Ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών είναι το 23% του πληθυσμού της Μαγνησίας, ενώ τα άτομα ηλικίας άνω των 85 ετών αποτελούν ποσοστό 3,45%. Επίσης οι νέοι μέχρι 20 ετών αποτελούν περίπου το 18,2% του Νομού Μαγνησίας, όταν ο πανελλαδικός μέσος όρος είναι υψηλότερος κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
Ενδιαφέροντα στοιχεία για τη γήρανση και την υπεργηρία παρουσιάζει έρευνα με τίτλο «Ηλικιωμένοι και υπερήλικες στην Ελλάδα, οι χωρικές διαφοροποιήσεις της γήρανσης» που εκπονήθηκε από τους κ.κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη (καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας), Μυρσίνη Φωτοπούλου (υποψήφια διδάκτωρ Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), Βασίλης Παππάς (καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών) στο πλαίσιο του προγράμματος DIRAP (δηλαδή τα «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα») που χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ και υλοποιείται από τον ΕΛΚΕ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας – Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ).
Σύμφωνα με την έρευνα «ανάμεσα στο 1951 και το 2021, οι άνω των 65 ετών, καθώς και οι άνω των 85 ετών αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από τους 20-64 ετών: Το πλήθος της πρώτης ομάδας υπέρ-τετραπλασιάσθηκε και αυτό των 85+ πολλαπλασιάστηκε επί 12,5, ενώ οι 20-64 ετών αυξήθηκαν μόνον κατά 51%. Το αποτέλεσμα των πρότερων μεταβολών ήταν η γήρανση του πληθυσμού μας καθώς:
1) οι 65+ σήμερα (2,41 εκατομ.) αποτελούν το 22,6% του συνολικού πληθυσμού έναντι μόλις του 7% το 1951 (520 χιλ.),
2) οι 85+ (390 χιλ. το 2021) αποτελούν το 3,7% έναντι του 0,4% το 1951 (35 χιλ.).
Σε εθνικό επίπεδο, το ποσοστό των 65 και άνω υπερβαίνει πλέον το 22,5%. Κάτω από αυτόν τον μέσο όρο υποκρύπτονται, ωστόσο, σημαντικές χωρικές διαφοροποιήσεις. Ειδικότερα, σε μια πολύ μικρή ομάδα έξι νομών το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο του 20%, ενώ στους μίσους σχεδόν νομούς (25 στους 51 καθώς δεν συμπεριλαμβάνουμε το Άγιον Όρος) οι 65 και άνω υπερβαίνουν το 24%. Σε 11, όμως, από αυτούς το ειδικό βάρος των 65+ είναι ιδιαίτερα αυξημένο καθώς υπερβαίνει το 26% (με ακραίες περιπτώσεις την Άρτα και την Ευρυτανία με ποσοστά 32% και 37% αντίστοιχα).
Η γήρανση χαρακτηρίζει κυρίως την ηπειρωτική Ελλάδα, με τους ορεινούς νομούς της να καταγράφουν σαφώς υψηλότερα του μέσου εθνικού όρου ποσοστά. Εξαίρεση από τον κανόνα στον ηπειρωτικό χώρο αποτελεί η Ξάνθη, το δίπολο Αττικής – Βοιωτίας και ο Νομός Θεσσαλονίκης. Η ύπαρξη μειονοτικών ομάδων (ιδιαίτερα Ρομά και Πομάκων) με πολύ νεανικούς πληθυσμούς και υψηλότερη του μέσου εθνικού όρου γονιμότητα αιτιολογεί το χαμηλό ποσοστά των 65+ στην Ξάνθη, ενώ η «θελκτικότητα» των δυο μητροπολιτικών κέντρων (εσωτερική μετανάστευση των προηγουμένων δεκαετιών, εγκατάσταση σε αυτά οικονομικών μεταναστών από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες καθώς και εισερχομένων μετά το 2014 αλλοδαπών) αιτιολογεί την «ήπια γήρανση» του διπόλου Αττικής-Βοιωτίας και του Ν. Θεσσαλονίκης.
Σε αντίθεση με τους ηπειρωτικούς, όλοι σχεδόν οι Νομοί του Αιγαίου είναι πολύ λιγότερο «γερασμένοι». Η ύπαρξη δομών «φιλοξενίας» ανανέωσε προσωρινά τον πληθυσμό του Βορείου Αιγαίου (Χίου, Σάμου, Λέσβου) ενώ η δημογραφική δυναμικότητα του Νοτίου Αιγαίου και των τριών εκ των τεσσάρων Νομών της Κρήτης (συγκράτηση του νεανικού τους πληθυσμού και ελαφρώς υψηλότερη γονιμότητα) επιβράδυνε τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικά τη «γήρανσή» τους. Οφείλουμε ταυτόχρονα όμως να σημειώσουμε ότι μια ενδεκάδα νομών με πληθυσμό 828 χιλ. την 1/1/2020 (το 7,7% του συνολικού πληθυσμού και το 21,7% της επιφάνειας της χώρας μας) «προπορεύονται» με περισσοτέρους από 1 στους 4 κάτοικους τους να είναι 65 ετών και άνω, ενώ σε δυο δε από αυτούς -Άρτα και Ευρυτανία- η αναλογία είναι 1 σχεδόν στους 3 με αποτέλεσμα το ποσοστό των ηλικιωμένων τους να είναι σήμερα υψηλότερο ακόμη και από το αναμενόμενο σε εθνικό επίπεδο το 2050! Οδεύουμε επομένως προς μια ταχύτατη γήρανση ενός μεγάλου τμήματος της ηπειρωτικής Ελλάδας που, αν συνεχισθεί, θα υποθηκεύσει τις όποιες προσπάθειες κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξής του».
Στην έρευνα προστίθεται πως «Αν εξετάσουμε δε την «υπεργηρία», το ειδικό βάρος δηλ. των 85 και άνω στον συνολικό πληθυσμό, θα διαπιστώσουμε τις αναλογικά ακόμη μεγαλύτερες αποκλίσεις από τον μέσο εθνικό όρο (3,5%) καθώς σε 7 από τους 51 νομούς τα ποσοστά (>5%) είναι 1,5 φορά υψηλότερα από τον προαναφερόμενο μέσο όρο. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναφέρουμε και την άκρως προβληματική κατάσταση δυο μικρών ηπειρωτικών νομών, της Φωκίδας και της Ευρυτανίας, με συνολικό εκτιμώμενο πληθυσμό 61χιλ. το 2020. Οι δυο αυτοί νομοί με τα υψηλότερα ποσοστά γήρανσης (>31%) στη χώρας μας έχουν ταυτόχρονα και τα υψηλότερα ποσοστά υπεργηρίας (6% και 9% αντίστοιχα) – ποσοστά που είναι ήδη υψηλότερα από τα αναμενόμενα βάσει των διαθέσιμων δημογραφικών προβολών (5,5-6,0% το 2050)!
Η εξέταση τέλος του ειδικού βάρους των 85 και άνω στους 65 και άνω, δηλ. της «γήρανσης μέσα στη γήρανση», παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Υπενθυμίζουμε καταρχάς ότι ενώ σήμερα σε εθνικό επίπεδο αντιστοιχούν λίγο λιγότερα από 16 άτομα 85+ σε 100 άτομα 65+, το 2050, βάσει των υφιστάμενων προβολών, αναμένεται να αντιστοιχούν 19-21 (ένας στους πέντε).
Το 2020, όμως, ήδη σε 15 νομούς της χώρας μας με συνολικό πληθυσμό που εγγίζει το ένα εκατομμύριο το 2020 (το 9% του πληθυσμού μας αλλά το 25,5% της επιφάνειας) αντιστοιχούν περισσότερα από 18 άτομα 85+ σε 100 ηλικιωμένους 65+, σε τέσσερεις δε από αυτούς (Λακωνία, Αρκαδία, Φωκίδα και Ευρυτανία) περισσότερα από 20. Οι νομοί αυτοί έχουν επομένως ξεπεράσει 30 χρόνια νωρίτερα τον αναμενόμενο το 2050 μέσο εθνικό όρο, ενώ οι 11 υπόλοιποι αναμένεται να τον υπερβούν πολύ σύντομα. Οδεύουμε, επομένως, προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό «γήρανσης» και «υπεργηρίας» σε περισσοτέρους από 1 σε 4 νομούς της χώρας μας. Αυτό σημαίνει ότι σε λίγα χρόνια (πολύ πριν το 2050) θα έχουμε μια ομάδα νομών όπου το 1/3 του πληθυσμού τους θα είναι 65 ετών και άνω, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 των ηλικιωμένων τους θα είναι «υπέργηροι».
Η Μαγνησία εντάσσεται στο μέσο όρο των νομών της χώρας αναφορικά με την εξέλιξη της γήρανσης του πληθυσμού.