Οι άνθρωποι που αναπτύσσουν σοβαρή COVID-19 έχουν αξιοσημείωτα χαμηλή αντιική απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στη ρινοφαρυγγική κοιλότητα, υποστηρίζει νέα μελέτη. Τι παρατήρησαν οι ειδικοί
Η πρώτη έκθεση του οργανισμού στον SARS-CoV-2, τον ιό που προκαλεί την COVID-19, συμβαίνει μέσω της ρινοφαρυγγικής κοιλότητας. Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Cell, λοιπόν, υποδεικνύει ότι η πρώτη απόκριση σε αυτή την «εισβολή» προσδιορίζει ποιος θα αναπτύξει σοβαρή νόσο και ποιος θα περάσει ήπια τη λοίμωξη ή χωρίς καθόλου συμπτώματα.
Βασιζόμενη σε εργασία που δημοσιεύθηκε πέρσι, όπου εντοπίστηκαν τα ευάλωτα στον κορωνοϊό κύτταρα, μια ομάδα επιστημόνων από το Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης, το MIT και το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Mississippi χαρτογράφησαν αναλυτικά τη λοίμωξηαπό τον SARS-CoV-2 στη ρινοφαρυγγική κοιλότητα. Συγκεκριμένα, συγκέντρωσαν επιχρίσματα από τη ρινική κοιλότητα 35 ενηλίκων με COVID-19, κάποιοι από τους οποίους είχαν ήπια συμπτώματα ενώ άλλοι ήταν νοσούσαν σοβαρά. Επίσης, πήραν δείγματα από 17 άτομα ελέγχου και έξι ασθενείς, οι οποίοι είχαν διασωληνωθεί χωρίς, όμως, να πάσχουν από COVID-19.
«Το γιατί κάποιοι νοσούν χειρότερα από άλλους αποτελεί μία από τις πιο δυσεπίλυτες πτυχές αυτού του ιού. Πολλές μελέτες που εξετάζουν τους παράγοντες κινδύνου έχουν αναζητήσει σημάδια στο αίμα, αλλά ίσως τελικά το αίμα να μην είναι το σωστό σημείο που πρέπει να κοιτάξουμε», αναφέρει José Ordovás-Montañés, από το Νοσοκομείο Παίδων και ένας εκ των επικεφαλής ερευνητών της μελέτης.
Η πρώτη «μάχη» με την COVID-19: η ρινοφαρυγγική κοιλότητα
Για να αποκτήσουν μια λεπτομερή εικόνα των όσων συμβαίνουν στη ρινοφαρυγγική κοιλότητα, οι ερευνητές αλληλούχισαν το RNA σε κάθε κύτταρο, ώστε να μπορέσουν να εντοπίσουν ποια κύτταρα υπήρχαν εκεί, ποια περιείχαν RNA του ιού -ένδειξη της λοίμωξης- και ποια γονίδια ενεργοποιούσαν ή απενεργοποιούσαν τα κύτταρα ως απόκριση.
Σύντομα έγινε σαφές ότι τα επιθηλιακά κύτταρα στη μύτη και τον φάρυγγα υφίστανται σημαντικές μεταβολές λόγω του κορωνοϊού, καθώς όλα διαφοροποιήθηκαν ως προς τον τύπο τους. Η ομάδα, επίσης, βρήκε το RNA του SARS-CoV-2 σε μια τεράστια ποικιλία κυτταρικών τύπων, με τα μολυσμένα κύτταρα να έχουν περισσότερα ενεργοποιημένα γονίδια που εμπλέκονται στην παραγωγική απόκριση στη λοίμωξη.
Αποτυχημένη πρώιμη ανοσοαπόκριση
Το σημαντικότερο εύρημα προέκυψε όταν η ομάδα συνέκρινε τα ρινοφαρυγγικά δείγματα από ανθρώπους με διαφορετική σοβαρότητα της νόσου COVID-19:
- Στους πάσχοντες από ήπια έως μέτρια COVID-19, τα επιθηλιακά κύτταρα παρουσίαζαν αυξημένη ενεργοποίηση των γονιδίων με αντιικές αποκρίσεις -και ειδικά στα γονίδια που ενεργοποιούνται από την ιντερφερόνη τύπου Ι, έναν πολύ πρώιμο συναγερμό που θέτει σε εγρήγορση το ευρύτερο ανοσοποιητικό σύστημα.
- Στους ανθρώπους που ανέπτυξαν σοβαρή COVID-19 και χρειάστηκαν μηχανική υποστήριξη αναπνοής, οι αντιικές αποκρίσεις ήταν σχεδόν μη ανιχνεύσιμες. Συγκεκριμένα, τα επιθηλιακά τους κύτταρα είχαν μια «σιωπηρή» απόκριση στην ιντερφερόνη, παρά το υψηλό ιικό φορτίο. Την ίδια στιγμή, τα δείγματα είχαν αυξημένο αριθμό μακροφάγων και άλλων ανοσοκυττάρων που ενισχύουν τις φλεγμονώδεις αποκρίσεις.
«Καθένας με σοβαρή COVID-19 είχε μια απότομη απόκριση ιντερφερόνης πολύ νωρίς στα επιθηλιακά κύτταρα και δεν μπόρεσε ποτέ να ενισχύσει την άμυνά του. Η σωστή ποσότητα ιντερφερόνης την κατάλληλη στιγμή θα μπορούσε να είναι το επίκεντρο της αντιμετώπισης του SARS-CoV-2 και άλλων ιών», αναφέρει ο Δρ. Ordovás-Montañés.
Ενισχύοντας την απόκριση της ιντερφερόνης στη μύτη
Στο επόμενο βήμα τους, οι ερευνητές σχεδιάζουν να διερευνήσουν τι προκαλεί την «σιωπηλή» απόκριση της ιντερφερόνηςστη ρινοφαρυγγική κοιλότητα, στοιχείο που τα δεδομένα δείχνουν ότι μπορεί, επίσης, να συμβαίνει με τις νέες μεταλλάξεις του SARS-CoV-2. Θέλουν, επίσης, να διερευνήσουν την πιθανότητα αύξησης της απόκρισης της ιντερφερόνης σε ανθρώπους με πρώιμη λοίμωξη COVID-19, ίσως μέσω ρινικού σπρέι ή σταγονιδίων.
«Είναι πιθανό ότι, ανεξάρτητα από τους λόγους, οι άνθρωποι με ‘σιωπηλή’ απόκριση της ιντερφερόνης θα είναι ευάλωτοι σε μελλοντικές λοιμώξεις, πέρα από την COVID-19. Το ερώτημα είναι το πώς μπορούμε να κάνουμε αυτά τα κύτταρα να αποκρίνονται περισσότερο», καταλήγουν οι επιστήμονες.