Η μεγάλη μάχη της Τζόρτζια – Το σχέδιο των Ρεπουμπλικανών για να θέσουν τον Μπάϊντεν σε ομηρία
Εναν μήνα και κάτι μετά τις προεδρικές εκλογές, ο Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να ταξιδέψει στην Τζόρτζια για μία προεκλογική συγκέντρωση υψηλού κινδύνου. Θεωρητικά, σκοπός του είναι να στηρίξει τον 70χρονο Ντέιβιντ Περντιού και την 50χρονη Κέλι Λέφλερ, τους δύο Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές που θα δώσουν μάχη στις επαναληπτικές εκλογές της 5ης Ιανουαρίου ώστε να παραμείνουν στα πόστα τους, επιτρέποντας έτσι στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να διατηρήσει τον έλεγχο της Γερουσίας και να κάνει τη ζωή του επόμενου προέδρου των ΗΠΑ, του Τζο Μπάιντεν, (πολύ) πιο δύσκολη. Αλλά ο Τραμπ είναι ο Τραμπ, και λογικά θα ασχοληθεί λιγότερο με τους δύο γερουσιαστές και περισσότερο με τα δικά του απωθημένα, συνεχίζοντας να σφυροκοπά αλύπητα τον κυβερνήτη και τον υπουργό Εξωτερικών της Τζόρτζια, κι ας είναι αμφότεροι συντηρητικοί Ρεπουμπλικανοί: τους κατηγορεί ότι δεν έκαναν αρκετά ώστε να ανατραπεί / ακυρωθεί η ήττα του σε αυτήν την πολιτεία. Μια ναρκισσιστική στρατηγική που απειλεί να γυρίσει μπούμερανγκ στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα – ενισχύοντας τις ελπίδες των Δημοκρατικών αντιπάλων του.
Χάρη στις δημογραφικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στα προάστια της Ατλάντα, προσφέροντάς τους μεγαλύτερη φυλετική και εθνοτική πολυμορφία, αλλά πρωτίστως χάρη στο πάθος Δημοκρατικών ακτιβιστών, όπως η Στέισι Εϊμπραμς, που κατάφεραν να εγγράψουν την τελευταία διετία στους εκλογικούς καταλόγους 800.000 νέους ψηφοφόρους, πολλοί από αυτούς Αφροαμερικανοί, η Τζόρτζια έδωσε στις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου τη νίκη σε έναν υποψήφιο των Δημοκρατικών για πρώτη φορά μετά τον Μπιλ Κλίντον, το 1992. Η πρώτη καταμέτρηση των ψήφων ανέδειξε τον Τζο Μπάιντεν νικητή με διαφορά κάπου 14.000 ψήφων.
Η πρώτη ανακαταμέτρηση που έγινε, με το χέρι, επιβεβαίωσε την επικράτηση του Μπάιντεν, με διαφορά περίπου 12.700 ψήφων. Η δεύτερη, μηχανική αυτή τη φορά, ανακαταμέτρηση, επιβεβαίωσε δις τη νίκη του Δημοκρατικού υποψηφίου. Τίποτα από όλα αυτά ωστόσο δεν εμπόδισε τον Τραμπ να ωρύεται πως η Τζόρτζια «έπεσε θύμα απάτης», κλιμακώνοντας παράλληλα τις επιθέσεις εναντίον του κυβερνήτη της πολιτείας, Μπράιαν Κεμπ, και του υπουργού Εξωτερικών της, Μπραντ Ράφενσμπεργκερ: «εχθρό του λαού», αποκάλεσε τον δεύτερο, «κακομοίρη» τον πρώτο διαβεβαιώνοντας πως «ντρέπεται» που τον στήριξε στη μάχη του για το πόστο του κυβερνήτη το 2018.
Πολύ βαρύ κλίμα
Το κλίμα στην Τζόρτζια είναι τόσο βαρύ που ο επίσης Ρεπουμπλικανός Γκάμπριελ Στέρλινγκ, ένας υψηλόβαθμος εκλογικός αξιωματούχος της πολιτείας, ξέσπασε την Τρίτη μιλώντας για σωρεία απειλών κατά της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής του ιδίου και άλλων εκλογικών αξιωματούχων, ακόμα και εναντίον της συζύγου του Ράφενσμπεργκερ, καλώντας τον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ να «πάψει να εμπνέει ανθρώπους να διαπράξουν εν δυνάμει πράξεις βίας»: «Κάποιος θα πάθει κακό, κάποιος θα πυροβοληθεί, κάποιος θα σκοτωθεί. Ολα αυτά πρέπει να σταματήσουν. Κύριε πρόεδρε, δεν έχετε καταδικάσει αυτές τις ενέργειες ή αυτή τη ρητορική. Μιλάμε για τις εκλογές. Μιλάμε για τη ραχοκοκαλιά της δημοκρατίας, και όλοι εσείς που δεν έχετε πει ούτε μία καταραμένη λέξη είστε συνένοχοι σε αυτό», εξανέστη.
Ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης του Τραμπ, ο Ουίλιαμ Μπαρ, παραδέχθηκε αυτή την εβδομάδα πως το υπουργείο του δεν εντόπισε νοθεία «σε κλίμακα τέτοια που θα μπορούσε να είχε επιφέρει διαφορετικό αποτέλεσμα στις εκλογές». Αλλά ο σύντομα-πρώην πρόεδρος συνεχίζει ακάθεκτος. Το ίδιο και οι δύο Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές που παλεύουν να διατηρήσουν τις θέσεις τους – φοβούμενοι, προφανώς, μήπως αποξενώσουν τη σκληροπυρηνική βάση του Τραμπ. Ο επιχειρηματίας Ντέιβιντ Περντιού, γερουσιαστής της Τζόρτζια από το 2015, εξασφάλισε στον πρώτο γύρο 49,7% των ψήφων έναντι 47,9% υπέρ του 33χρονου Δημοκρατικού ντοκιμαντερίστα και ερευνητή δημοσιογράφου Τζον Οσοφ.
Η Κέλι Λέφλερ, πρώην στέλεχος της Γουόλ Στριτ, γερουσιαστής της Τζόρτζια από πέρυσι, εξασφάλισε στις 3 Νοεμβρίου 25,9% των ψήφων και θα κονταροχτυπηθεί στις 5 Ιανουαρίου με τον 51χρονο δημοκρατικό Ράφαελ Ουόρνοκ, πάστορα στην Εκκλησία των Βαπτιστών Ebenezer της κομητείας Κλέιτον, εκεί όπου ιερουργούσε μεταξύ 1960 και 1968 ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: ο Ουόρνοκ απέσπασε στις 3 Νοεμβρίου το 32,9% των ψήφων ενώ ένας άλλος Ρεπουμπλικανός υποψήφιος, ο Νταγκ Κόλινς, πήρε 20% και αποσύρθηκε από τον δεύτερο γύρο.
Δύο στο στόχαστρο
Περντιού και Λέφλερ, δύο από τα πλουσιότερα μέλη του απερχόμενου Κογκρέσου, έχουν βρεθεί στο στόχαστρο τις τελευταίες εβδομάδες για κάποιες ύποπτες αγοραπωλησίες μετοχών κατά την έναρξη της πανδημίας. Και από τη ρητορική τους είναι εύκολο να καταλάβει κανείς σε ποια πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ανήκουν: ως «την τελευταία γραμμή άμυνας κατά του σοσιαλισμού» περιέγραψε την Τζόρτζια η Λέφλερ, «ριζοσπαστικά σοσιαλιστικό» χαρακτήρισε το πρόγραμμα του αντιπάλου του ο Περντιού.
Οι επαναληπτικές εκλογές έχουν κατά παράδοση μικρότερη συμμετοχή στις ΗΠΑ – και τείνουν να ευνοούν τους Ρεπουμπλικανούς. Από τη Μισέλ Ομπάμα μέχρι τον πρώην υποψήφιο για το δημοκρατικό χρίσμα Αντριου Γιανγκ, ωστόσο, οι Δημοκρατικοί δίνουν μεγάλη μάχη ώστε να γίνει η Τζόρτζια στις 5 Ιανουαρίου, δεκαπέντε ημέρες πριν από την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ, η εξαίρεση που θα επιβεβαιώσει τον κανόνα. «Εχετε δύναμη και θα ήταν κρίμα να μην ασκήσετε αυτή τη δύναμη στις 5 Ιανουαρίου», διαβεβαίωνε πρόσφατα ο πάστορας Ουόρνκοκ το ποίμνιό του στην κομητεία Κλέιτον, την ίδια κομητεία που εκπροσωπούσε επί τρεις και πλέον δεκαετίες στο Κογκρέσο ο αείμνηστος Τζον Λιούις. «Σας ζητώ την ψήφο σας, όχι για μένα, αλλά για το καλό της κοινότητάς μας, της πολιτείας μας, του έθνους μας», δήλωνε από την πλευρά του ο Οσοφ.
Το διακύβευμα είναι τεράστιο: οι Ρεπουμπλικανοί ελέγχουν επί του παρόντος τις 50 από τις 100 έδρες της Γερουσίας, οι Δημοκρατικοί τις 48. Αν κερδίσουν τις δύο έδρες που μένει να κριθούν στην Τζόρτζια, και διαμορφωθεί μία ισοπαλία 50-50, η Κάμαλα Χάρις, η αντιπρόεδρος του Τζο Μπάιντεν, έχει το συνταγματικό δικαίωμα ως πρόεδρος της Γερουσίας να καταθέτει την καθοριστική ψήφο. Αν κερδίσουν οι Ρεπουμπλικανοί, απεναντίας, έστω και μία έδρα στηνΤζόρτζια, ο Μιτς Μακόνελ, ο πρεσβύτερος αυτών στη Γερουσία, θα έχει για τα επόμενα δύο χρόνια τουλάχιστον δύναμη βέτο επί των νομοθετικών και άλλων σχεδίων του Τζο Μπάιντεν. Με τους συνεχείς φιλιππικούς του περί «στημένου συστήματος» και «εκλογικής νοθείας», ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί τελικά να κρατήσει μακριά από την κάλπη όσους αποθαρρημένους ψηφοφόρους του χρειάζεται ώστε να καταφέρουν οι Δημοκρατικοί να βάλουν – κατά το ποδοσφαιρικώς λεγόμενο – γκολ στο 92′.