Η φύση θα σώσει τη Θεσσαλία, λέει το WWF – Αντιπλημμυρικά που πνίγουν αντί να σώζουν
Υπογραμμίζει, πάντως, ότι προϋπόθεση είναι να υπάρξει πολιτική στήριξη, καθώς οι τοπικοί φορείς δεν έχουν πειστεί για την ανάγκη αλλαγής παραδείγματος στη Θεσσαλία και εν γένει.
Οι αιτίες των πλημμυρών
H σημαντικότερη ίσως αιτία δημιουργίας των εκτεταμένων πλημμυρικών φαινομένων στη Θεσσαλία (και όχι μόνο), είναι οι διαχρονικές αλλαγές στο τοπίο και, συνεπώς, στις χρήσεις γης, σημειώνει η περιβαλλοντική οργάνωση.
Αυτές οι αλλαγές ξεκινάνε τη δεκαετία του 1930 και ολοκληρώνονται με τους αναδασμούς γης, τη δεκαετία του 1970. Οι παρεμβάσεις περιλαμβάνουν ευθυγραμμίσεις ποταμών, κατάργηση μικρότερων ρεμάτων, αποστράγγιση υγροτόπων, κατασκευή αναχωμάτων και αποκοπή των ποταμών από τα πλημμυρικά τους πεδία.
Όπως τονίζει, μάλιστα, ενώ όλα αυτά έγιναν με γνώμονα το «γενικό καλό» – την αναβάθμιση δηλαδή του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων και την αύξηση της αγροτικής παραγωγής – «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συντέλεσαν παράλληλα και στην αλλαγή του υδρολογικού καθεστώτος των περιοχών με τα σημερινά αποτελέσματα. Κάθε νόμισμα, άλλωστε, έχει δύο όψεις»…
Στις αλλαγές των χρήσεων γης ήρθαν να προστεθούν και άλλα αίτια, όμως, όπως:
– Η απαξίωση των δημοσίων υπηρεσιών, π.χ. της δασικής υπηρεσίας, που τις τελευταίες δεκαετίες αδυνατεί, λόγω έλλειψης πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, να κάνει έργα ορεινής υδρονομίας, όπως προβόλους και μικρά φράγματα ανάσχεσης των πλημμυρικών παροχών.
– Οι ανεπαρκείς υποδομές (π.χ. γέφυρες, δρόμοι), οι οποίες σχεδιάστηκαν με προδιαγραφές που πλέον δεν ισχύουν στη νέα κλιματική πραγματικότητα.
– Η έλλειψη συντονισμού και η σύγχυση αρμοδιοτήτων μεταξύ των δημοσίων υπηρεσιών. «Είναι χαρακτηριστικό ότι θυροφράγματα παραμένουν κλειστά σε τμήματα των ποταμών, παρά τις εντολές που δίνονται για να ανοίξουν σε περιπτώσεις πλημμυρών», υπογραμμίζει η οργάνωση.
– Η έλλειψη ορθού αντιπλημμυρικού σχεδιασμού, τόσο σε κεντρικό, όσο και σε περιφερειακό/τοπικό επίπεδο. Σε κεντρικό επίπεδο, εξηγεί το WWF στη μελέτη του, γιατί τα υπάρχοντα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας κρίνονται ελλιπή, ενώ σε περιφερειακό επίπεδο δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας σχεδιασμός για την αντιμετώπιση τέτοιων κρίσεων.
Αν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί και η ραγδαία μεταβολή του κλίματος, τότε αντιλαμβάνεται κανείς γιατί συμβαίνουν τέτοια καταστροφικά γεγονότα.
«Οι κακές πρακτικές που προωθούνται ως αντιπλημμυρικά έργα»
Και όμως, κάποια έργα που «πλασάρονται» ως αντιπλημμυρικά αποτελούν κακές πρακτικές, σύμφωνα με την οργάνωση, καθώς επιδεινώνουν την κατάσταση, αντί να την βελτιώνουν.
Μετά το 2017-2018 σημαντικά κονδύλια κατευθύνονται προς τις Περιφέρειες της χώρας, ώστε να γίνουν έργα καθαρισμού των ποταμών. Τα έργα αυτά γίνονται με το πρόσχημα του κατεπείγοντος λόγω πολιτικής προστασίας και με απαλλαγή της υποχρέωσης για οποιαδήποτε περιβαλλοντική αδειοδότηση, σημειώνεται στην έκθεση.
Από τότε, όλες οι τοπικές αρχές έχουν επιδοθεί σε ένα «κυνήγι μαγισσών», με στόχο την αποξήλωση της βλάστησης από τις κοίτες των ποταμών, «με την εσφαλμένη νοοτροπία ότι τα καλάμια και τα δέντρα μειώνουν την παροχετευτική ικανότητα των ποταμών και αυξάνουν την στάθμη του νερού, με αποτέλεσμα τον πλημμυρισμό των παρακείμενων εκτάσεων».
Οι καθαρισμοί γίνονται μη επιλεκτικά, με μεγάλα εκσκαφτικά μηχανήματα και ολική απογύμνωση της κοίτης και απόξεση του εδάφους. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αντίθετο από το επιδιωκόμενο, καθώς διευκολύνεται η αύξηση της ταχύτητας του νερού, η αύξηση της διάβρωσης της κοίτης των ποταμών και τελικά η δημιουργία πλημμυρικών φαινομένων λόγω νερού, αλλά και φερτών υλικών λίγο μετά τις παρεμβάσεις. Παράλληλα, οι πρακτικές αυτές συντελούν στην απώλεια βιοποικιλότητας και στη σοβαρή – κατά περίπτωση – διατάραξη των οικολογικών λειτουργιών.
Μια άλλη άστοχη πρακτική είναι ο εγκιβωτισμός των ποταμών με σκληρά υλικά, όπως τσιμέντο και συρματοκιβώτια, καθώς και η ευθυγράμμισή τους ή και η υπογειοποίησή τους.
Το παράδειγμα της κοίτης του Πάμισου ποταμού στο Μουζάκι και του εγκιβωτισμού της κοίτης του μετά την καταστροφή του Ιανού (2020) είναι ενδεικτικό. Αντί να αποκατασταθεί η κοίτη στο αρχικό της πλάτος, οριοθετήθηκε με σκληρά υλικά. Ως αποτέλεσμα, ο Daniel κατέστρεψε οικίες και υποδομές σε άλλο σημείο, ενώ στο σύντομο μέλλον θα αρχίσουν οι κατασκευές αυτές να καταστρέφονται, δημιουργώντας επιπλέον προβλήματα στην περιοχή, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Ανώφελα τα αναχώματα
Τα αναχώματα επίσης συγκαταλέγονται σε πολλές περιπτώσεις μεταξύ των κακών πρακτικών. Όπως βλέπουμε στην περίπτωση της Θεσσαλίας, σε ένα τέτοιο τεράστιο φαινόμενο όπως ήταν ο Daniel, τα αναχώματα είτε δεν άντεξαν, είτε οι αρχές αναγκάστηκαν να τα σπάσουν για να μην πλημμυρίσουν οι πόλεις.
Το σπάσιμο των αναχωμάτων είναι μια συνήθης πρακτική στις περιοχές αυτές και γίνεται χωρίς κανέναν σχεδιασμό. «Προς τι λοιπόν η συζήτηση που υπάρχει για την αποκατάσταση των ίδιων αναχωμάτων και την ενίσχυσή τους, όταν αυτά τα σπάμε σε περιπτώσεις ακραίων φαινομένων;», τονίζει η οργάνωση.
Επιπλέον, προσθέτει ότι τα αναχώματα λειτουργούν ως «φράγματα» νερού και προς τις δύο κατευθύνσεις: αποτρέπουν το νερό του ποταμού να υπαρχειλίσει την κοίτη και να πλημμυρίσει την περιοχή, αποτρέπουν όμως και το νερό σε μια πλημμυρισμένη περιοχή να αποστραγγίσει γρήγορα προς το ποτάμι.
Τέλος, η συζήτηση αφορά επίσης και στην κατασκευή φραγμάτων ως αντιπλημμυρικά έργα. Αντίθετα με τα όσα υποστηρίζουν οι διάφορες φωνές για τις αντιπλημμυρικές υπηρεσίες που αυτά παρέχουν, στη Θεσσαλία τα σχεδιαζόμενα φράγματα είναι κυρίως για αρδευτικούς σκοπούς και για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν λυθεί βασικά προβλήματα, όπως οι κακές αρδευτικές πρακτικές και η έλλειψη αποδοτικού αρδευτικού δικτύου.
Η πρόταση του WWF για την επόμενη μέρα
Παρά την αποτυχία των συμβατικών αντιπλημμυρικών έργων που προωθούνται όλα αυτά τα χρόνια, δυστυχώς υπάρχουν πολλές φωνές μετά τον Daniel που συνεχίζουν να τα υποστηρίζουν, υπογραμμίζει το WWF.
Και εξηγεί πως οποιαδήποτε έργα, τα οποία ακολουθούν την πεπατημένη, «είναι νομοτελειακό πως θα αποτυχαίνουν, ειδικά με τα νέα κλιματικά δεδομένα, και εμείς θα έχουμε επενδύσει πόρους και ενέργεια σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο».
Η πρόταση της επιστημονικής κοινότητας και η πρόταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Νέα Πράσινη Συμφωνία, είναι η αποκατάσταση, προστασία και διαχείριση των φυσικών αλλά και των τροποποιημένων οικοσυστημάτων, με στόχο να μπορούν αυτά να αποδώσουν υπηρεσίες στους ανθρώπους, όπως η ανθεκτικότητα απέναντι στις πλημμύρες, η προστασία της ποιότητας των εδαφών και των νερών, η προστασία απέναντι σε ακραίες δασικές πυρκαγιές, αλλά και τελικά η αύξηση της βιοποικιλότητας.
Αυτές λοιπόν είναι οι λύσεις που σέβονται τις φυσικές διεργασίες, οι λύσεις που βασίζονται στη φύση (Nature-based Solutions), σημειώνει εμφατικά η οργάνωση.
Συγκεκριμένα, για τη Δυτική Θεσσαλία και τις πλημμύρες, το WWF Ελλάς, μαζί με άλλους φορείς και την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, έχουν καταθέσει τις προτάσεις τους για 7 υπολεκάνες του Πηνειού.
Οι προτάσεις αυτές βασίζονται στην αποκατάσταση των φυσικών οικοσυστημάτων της περιοχής, καθώς και στην προώθηση έργων ορεινής υδρονομίας και εστιάζουν:
– Στην αποκατάσταση της κοίτης των ποταμών σε πλάτος ικανό να δέχεται μεγαλύτερες ποσότητες νερού.
– Σε μετακίνηση των αναχωμάτων σε μεγαλύτερη απόσταση από τις κυρίως κοίτες, μειώνοντας παράλληλα το μέγεθός τους.
– Στη δημιουργία πλημμυρικών πεδίων σε αγροτικές γαίες, εφαρμόζοντας παράλληλα ένα νέο οικονομικό μοντέλο που παρέχεται από την Κοινή Αγροτική Πολιτική και μπορεί να είναι ανταποδοτικό για τους αγρότες.
– Στη δημιουργία ενός εκτεταμένου δάσους στις όχθες των ποταμών, που θα προσφέρουν αφενός προστασία απέναντι στην διάβρωση των εδαφών, αλλά και ευκαιρίες για αναψυχή μέσω τουριστικών διαδρομών.
– Στην κατασκευή ενός δικτύου έργων ορεινής υδρονομίας (φράγματα ανάσχεσης, προβόλους, κ.α.) στους ορεινούς χειμάρρους, με στόχο τη ρύθμιση των παροχών, αλλά και τη μείωση της διάβρωσης και των φερτών υλικών.