Περισσότερο μεταδοτική αλλά λιγότερο θανατηφόρα θα είναι και η νέα μετάλλαξη του κορονοϊού που εμφανίστηκε τις τελευταίες μέρες στη χώρα μας, σύμφωνα με τον καθηγητή Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Κωνσταντίνο Γουργουλιάνης, ο οποίος σημειώνει στο ethnos.gr ότι δεν πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη ανησυχία γι’ αυτήν.
Κατά τον ίδιο, ήταν ούτως ή άλλως η ώρα για την εμφάνιση μίας νέας μετάλλαξης του κορονοϊού, αφού οι επιστήμονες αναμένουν κάτι τέτοιο κάθε περίπου έξι μήνες και τονίζει ότι θα πρέπει να εξοικειωθούμε με την εμφάνιση μικρών κυμάτων της πανδημίας, κατά τη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι κάτω των 65 ετών και οι υγιείς θα περνούν τη νόσο ως ένα απλό συνάχι.
Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο επανάκαμψης του κορονοϊού και επιστροφή στη «μαύρη» διετία 2020-2021, ο κ. Γουργουλιάνης σημειώνει ότι καμία πανδημία στην ιστορία δεν κράτησε περισσότερα από 2-2,5 χρόνια.
Τι λέει για την αναμνηστική δόση
Τέλος και αναφορικά με τη δεύτερη αναμνηστική δόση των εμβολίων, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σημειώνει ότι είναι σχετικά μικρός ο αριθμός αυτών που εμβολιάζεται και τονίζει ότι θα πρέπει να την κάνουν οπωσδήποτε οι άνω των 65 ετών και οι ευπαθείς ομάδες.
«Αυτήν τη στιγμή η πορεία του κορονοϊού είναι ελεγχόμενη. Έχουμε λίγες εισαγωγές και λίγες νοσηλείες. Αυτοί που χάνουν τη ζωή τους είναι κυρίως άτομα άνω των 80 ετών με συννοσηρότητες. Λίγοι νεότεροι πεθαίνουν, κυρίως αν έχουν κάποιο άλλο βαρύ νόσημα, για παράδειγμα αν κάνουν χημιοθεραπεία. Πνευμονία εμφανίζει ένας στους τέσσερις ασθενείς και δεν είναι πάντοτε βαριάς μορφής. Αυτήν τη στιγμή η πανδημία εμφανίζει μία ήπια μορφή της νόσου, η οποία χτυπάει το ανώτερο αναπνευστικό. Όσοι έχουν κορονοϊό και χάνουν τη ζωή τους, πεθαίνουν κυρίως από κάποιο άλλο δικό τους πρόβλημα υγείας», τονίζει στο ethnos.gr ο κ. Γουργουλιάνης.
«Άργησε να έρθει η νέα μετάλλαξη»
Σε ό,τι αφορά την εκτίμησή του για τη νέα μετάλλαξη του κορονοϊού που εμφανίστηκε στη χώρα μας, ο καθηγητής Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας αναφέρει ότι τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν ότι και αυτή θα παρουσιάζει ήπια νόσο, με μικρή θνητότητα και μεγάλη μεταδοτικότητα.
Ο ίδιος σημειώνει ότι η κοινωνία θα πρέπει να εξοικειωθεί με μικρά «κύματα» της πανδημίας του κορονοϊού, τα οποία θα εμφανίζονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και οι νεότεροι και υγιείς θα τα περνούν ως ένα απλό συνάχι.
«Πρέπει να εξοικειωθούμε με το γεγονός ότι θα έχουμε μικρά κύματα μολύνσεων. Αυτά θα τα περνούν οι νέοι και οι υγιείς ως ένα απλό συνάχι και εκείνοι που πρέπει να προσέξουν, είναι οι ευπαθείς ομάδες και τα άτομα με συννοσηρότητες. Σήμερα, που περνάμε ένα μικρό κύμα, οι διασωληνωμένοι είναι 60-80, ενώ πέρυσι είχαμε 800. Άρα δεν έχουμε βαριά νόσο. Και πριν τον κορονοϊό τα νοσοκομεία γέμιζαν με ασθενείς με λοιμώξεις του αναπνευστικού και θα συνεχίσουμε να έχουμε εισαγωγές ασθενών με τέτοια νοσήματα. Δεν υπάρχουν ιογενείς πανδημίες, που να κράτησαν περισσότερο από δύο ή δυόμιση χρόνια. Ελπίζω ότι και αυτός ο ιός θα διαβάσει την ιστορία και θα συμπεριφερθεί αναλόγως», τονίζει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Λίγοι εμβολιάζονται
Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των πολιτών που προσέρχονται να κάνουν τη δεύτερη αναμνηστική δόση του εμβολίου, ο κ. Γουργουλιάνης σημειώνει ότι είναι μικρός, γεγονός που, κατά τη γνώμη του, οφείλεται στο ότι ο ιός είναι ηπιότερος πλέον και διαφεύγει της ανοσίας. Ο ίδιος σημειώνει ότι πρέπει να εμβολιαστούν με την αναμνηστική δόση οι ευπαθείς ομάδες και τα άτομα άνω των 65 ετών και απευθύνει μία σύσταση για εμβολιασμό στους νεότερους.
«Η αποτελεσματικότητα αυτής της αναμνηστικής δόσης του εμβολίου σε καμία περίπτωση δε θα είναι αυτήν που είχαμε στις τρεις πρώτες δόσεις. Στο αρχικό εμβόλιο η αποτελεσματικότητα έφτανε στο 95%-96%, κάτι που ήταν πρωτοφανές και Θείο δώρο. Η αποτελεσματικότητα αυτής της αναμνηστικής δόσης φτάνει στο 60%-70%, όπως, δηλαδή, είναι και αυτή του εμβολίου για τη γρίπη. Αλλά και αυτή η προστασία είναι αρκετή για τους άνω των 65 ετών και τους ευπαθείς, οι οποίοι πρέπει να κάνουν την αναμνηστική δόση. Πλέον ο ιός είναι ηπιότερος, ξεφεύγει της ανοσίας, έχουμε λιγότερους θανάτους και γι’ αυτό είναι μικρός ο αριθμός αυτών που εμβολιάζονται», λέει στο ethnos.gr ο κ. Γουργουλιάνης.
Πηγή:ethnos