικαιοσύνης» σημειώνοντας ότι «η ποιότητα των εκδιδόμενων δικαστικών αποφάσεων έχει και εκείνη τη συνεισφορά της στην επιτάχυνση ή την επιβράδυνση της».
Τέλος στάθηκε ιδιαίτερα και στην διάταξη περί μη κλήτευσης στο ακροατήριο ανακριτικών υπαλλήλων και αστυνομικών, τονίζοντας ότι «με τα βεβαιότητας είναι σε ευθεία αντίθεση με την ευρωπαϊκή σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου».
«Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο βρίσκει κάθετα και οριζόντια αντίθετο όλο το νομικό κόσμο», τόνισε από την πλευρά του ο Βασίλης Ταουξής, πρόεδρος της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων.
«Το σχέδιο νόμου οδηγεί στη διάλυση του συστήματος της απονομής της δικαιοσύνης. Δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει διότι αψηφούνται βασικές δογματικές αρχές της απονομής του δικαίου αλλά και αναφύονται μια σειρά από πελώρια πρακτικά προβλήματα.
Είναι δυνατόν να κάνουμε δίκη στο ποινικό ακροατήριο χωρίς την παρουσία των μαρτύρων αστυνομικών; Τότε καταργείται η έννοια της ακροαματικής διαδικασίας. Οδηγούμαστε στην κατάργηση θεμελιωδών συνταγματικών και δικονομικών προβλέψεων», επεσήμανε χαρακτηριστικά.
Ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Σωφρονιστικών Υπαλλήλων Ελλάδος, Πολύκαρπος Μπίλιος, τάχθηκε εναντίον της αυστηροποίησης των ποινών υποστηρίζοντας ότι «θα οδηγήσει στην περαιτέρω συμφόρηση των ήδη υπερφορτωμένων καταστημάτων κράτησης με το υποστελεχωμένο φυλακτικό, διοικητικό προσωπικό αλλά και όλων των κλάδων, καθώς και της προβληματικής κτιριακής υποδομής».
«Οι υπό ανέγερση φυλακές, ως δια μαγείας αύριο το πρωί να μπορούσαν να λειτουργήσουν, σε σύντομο χρονικό διάστημα δεν θα μπορούσαν να λύσουν ένα πρόβλημα που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε στα καταστήματα κράτησης, λόγω του ήδη υπάρχοντος υπερπληθυσμού», ανέφερε.
Τέλος ζήτησε, στην εξαίρεση μαρτύρων στην ακροαματική διαδικασία να συμπεριληφθούν μαζί με τους αστυνομικούς και τους ανακριτικούς υπαλλήλους και οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι.