Τα τελευταία χρόνια συμβαίνει κάτι μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα. Το Δημόσιο, το οποίο για δεκαετίες υπήρξε το όνειρο για κάθε νέο παιδί, χάνει την αίγλη του. Όχι απλώς παύει να είναι ελκυστικός εργοδότης, αλλά του γυρίζουν την πλάτη ακόμα και αυτοί που κατακτούν την άλλοτε πολυπόθητη μονιμότητα.
Τα στοιχεία του ΑΣΕΠ είναι αποκαλυπτικά. Περίπου το 40% των επιτυχόντων κάθε προκήρυξης μόνιμης θέσης στο Δημόσιο αρνείται τον διορισμό και παραιτείται πριν καν αναλάβει εργασία. Με βάση τα ίδια στοιχεία, το όνειρο του Δημοσίου, ως αρχική σκέψη, δεν έχει σβήσει. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις χιλιάδες αιτήσεις που κατατίθενται ακόμα και για μερικές δεκάδες θέσεων. Το ίδιο όνειρο, όμως, καταρρέει όταν εγκρίνεται ο διορισμός και ο επιτυχών έρχεται αντιμέτωπος με την ωμή αλήθεια.
Οι άνθρωποι του ΑΣΕΠ παρακολουθούν το τελευταίο διάστημα να εξελίσσεται μια φαινομενικά αντιφατική κατάσταση. Συνολικά, το 2022 για 6.236 θέσεις κατατέθηκαν 303.877 αιτήσεις. Κατά μέσο όρο, για κάθε θέση που προκηρύχθηκε κατατέθηκαν 48 αιτήσεις. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, υπήρξαν και περιπτώσεις όπως η προκήρυξη 8Κ/2021, στην οποία για κάθε προκηρυχθείσα θέση κατατέθηκαν περίπου 288 αιτήσεις. Πώς εξηγείται, όμως, από τη μία να υπάρχουν εκατοντάδες αιτήσεις για μία και μόνο θέση και από την άλλη, όταν ο διορισμός επιτυγχάνεται, οι υποψήφιοι να παραιτούνται;
Αποδοχές
Η αλήθεια είναι ότι ο κάθε υποψήφιος συνειδητοποιεί τι εστί Δημόσιο όταν επιτύχει στον διαγωνισμό. Οι αποδοχές ενός δημοσίου υπαλλήλου εξακολουθούν να είναι χαμηλότερες από αντίστοιχες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα και χωρίς τα δώρα. Πολλοί επίσης απογοητεύονται από την απόσταση από τον τόπο κατοικίας τους, Ακόμα και αν αναφερόμαστε σε περιοχές του Λεκανοπεδίου. Πρόσφατα καταγράφηκε περίπτωση άρνησης αποδοχής διορισμού επειδή ο επιτυχών θα έπρεπε να μετακινείται από τον Πειραιά στα Βριλήσσια.
Παράλληλα, η μείωση της ανεργίας συνολικά, σε συνδυασμό με τον μεγάλο χρόνο έκδοσης αποτελεσμάτων παρά τις προσπάθειες του ΑΣΕΠ, διευκολύνει την εύρεση εργασίας στο διάστημα αναμονής, με αποτέλεσμα πολλές φορές, όταν κάποιος επιτυγχάνει στο Δημόσιο, να έχει βρει εργασία με ικανοποιητικές αποδοχές και συνθήκες εργασίας και έτσι να αρνείται τη θέση.
Παράδειγμα
Στο πέρασμα του χρόνου, το πρόβλημα διογκώνεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προκήρυξη 13Κ/2021, της οποίας τα αποτελέσματα για αναπλήρωση μη αποδεκτών θέσεων ολοκληρώθηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με αυτά, στο σύνολο 1.123 μόνιμων θέσεων -πανεπιστημιακής μάλιστα εκπαίδευσης- που είχαν προκηρυχθεί για δήμους όλης της χώρας, χρειάστηκε η αναπλήρωση των 427.
Με απλά λόγια, για το 37,9% των θέσεων που είχαν προκηρυχθεί με εκείνη τη σημαντική προκήρυξη, η οποία αφορούσε κρίσιμες ειδικότητες Π.Ε., οι διοριστέοι δεν αποδέχθηκαν τον διορισμό τους. Η εκτίμηση της διοίκησης του ΑΣΕΠ, με δεδομένο ότι εκκρεμούν και πρόσφατα αιτήματα αναπλήρωσης, είναι ότι τελικά το ποσοστό της μη αποδοχής θέσης για τη συγκεκριμένη προκήρυξη θα φτάσει στο 50%.
«Το πρόβλημα της μη ελκυστικότητας του Δημοσίου ως εργοδότη ίσως είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις των προσεχών ετών», λέει στην «R» o Θ. Παπαϊωάννου και προσθέτει: «Το πρόβλημα μπορεί να καταστεί μείζον για το Δημόσιο. Θα το πω απλά. Το Δημόσιο δεν θα μπορεί να βρει τους καλύτερους. Δεν θα μπορεί να προσελκύσει το καλύτερο εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, ο μεγάλος αριθμός αναπληρώσεων προκαλεί μεγάλες καθυστερήσεις στις προσλήψεις και, εντέλει, διατήρηση κενών θέσεων». Η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη στον κρίσιμο τομέα της Υγείας, καθώς επιβεβαιώνονται οι φόβοι πως ο προγραμματισμός προσλήψεων της εκάστοτε κυβέρνησης είναι στον αέρα.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Στην προκήρυξη 6Κ/2020 του υπουργείου Υγείας, για 483 θέσεις αρνήθηκαν εργασία οι 357 (ποσοστό μη αποδοχής διορισμού 73,91%). Στη 2Κ/2019, επίσης του υπουργείου Υγείας, για 110 θέσεις Π.Ε. αρνήθηκαν οι 70 (ποσοστό μη αποδοχής διορισμού 63,64%), για τις 167 θέσεις Υ.Ε. αρνήθηκαν εργασία οι 66 (39,52%) και για τις 381 θέσεις Δ.Ε. αρνήθηκαν οι 167 (43,83%).
Το παράβολο
Ο Θ. Παπαϊωάννου υποστηρίζει ότι υπάρχουν συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της κατάστασης. «Το παράβολο των 3 ευρώ είναι αρκετά χαμηλό. Αυτό, όμως, που σίγουρα θα πρέπει να κάνουμε είναι ο περιορισμός του αριθμού θέσεων στις οποίες μπορεί να θέσει υποψηφιότητα ο καθένας», λέει. Κατά τον πρόεδρο του ΑΣΕΠ, μια παλαιότερη νομολογία του ΣτΕ, η οποία δίνει δικαίωμα σε κάθε υποψήφιο να διεκδικήσει όσες θέσεις επιθυμεί στην ίδια προκήρυξη, χρήζει αναθεώρησης.
«Αν υποχρεώσουμε τον κάθε υποψήφιο να “φιλτράρει” τις επιλογές του και να δηλώνει τις θέσεις που πραγματικά επιθυμεί, τότε το ποσοστό μη αποδοχής διορισμού δεδομένα θα μειωθεί και η διαδικασία θα επισπευσθεί», λέει ο Θ. Παπαϊωάννου.
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΥΚΟΥΡΕΝΤΖΟΥ – ΠΗΓΗ: Realnews