Δευτέρα, 11 Νοεμβρίου, 2024 07:39
Κόσμος

Κορωνοϊός: Ένας απρόσμενος σύμμαχος ίσως μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης του






Πειράματα Γερμανών επιστημόνων σε κυτταρικές καλλιέργειες καταδεικνύουν πως ορισμένα εμπορικά διαθέσιμα στοματικά διαλύματα μπορούν να επιδράσουν στη μείωση του ιικού φοτίου του Sars-Cov-2 και πιθανώς κατ’ επέκταση στη μείωση του κινδύνου μετάδοσης του ιού βραχυπρόθεσμα.

Τα σχετικά συμπεράσματα δημοσιεύονται στο Journal of Infectious Diseases.

Υψηλά ιικά φορτία ανιχνεύονται στη στοματική κοιλότητα και το λαιμό ορισμένων ασθενών με COVID-19 και η χρήση στοματικών διαλυμάτων, που παρουσιάζουν αποτελεσματική δράση κατά του κορωνοϊού, θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις όπως πριν από την επίσκεψη στον οδοντίατρο.

Εκκρεμούν, ωστόσο, κλινικές δοκιμές για την επαλήθευση της όποιας επίδρασης και σε κάθε περίπτωση οι ερευνητές υπογραμμίζουν τα στοματικά διαλύματα δεν είναι κατάλληλα για την αντιμετώπιση ή πρόληψη της COVID-19.

Για τις ανάγκες του πειράματος οι ερευνητές δοκίμασαν οκτώ στοματικά διαλύματα με διαφορετικά συστατικά που διατίθενται στα φαρμακεία της Γερμανίας. Ανέμειξαν κάθε στοματικό διάλυμα με σωματίδια του ιού και μια παρεμβατική ουσία, η οποία είχε σκοπό να αναπαράγει την επίδραση του σάλιου στο στόμα.

Στη συνέχεια ανακίνησαν το μείγμα για 30 δευτερόλεπτα για να προσομοιωθεί το αποτέλεσμα της στοματικής πλύσης. Και κατόπιν χρησιμοποίησαν κύτταρα Vero E6, τα οποία είναι ιδιαίτερα δεκτικά στον Sars-Cov-2, για να προσδιορίσουν το ιικό φορτίο. Προκειμένου να διακριβωθεί η αποτελεσματικότητα των στοματικών πλύσεων, οι ερευνητές εξέθεσαν τα εναιωρήματα ιών σε μέσα καλλιέργειας κυττάρων αντί για στοματικό διάλυμα, πριν τα προσθέσουν στην κυτταρική καλλιέργεια.

Όλα τα στοματικά διαλύματα που δοκιμάστηκαν μείωσαν το αρχικό ιικό φορτίο. Τρία στοματικά διαλύματα το μείωσαν σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσε καν να ανιχνευτεί ιός έπειτα από 30 δευτερόλεπτα.

Μένει όμως να αποδειχτεί εάν αυτό το αποτέλεσμα επιβεβαιώνεται και κλινικά και πόσο διαρκεί η επίδραση. Οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Ρουρ-Μπόχουμ εξετάζουν στην παρούσα φάση το ενδεχόμενο να προχωρήσουν σε κλινικές δοκιμές, ενώ σχετικές μελέτες βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη από επιστημονική ομάδα στο Σαν Φρανσίσκο με την οποία οι ίδιοι βρίσκονται σε επικοινωνία.