Η κακή, πλούσια σε ζάχαρη και κορεσμένα λιπαρά, διατροφή μπορεί να προκαλέσει στον εγκέφαλο αλλαγές που συνδέονται με κατάθλιψη και άγχος. Αυτό έδειξε η πρώτη μελέτη που διερεύνησε τη σχέση μεταξύ της χημείας και της δομής του εγκεφάλου και της ποιότητας της διατροφής και η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nutritional Neuroscience».
Αλλαγές στους νευροδιαβιβαστές και στη φαιά ουσία
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, το Πανεπιστήμιο του Ροουχάμπτον και το King’s College του Λονδίνου στη Βρετανία καθώς και από την ολλανδική εταιρεία γαλακτοκομικών FrieslandCampina μελέτησαν 30 εθελοντές. Τους υπέβαλαν σε απεικονιστικές εξετάσεις του εγκεφάλου και παρατήρησαν αλλαγές στους νευροδιαβιβαστές και στον όγκο της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου σε όσους ακολουθούσαν «φτωχή» σε ποιότητα διατροφή σε σύγκριση με εκείνους που ακολουθούσαν την αποδεδειγμένα άκρως υγιεινή μεσογειακή διατροφή.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν επίσης ότι οι αλλαγές που υφίσταται ο εγκέφαλος των ατόμων τα οποία δεν τρώνε υγιεινά σχετίζονται και με μηρυκασμό αρνητικών σκέψεων – ο μηρυκασμός, το συνεχές δηλαδή «κλωθογύρισμα» αρνητικών σκέψεων, επιδρά αρνητικά στην ψυχική υγεία, εξ ου και αποτελεί μέρος των διαγνωστικών κριτηρίων για την κατάθλιψη και το άγχος.
«Κλειδί» η πρόσθια περιοχή του εγκεφάλου
Οταν κάποιος ακολουθεί διατροφή κακής ποιότητας παρατηρείται μείωση του γ-αμινοβουτυρικού οξέος (GABA) και αύξηση του γλουταμινικού οξέος (αμφότερα αποτελούν νευροδιαβιβαστές) καθώς και μείωση του όγκου της φαιάς ουσίας στην πρόσθια περιοχή του εγκεφάλου. Με δεδομένο ότι αυτή η περιοχή συνδέεται με τα συναισθήματα και με τα προβλήματα ψυχικής υγείας όπως η κατάθλιψη και το άγχος, δίνεται μια εξήγηση στο πώς το τι τρώμε επηρεάζει το πώς νιώθουμε.
Αλλαγές στη μετάδοση των νευρικών σημάτων
Οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους η διατροφή επιδρά με αυτόν τον τρόπο στον εγκέφαλο βρίσκονται ακόμη υπό διερεύνηση. Είναι πιθανό η παχυσαρκία και τα διατροφικά μοτίβα που βασίζονται σε κορεσμένα λιπαρά να προκαλούν αλλαγές στον μεταβολισμό του γλουταμινικού οξέος και του GABA και τελικώς στη μετάδοση των νευρικών σημάτων, όπως έχει φανεί από μελέτες σε ζώα.
Επίδραση στο μικροβίωμα του εντέρου
Παράλληλα τα ανθυγιεινά διατροφικά μοτίβα προκαλούν αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου, γεγονός που με τη σειρά του πιστεύεται ότι επιδρά στους μηχανισμούς των κυττάρων που οδηγούν στην παραγωγή τόσο του GABA όσο και του γλουταμινικού οξέος.
Αύξηση των επιπέδων γλυκόζης του αίματος και ινσουλίνης
H κακή διατροφή επιδρά και στη γλυκόζη του αίματος αυξάνοντας τα επίπεδά της καθώς και τα επίπεδα ινσουλίνης. Αυτό με τη σειρά του αυξάνει το γλουταμινικό οξύ στον εγκέφαλο και στο πλάσμα, με αποτέλεσμα να μειώνεται η παραγωγή και η έκλυση του νευροδιαβιβαστή GABA. Επιπλέον μια διατροφή με πολλά λιπαρά και χοληστερόλη μπορεί να προκαλέσει αλλαγές και στις κυτταρικές μεμβράνες με αποτέλεσμα να αλλάζει η έκλυση νευροδιαβιβαστών.
Ολες αυτές οι αλλαγές στη χημεία του εγκεφάλου μπορούν να οδηγήσουν και σε μεταβολές στον όγκο της φαιάς ουσίας του, όπως προέκυψε από τη νέα μελέτη.
«Κυκλική σχέση»
Οπως ανέφερε η πρώτη συγγραφέας της νέας μελέτης δρ Πίριλ Εψομάλι, λέκτορας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ με ειδίκευση στη Διατροφική Νευροψυχιατρική και στη Νευροεπιστήμη «πρέπει να σημειώσουμε ότι το GABA και το γλουταμινικό οξύ συνδέονται στενά με την όρεξη και την πρόσληψη τροφής. Τα μειωμένα επίπεδα GABA και τα αυξημένα επίπεδα γλουταμινικού οξέος μπορεί να αποτελούν επίσης παράγοντα που ωθεί σε ανθυγιεινές διατροφικές επιλογές. Ετσι, πιθανώς υπάρχει μια κυκλική σχέση μεταξύ της σωστής διατροφής, του υγιούς εγκεφάλου και της καλής ψυχικής υγείας».