Η επόμενη μέρα της Τουρκίας και πότε αυτή θα έρθει είναι ένα ζήτημα που απασχολεί έντονα την Αθήνα. Εστω και ανεπίσημα. Το τέλος της εξουσίας του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μοιάζει να είναι πιο κοντά από ποτέ. Η μεγάλη κρίση της τουρκικής οικονομίας του 2001 ήταν αυτή που γέννησε τον Ερντογάν. Και η κρίση του 2021 αυτή που απειλεί να τον «σκοτώσει». Ο «πατέρας» του οικονομικού θαύματος, ο πολιτικός που καυχήθηκε ότι έβαλε ηλεκτρική κουζίνα και ψυγείο στα σπίτια των Τούρκων, σήμερα χαρακτηρίζεται ως ο «τούρκος Νέρωνας» από τα ΜΜΕ της αντιπολίτευσης. Οπως σημειώνουν άλλωστε και αναλυτές, ο Ερντογάν μπορεί να «έκοψε» έξι μηδενικά στο νόμισμα, αντικαθιστώντας το 1 εκατ. λίρες με μία, την περίοδο της ανάπτυξης, ωστόσο η αξία του νομίσματος στα κατάστιχα των τραπεζών δεν άλλαξε.
Για τη Δύση σαφώς η αντίστροφη μέτρηση άρχισε πολύ νωρίτερα, όταν ο Ερντογάν από συνεργάσιμος εταίρος αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να διεκδικήσει περισσότερα από όσα του αναλογούν και να επιχειρήσει να παρουσιάσει την Τουρκία ως μια περιφερειακή δύναμη που μπορεί να κοιτάζει κατάματα τις ΗΠΑ, να συμμαχεί με τη Ρωσία και να επιλέγει να αντιπαρατεθεί με τη Γαλλία, απειλώντας τη συνοχή του ΝΑΤΟ. Ο πολύτιμος σύμμαχος έγινε «δύσκολος», αλλά ακόμα απαραίτητος, η καταπάτηση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» έγινε σημαία και η συζήτηση της διαδοχής άνοιξε. Αν ο διάδοχος του Ερντογάν για τη Δύση είναι ένα απλό θέμα, καθώς οι πρόθυμοι στην αντιπολίτευση να συνεργαστούν είναι πολλοί, για την Αθήνα μοιάζει πιο σύνθετο. Και αυτό γιατί η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην Τουρκία δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση την εγκατάλειψη των διεκδικήσεών της σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, ούτε αλλαγή στάσης στο Κυπριακό.
Από την ελπίδα στην κρίση
Τα γεγονότα του 2020, με τη μεταναστευτική κρίση που καθοδήγησε η Τουρκία στον Εβρο, το «Ορούτς Ρέις» και το τουρκολιβυκό μνημόνιο, έκαναν τον Ερντογάν έναν ακόμα πιο δύσκολο συνομιλητή και για την Αθήνα, παρότι στην αρχή της εξουσίας του οι ελπίδες για συνεννόηση έμοιαζαν περισσότερες.
Υπενθυμίζεται ότι ο Ερντογάν ήταν ο πρώτος τούρκος πρωθυπουργός που πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα το 2004, από το 1988, ενώ το 2010 επέστρεψε στην Αθήνα με πάνω από 300 επιχειρηματίες και υπέγραψε 21 συμφωνίες. Η πρώτη περίοδος Ερντογάν είχε φέρει και μια ύφεση στα ελληνοτουρκικά, χωρίς ωστόσο επί της ουσίας υποχώρηση της Αγκυρας.
Υπενθυμίζεται ότι η Μεράλ Ακσενέρ αλλά και ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου της τουρκικής αντιπολίτευσης έχουν επανειλημμένα αναφερθεί σε «κατοχή» της Ελλάδας σε 18 νησιά του Αιγαίου καλώντας τον Ερντογάν να τα πάρει πίσω. Χαρακτηριστική η πρόσφατη συνέντευξη Κιλιτσντάρογλου στα «ΝΕΑ», στην οποία ο πρόεδρος του CHP, που ηγείται της αντιπολίτευσης, στο θέμα του Κυπριακού ρίχνει την ευθύνη στους Ελληνοκυπρίους, στα ελληνοτουρκικά, αν και τάσσεται υπέρ της Χάγης, υποστηρίζει ότι είναι λάθος να θεωρούνται προβλήματα ΕΕ – Τουρκίας, καθώς είναι διμερή ζητήματα, ενώ αποδίδει στις Βρυξέλλες το σύνολο της ευθύνης για τα προβλήματα στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ενωσης – Τουρκίας.
Οι διάδοχοι
Διπλωμάτες εκφράζουν προβληματισμό για την επόμενη μέρα της Τουρκίας και σημειώνουν στα «ΝΕΑ» ότι δεν υπάρχουν δείγματα εντυπωσιακής στροφής στην πολιτική απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο. Για τους πλέον απαισιόδοξους μια πιο φιλική προς τη Δύση κυβέρνηση δεν αποκλείεται να δυσκολέψει ακόμα περισσότερο Αθήνα και Λευκωσία, καθώς η γενικότερη στάση του Ερντογάν και το συγκρουσιακό κλίμα που δημιούργησε ήταν αυτά που έβγαλαν την Ελλάδα από το κάδρο της «γραφικότητας» αναδεικνύοντας την Τουρκία ως παραβάτη.
Σε αυτό το πλαίσιο διπλωμάτες σημειώνουν ότι οι λύσεις Εκρέμ Ιμάμογλου ή Μανσούρ Γιαβάς μπορεί να φαντάζουν για κάποιους ελκυστικές, ωστόσο στα ζητήματα που απασχολούν την Αθήνα η μόνη λύση είναι η Τουρκία να αποφασίσει να παραιτηθεί από μονομερείς και μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις.