Εσπευσμένα μέσα στο καλοκαίρι ορίστηκε η νέα δίκη για τους υπεύθυνους της τραγωδίας στο Μάτι, καθώς ο κίνδυνος να παραγραφεί η υπόθεση και κανένας να μην τιμωρηθεί είναι πλέον, όχι μόνον ορατός, αλλά και άμεσος.
Μετά την έφεση που ασκήθηκε από τον εισαγγελέα εφετών Σπ. Παππά μετά την απόφαση του πρώτου βαθμού προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων για την επιείκεια της και την ατιμωρησία που ουσιαστικά επιφύλαξε το δικαστήριο στους κατηγορούμενους, τώρα θα γίνει νέα δίκη σε δεύτερο βαθμό (εφετείο).
Η δίκη θα γίνει μέσα στο καλοκαίρι, ορίστηκε στις 8 Ιουλίου, χωρίς διακοπή, ούτε τον Αύγουστο, προκειμένου να καταβληθεί στο παρά πέντε προσπάθεια από τη δικαιοσύνη να προλάβει την παραγραφή κάθε ευθύνης για την ανείπωτη τραγωδία καθώς η υπόθεση παραγράφεται τον Ιούλιο του 2026 και μέχρι τότε πρέπει να έχουν γίνει τα εξής.
Να έχει τελειώσει η δίκη στο εφετείο, που θα γίνει και πάλι με 20 κατηγορούμενους και επιπλέον να έχουν τελειώσει και όλες οι διαδικασίες στον Αρειο Πάγο, γεγονός που εκτιμάται ως πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον, αν σκεφθεί κανείς ότι μέχρι σήμερα έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια για να εκδοθεί απόφαση μόνον σε πρώτο βαθμό!
Στη νέα δίκη που θα ξεκινήσει τον Ιούλιο θα δικαστούν εξ αρχής 20 υψηλόβαθμα στελέχη του κρατικού μηχανισμού, Πυροσβεστικής, Πολιτικής Προστασίας και Συντονιστικού Κέντρου και αυτοδιοικητικοί παράγοντες, δύο δήμαρχοι της περιοχής και η τότε περιφερειάρχης.
Όλοι, όσοι ήταν δηλαδή κατηγορούμενοι και στην πρώτη δίκη, ανεξάρτητα αν κάποιοι αθωώθηκαν η καταδικάστηκαν καθώς η έφεση που ασκήθηκε ουσιαστικά ανέτρεψε πλήρως την απόφαση του πρώτου βαθμού.
Έτσι, στη νέα δίκη θα δικαστούν και οι 20 κατηγορούμενοι, πλην του ηλικιωμένου που βαρύνεται με την εγκληματική βαρύτατη πράξη να βάλει τη φωτιά που επεκτάθηκε με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα στη συνέχεια λόγω σωρείας λανθασμένων χειρισμών και παραλείψεων από πλευράς υπευθύνων. Ο εν λόγω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό σε τρία χρόνια φυλάκιση και γι αυτόν δεν ήταν δυνατόν -κατά τον νόμο- να ασκηθεί έφεση, έτσι δεν θα ξαναδικαστεί.
Η έφεση που ασκήθηκε περιέλαβε τα πάντα. Και τις αθωώσεις και τις καταδίκες, και τα ελαφρυντικά που αναγνωρίστηκαν και τη μετατροπή των ποινών σε χρηματικές.
Ειδικότερα η απόφαση του πρώτου βαθμού αφορούσε σε καταδίκες μόνον για έξι από τους 21 συνολικά κατηγορούμενους, και για ποινές που ήταν πέντε χρόνια για τα υψηλόβαθμα κρατικά στελέχη και τρία χρόνια για τον ηλικιωμένο που έβαλε τη φωτιά. Το δικαστήριο επίσης αναγνώρισε ελαφρυντικά και τελικά προχώρησε σε μετατροπή των ποινών σε χρήμα, που ήταν και το «κερασάκι» της οργής κατά της απόφασης αυτής.
Να θυμίσουμε εδώ ότι το δικαστήριο του πρώτου βαθμού καταδίκασε μόνον πέντε υψηλόβαθμα στελέχη της Πυροσβεστικής και του Συντονιστικού σε ποινές φυλάκισης πέντε χρόνων για 102 ανθρωποκτονίες από αμέλεια και 32 σωματικές βλάβες από αμέλεια, όσοι και οι νεκροί και οι εγκαυματίες, ενώ σε ποινή τριών ετών καταδίκασε τον ηλικιωμένο που έκανε την εγκληματική πράξη βάζοντας τη φωτιά που επεκτάθηκε με τα ολέθρια στη συνέχεια αποτελέσματα που πολλαπλασιάστηκαν με γεωμετρική πρόοδο από τη σωρεία κρατικών πράξεων και κυρίως παραλείψεων.
Από τους 21 συνολικά κατηγορούμενους που έφθασαν στο εδώλιο μόνον 6 κρίθηκαν ένοχοι με τις ποινές που προαναφέρθηκαν, ενώ στη συνέχεια το δικαστήριο προχώρησε σε μετατροπή της ποινής τους σε χρήμα, προσδιορίζοντας την μετατροπή προς 10 ευρώ την ημέρα!
Πάντως μέχρι τώρα η δικαιοσύνη βαρύνεται με αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στο στάδιο της ανάκρισης που οδήγησαν την υπόθεση έξι χρόνια μετά την τραγωδία και την εκατόμβη των νεκρών σε απόφαση πρώτου βαθμού, ενώ η δίκη σε πρώτο βαθμό παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του δικαστηρίου κράτησε συνολικά 19 μήνες για να καταλήξει σε απόφαση που ουσιαστικά ανατράπηκε πλήρως από την έφεση του εισαγγελέα.
Η τότε πρωτοβουλία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειο Πλιώτα για ανάθεση εξ αρχής των ανακρίσεων σε εφέτη ανακριτή, όπως έγινε και στα Τέμπη αλλά και σε όλες τις σοβαρές υποθέσεις, δυστυχώς απορρίφθηκε τότε και η ανάκριση στη συνέχεια περιπλέχτηκε στη δίνη των καθυστερήσεων και των ατελέσφορων αιτημάτων.
Βεβαίως η επέλευση της παραγραφής σε μία τέτοια τραγωδία θα σημάνει κόλαφο για το δικαστικό μας σύστημα και για το κράτος δικαίου, ενώ ήδη η δικαιοσύνη με τους χειρισμούς συγκεκριμένων δικαστικών χρεώνεται την αποτυχία να προχωρήσει γρήγορα τις έρευνες και να φθάσει έγκαιρα σε δίκη, ενώ μεγάλες ευθύνες αποδίδονται μέσα στη δικαιοσύνη πλέον στους χειρισμούς του ανακριτή και στην επιμονή του να ασκηθούν διώξεις σε βαθμό κακουργήματος κάτι που νομικά δεν έστεκε και δεν θα οδηγούσε σε καταδίκες και το οποίο απορρίφθηκε κατ επανάληψη από τις εισαγγελικές αρχές και όλα τα δικαστικά συμβούλια.
Όμως, οδήγησε σε τεράστιες καθυστερήσεις την έρευνα και τη μετέπειτα διαδικασίες.