Ισόποσα με τον κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα θα αυξάνεται και ο μισθός για το νεοεισερχόμενο στο δημόσιο τομέα από την 1/1/2026 ενώ για την επόμενη τριετία ο καθορισμός του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα θα ακολουθήσει το χρονοδιάγραμμα που ισχύει και σήμερα.
Από την 1/1/2028, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του υπουργείου Εργασίας, που είναι πλέον νόμος του κράτους, προβλέπεται νέα διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού με βάση το μαθηματικό τύπο ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη του τον πληθωρισμό, ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας, καθώς και την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Παράλληλα με την ψήφιση του νομοσχεδίου ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η κοινοτική οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς, η οποία θέτει ως στόχο να αυξηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις στο 80%.
Το νέο σύστημα προβλέπει ημερομηνία έναρξης των εργασιών της επιτροπής διαβούλευσης την 31η Αυγούστου και ολοκλήρωση της διαδικασίας στο τέλος του έτους, ώστε ο νέος μισθός να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.
Σύμφωνα με την υπουργό Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, ο μαθηματικός τύπος θα είναι πλήρως δεσμευτικός για τις εκάστοτε κυβερνήσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις ετήσιες αυξήσεις των συντάξεων.
Η ρήτρα παρέκκλισης θα προβλέπεται μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις δυσμενών οικονομιών συνθηκών, η οποία θα στοιχειοθετείται επαρκώς και θα εγκρίνεται από την επιτροπή διαβούλευσης.
Όμως και σ’ αυτή την περίπτωση οι αποδοχές θα παραμένουν «παγωμένες», καθώς ο νόμος απαγορεύει τη μείωση του κατώτατου μισθού, ώστε να διασφαλίζεται το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων και να στηρίζονται τα πιο οικονομικά αδύναμα νοικοκυριά.
Τι προβλέπεται για τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα τα επόμενα τρία χρόνια
Ειδικά για τα έτη 2025, 2026 και 2027 ο καθορισμός του κατώτατου μισθού θα ακολουθήσει το χρονοδιάγραμμα που ισχύει και σήμερα με τη διαφορά ότι εκτός από την επιστημονική επιτροπή θα συσταθεί και επιτροπή διαβούλευσης με ενισχυμένο ρόλο στην οποία θα συμμετέχουν και οι κοινωνικοί εταίροι και φορείς της οικονομίας (πχ ΕΛΣΤΑΤ, ΤτΕ). Στόχος της επιτροπής είναι να ξεκινήσει η διαδικασία προσδιορισμού των βασικών αποδοχών, με το νέο μοντέλο, όσο και αν αυτό επί της ουσίας θα εφαρμοστεί τρία χρόνια αργότερα.
Ετσι από τον Ιανουάριο του 2025 θα ξεκινήσει η διαδικασία για τον προσδιορισμό του νέου κατώτατου μισθού ο οποίος θα εφαρμοστεί από την 1/4/2025. Οι προσεγγίσεις των οικονομολόγων «φωτογραφίζουν» μια αύξηση της τάξης των 40 ευρώ ώστε ο κατώτατος μισθός να διαμορφωθεί στα 870 ευρώ από 830 σήμερα.
Πως θα διαμορφωθεί ο μισθός στον δημόσιο τομέα
Ειδικά για το 2025 η προσαύξηση θα καταβληθεί στους νεοεισερχόμενους δημοσίους υπαλλήλους, απομειωμένη κατά την υφιστάμενη στις 31.12.2024 διαφορά μεταξύ του βασικού μισθού του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Σήμερα, δηλαδή, ο βασικός μισθός στο δημόσιο είναι 20 ευρώ περισσότερο από τον ιδιωτικό, στα 850 ευρώ. Αν ο κατώτατος μισθός αυξηθεί από την 1/4/2025 κατά 40 ευρώ και διαμορφωθεί από τα 830 στα 870, ο νεοεισερχόμενος θα λάβει από τον Απρίλιο του 2025 τα 20 ευρώ ώστε ο μισθός να εξισωθεί και να ξεκινήσει από το 2026 η ισόποση αύξηση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού προβλέπεται νέα οριζόντια αύξηση στα μισθολογικά κλιμάκια όλων των δημοσίων υπαλλήλων βάσει της αύξησης του κατώτατου μισθού (περίπου 20€ σε όλους τους υπαλλήλους).
• Αν ο κατώτατος αυξηθεί στα 870 ευρώ και δεδομένου πως το εισαγωγικό κλιμάκιο στο Δημόσιο είναι 850 ευρώ, αυτό σημαίνει πως η εξίσωση των βασικών μισθών θα σημαίνει αύξηση 20 ευρώ για όλους.
• Έτσι ένας υπάλληλος που σήμερα λαμβάνει 1.000 ευρώ, από την άνοιξη του 2025 θα λαμβάνει 1.020 ευρώ, ένας υπάλληλος που παίρνει 1.200 ευρώ θα παίρνει 1.220 από την άνοιξη του 2025 κ.ο.κ.
Αντίστοιχα αν ο κατώτατος αυξηθεί εκ νέου 5% την Πρωτοχρονιά του 2026 δηλαδή περίπου 40 ευρώ, θα οδηγηθεί στα 910 ευρώ.
Στόχος είναι το εισαγωγικό κλιμάκιο να φτάσει στα 950 ευρώ την Πρωτοχρονιά του 2027.
Συλλογικές συμβάσεις
Μέσα σ’ ένα χρόνο από την ψήφιση του σχεδίου νόμου για τον νέο κατώτατο μισθό, το υπουργείο Εργασίας θα εκδώσει σχέδιο δράσης για την αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.
Αυτό άλλωστε προβλέπεικαι η κοινοτική οδηγία που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η οποία θέτει ως στόχο να αυξηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις στο 80%. Στην Ελλάδα το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από σύμβαση κυμαίνεται στο 25% έως 30%.
Στο πλαίσιο κατάρτισης του Σχεδίου Δράσης, θα υπάρξει εκτενής συζήτηση με τους Κοινωνικούς Εταίρους σχετικά με τις αναγκαίες θεσμικές ενέργειες για την ενίσχυση του πλαισίου καθώς η κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι η πρόθεσή της είναι να ενισχύσει τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.
Όπως επισημαίνουν οικονομολόγοι που ασχολούνται με θέματα της αγοράς εργασίας, στην αύξηση των μισθών με… το σταγονόμετρο συμπράττει και η περιορισμένη επίδραση των συλλογικών συμβάσεων στους μισθούς. Οι εν ενεργεία κλαδικές συμβάσεις είναι σήμερα μόλις 17 τη στιγμή που πριν από τα μνημόνια ανέρχονταν σε 55.
Η αύξηση της επίδρασης των συλλογικών συμβάσεων (Κλαδικές, Τοπικές, Ομοιοεπαγγελματικές ή συμβάσεις που έχουν προκύψει μετά από παρέμβαση του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας -ΟΜΕΔ) θα δώσει ώθηση στις μισθολογικές αυξήσεις προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της κυβέρνησης, το 2027 ο μέσος μισθός να φτάσει στα 1500 ευρώ.
Το Σχέδιο Δράσης -όπως αναφέρεται στο νόμο – έχει διάρκεια από ένα (1) έως πέντε (5) έτη και ορίζει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων.
Τα μέτρα του Σχεδίου Δράσης αφορούν ιδίως:
- α) την ενθάρρυνση της αποτελεσματικότητας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της ικανότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζόμενων και των οργανώσεων των εργοδοτών να διεξάγουν συλλογικές διαπραγματεύσεις,
- β) τη δημιουργία βάσεων δεδομένων με στοιχεία, ιδίως για τους μισθούς, το κόστος παραγωγής, την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την απασχόληση και
- γ) την πραγματοποίηση μελετών, ερευνών, ενημερωτικών και εκπαιδευτικών δράσεων για θέματα συλλογικών διαπραγματεύσεων.