Στην υπό όρους έγκριση χρήσης του αντιικού χαπιού της Pfizer, Paxlovid, για τη θεραπεία ενηλίκων που διατρέχουν κίνδυνο σοβαρής λοίμωξης Covid προχώρησε την Πέμπτη ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων, καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να ενισχύσει το «οπλοστάσιό» της για να καταπολεμήσει την παραλλαγή Omicron.
Η έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) επιτρέπει στα κράτη μέλη της ΕΕ να αναπτύξουν και να διαθέσουν το φάρμακο.
Η Ιταλία, η Γερμανία και το Βέλγιο είναι μεταξύ των ελάχιστων χωρών της ΕΕ που έχουν ήδη προαγωοράσει το Paxlovid.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη εγκρίνει από τον Δεκέμβριο τη χρήση των φαρμάκων τόσο της Merck όσο και της Pfizer.
Το χάπι της Merck τελεί επίσης υπό εξέταση από τον ΕΜΑ, αλλά χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να εγκριθεί, επειδή η εταιρεία αναθεώρησε τα δεδομένα των δοκιμών της τον Νοέμβριο.
Πώς αναμένεται να δράσει το φάρμακο
Το Paxlovid είναι αντιικό φάρμακο που λαμβάνεται από το στόμα και μειώνει την ικανότητα του SARS-CoV-2 να πολλαπλασιάζεται στον οργανισμό. Η δραστική ουσία PF-07321332 αναστέλλει τη δραστηριότητα του ενζύμου που χρειάζεται για να πολλαπλασιαστεί ο ιός.
Το Paxlovid περιέχει χαμηλή δόση ριτοναβίρης (αναστολέας πρωτεάσης), η οποία επιβραδύνει τη διάσπαση του PF-07321332, επιτρέποντάς του να παραμείνει περισσότερο στο σώμα σε επίπεδα που επηρεάζουν τον ιό. Το Paxlovid αναμένεται να μειώσει την ανάγκη νοσηλείας σε ασθενείς με COVID-19.
Η Pfizer υποστηρίζει ότι μειώνει τον κίνδυνο νοσηλείας κατά 90%
Η φαρμακευτική εταιρεία υποστηρίζει ότι το χάπι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό κατά 90% στην πρόληψη των νοσηλειών και θανάτων ασθενών που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου.
Το χάπι, με βάση τα επίσημα στοιχεία, διαθέτει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα όταν λαμβάνεται στα πρώτα στάδια της νόσου. Η ρυθμιστική αρχή φαρμάκων της Βρετανίας συστήνει τη χρήση του σκευάσματος εντός πέντε ημερών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Πρόσφατα εργαστηριακά δεδομένα δείχνουν ότι το φάρμακο διατηρεί την αποτελεσματικότητά του απέναντι στην υψηλής μεταδοτικότητας παραλλαγή Omicron.
Ήδη, «πράσινο φως» για την κυκλοφορία της θεραπείας έχουν δώσει οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.