Οι επιστήμονες εξετάζουν το εξής «παράδοξο». Πώς γίνεται χώρες που έχουν επιτύχει παρόμοιο ποσοστό εμβολιασμού, με την εμφάνιση της μετάλλαξης Δέλτα να παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις στη θνησιμότητα. Τις αιτίες πίσω από το «μυστήριο» αναλύουν οι ειδικοί και σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις οι αποκλίσεις αυτές οφείλονται σε διάφορους παράγοντες. Κάποιοι από αυτούς είναι η χρονική απόσταση ανάμεσα στις δύο δόσεις, τα επίπεδα ανοσίας του πληθυσμού πριν την επέλαση της μετάλλαξης Δέλτα, αλλά και το πότε ξεκίνησαν οι εμβολιασμοί σε κάθε χώρα.
Ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι τα εμβόλια οδήγησαν σε μείωση της θνητότητας λόγω κοροναϊού, κατά τη διάρκεια των τελευταίων πανδημικών κυμάτων σε κάποιες χώρες ο αριθμός των θανάτων ήταν πολύ μικρότερος από ότι σε άλλες. Το σίγουρο είναι πως υπάρχουν πολλά ακόμα που μπορούμε να διδαχτούμε από το πλέον φιλόδοξο πρόγραμμα εμβολιασμού στην ιστορία, όπως επισημαίνει το Bloomberg, που παρουσιάζει έρευνα γύρω από τις «αντιφάσεις» των εμβολιασμών.
Σε χώρες όπως η Γερμανία, η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο ο απολογισμός των νεκρών στο τρέχον κύμα έχει υποχωρήσει στο 10% σε σχέση με προγενέστερα κύματα, σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg με βάση στοιχεία του πανεπιστημίου John Hopkins. Στο Ισραήλ, την Ελλάδα και τις ΗΠΑ οι θάνατοι παραμένουν υψηλοί, πάνω από το 50% του επίπεδου που καταγράφηκε στα προηγούμενα κύματα.
Έρευνα σε χώρες με ίδιο ποσοστό εμβολιασμού
Ένα σημαντικό δεδομένο είναι ότι αναπτυσσόμενες οικονομίες με αδύναμα συστήματα υγείας, στηρίχτηκαν για την εμβολιαστική τους εκστρατεία σε κινεζικά ή ρωσικά εμβόλια τα οποία έχουν αποδειχθεί λιγότερο αποτελεσματικά από τα εμβόλια τεχνολογίας mRNA τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Στις περιοχές αυτές σημειώθηκε αύξηση τόσο στα κρούσματα, όσο και στους θανάτους μετά τον Ιούλιο, όταν έκανε την εμφάνιση της η μετάλλαξη Δέλτα.
Έρευνα του Bloomberg που βασίστηκε σε στοιχεία του πανεπιστημίου John Hopkins, εστιάζει σε ανεπτυγμένες χώρες που έχουν εμβολιάσει πάνω από το 55% του πληθυσμού και στηρίχθηκαν σε δυτικά εμβόλια από τις Pfizer/BioNTech και AstraZenaca, τα οποία έχουν αποτελεσματικότητα 60% με 90% έναντι της μετάλλαξης Δέλτα.
Σύμφωνα με την Νάταλι Ντιν, αναπληρώτρια καθηγήτρια βιοστατιστικής στο πανεπιστήμιο Έμορι, «υπάρχουν πολλοί πέρα από τα εμβόλια που οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα στις διάφορες περιοχές. Ακόμα και σε μέρη με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη, βλέπουμε ότι η Δέλτα μπορεί να προκαλέσει άλμα στα κρούσματα. Αλλά υπάρχουν πιέσεις στο σύστημα υγείας; Πιστεύω ότι βλέπουμε μεγαλύτερη διαφοροποίηση και σε αυτό το αποτέλεσμα».
Η χρονική απόσταση μεταξύ των δύο δόσεων
Δεν ακολούθησαν όλες οι χώρες το ίδιο πρωτόκολλο αναφορικά με τον χρόνο χορήγησης της δεύτερης δόσης. Έτσι περιοχές που καταγράφονται λιγότεροι θάνατοι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο δόσεις των εμβολίων ήταν μεγαλύτερο από τις συνιστώμενες τρεις με τέσσερις εβδομάδες.
Επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι η αμφιλεγόμενη αρχικά απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου τον Δεκέμβριο να επιτρέψει τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου της AstraZeneca ακόμα και 12 εβδομάδες μετά την πρώτη, ώστε να προλάβουν να εμβολιαστούν περισσότεροι με μία δόση οδήγησε τελικά σε μεγαλύτερη προστασία από τον κοροναϊό.
Το ίδιο έπραξαν η Δανία και η Γερμανία. Η δράση των δύο δόσεων φαίνεται να είναι ισχυρότερη όταν η δεύτερη χορηγείται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα έχει αντιδράσει πλήρως στην πρώτη, κάτι το οποίο χρειάζεται περισσότερο από έναν μήνα.
«Ήταν ένα φυσικό πείραμα στην ανοσολογία» δήλωσε ο Μάικλ Όστερχολμ, διευθυντής του Κέντρου Έρευνας και Πολιτικής για τις Μολυσματικές Ασθένειες στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα, σχολιάζοντας την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου και του Καναδά να παρατείνουν το διάλειμμα μεταξύ των δύο δόσεων. «Μπορεί να είχαν μια πολύ ανώτερη ανοσολογική αντίδραση επειδή γνωρίζουμε ότι το ανοσοποιητικό σύστημα των ανθρώπων μπορεί να είναι καλύτερα προετοιμασμένο για αυτή τη δεύτερη δόση αν περιμένουν μέχρι να ολοκληρωθεί όλη αυτή η διαδικασία ωρίμανσης» σημείωσε.
Ο χρόνος έναρξης των εμβολιασμών – Το προτέρημα που μπορεί να γύρισε μπούμερανγκ
Ένα άλλο ζήτημα που εξετάζεται είναι η στιγμή έναρξης των εκστρατειών εμβολιασμού και της εμφάνισης της μετάλλαξης Δέλτα. Οι χώρες που εμβολίασαν πιο γρήγορα τον πληθυσμό τους όπως το Ισραήλ και οι ΗΠΑ είχαν πιο αδύναμη ασπίδα προστασίας όταν κατέφτασε η Δέλτα επειδή η ανοσία που προσέφεραν τα εμβόλια είχε υποχωρήσει. Αυτό ισχυρίζονται ειδικοί όπως ο Χιτόσι Οσιτάνι, επιδημιολόγος στο πανεπιστήμιο Τοχόκου στην Ιαπωνία. Μελέτες έχουν πλέον επιβεβαιώσει ότι μεταξύ δύο ομάδων ανθρώπων που έχουν εκτεθεί στη Δέλτα, αυτοί που εμβολιάστηκαν πέντε μήνες νωρίτερα είχαν 50% μεγαλύτερο ποσοστό κρουσμάτων.
«Με την εξασθένιση της ανοσίας, όσο πιο νωρίς ξεκίνησε μια χώρα τον εμβολιασμό, τόσο περισσότερες περιπτώσεις μόλυνσης εμβολιασμένων θα έχει» σημείωσε ο Οσιτάνι. «Αυτός είναι ο λόγος που έχουν υψηλά νούμερα κρουσμάτων και θανάτων σε σχέση με τον πληθυσμό στο Ισραήλ».
Η ανοσία του πληθυσμού από μόλυνση
Η άνοδος των κρουσμάτων στην Ιαπωνία το καλοκαίρι αποκαλύπτει και έναν άλλο μυστήριο παράγοντα: τη φυσική ανοσία του πληθυσμού από προηγούμενα κύματα. Χάρη στα αποτελεσματικά μέτρα περιορισμού του ιού, οι ασιατικές χώρες σε γενικές γραμμές απέφυγαν τα χειρότερα στα πρώτα κύματα της πανδημίας πριν την εμφάνιση της Δέλτα, κάτι που σημαίνει ότι είναι πιθανότατα πιο ευάλωτες στην εξαιρετικά μολυσματική μετάλλαξη. Μια ανησυχία η οποία εξηγεί τη διστακτικότητα που επιδεικνύει η Κίνα και το Χονγκ Κονγκ να ανοίξουν τα σύνορά τους.
Την ίδια στιγμή, τα φονικά πρώτα κύματα μπορεί να έχουν βοηθήσει κάποιες χώρες με υψηλή εμβολιστική κάλυψη να αντιμετωπίσουν καλύτερα τη μετάλλαξη Δέλτα. Η Λατινική Αμερική, η οποία «υπέφερε» από τις μεταλλάξεις Γάμα και Λάμδα, δεν έχει δεχθεί τόσο ισχυρό πλήγμα από τη Δέλτα, ενδεχομένως επειδή οι δύο αυτές μεταλλάξεις δημιούργησαν ένα επίπεδο ανοσίας, με τα εμβόλια να λειτουργούν ενισχυτικά.
Το ηλικιακό προφίλ των εμβολιασμένων – Η «στόχευση» στους μεγαλύτερους
Η Δανία δεν έχει έρθει αντιμέτωπη με ένα νέο κύμα κρουσμάτων ή θανάτων από τότε που ξεκίνησαν οι εμβολιασμοί νωρίτερα τη φετινή χρονιά και παρά το ότι η χώρα έχει άρει όλα τα περιοριστικά μέτρα.
Αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι η επικέντρωση της εμβολιαστικής εκστρατείας στους ηλικιωμένους βοήθησε να παραμείνει χαμηλά ο συνολικός απολογισμός των θυμάτων. «Κατορθώσαμε από την αρχή της πανδημίας να μην αφήσουμε την Covid-19 να εξαπλωθεί στους ηλικιωμένους, ιδίως στα γηροκομεία αλλά και τους ηλικιωμένους που έμεναν σπίτι τους» σημείωσε ο Σόρεν Μπρόστρομ, επικεφαλής της Δανέζικης Υπηρεσίας Υγείας.
Το ίδιο συνέβη και στην Ιαπωνία αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό. Η χώρα έχει εμβολιάσει το 90% των κατοίκων άνω των 65 και τα οφέλη της επιλογής αυτής έγιναν ορατά όταν η μετάλλαξη Δέλτα προκάλεσε ρεκόρ κρουσμάτων τον Αύγουστο. Κατά τη διάρκεια του κύματος αυτού, οι θάνατοι ήταν λιγότεροι σε σχέση με το προηγούμενο κύμα, αλλά τα κρούσματα 2,5 φορές περισσότερα. Δεδομένου ότι η Ιαπωνία διαθέτει τον πιο γερασμένο πληθυσμό, η Δέλτα θα μπορούσε να είχε αποδειχθεί πολύ πιο φονική αν η κυβέρνηση δεν έδινε προτεραιότητα στον εμβολιασμό των ηλικιωμένων.
Η συμπεριφορά του πληθυσμού στα μέτρα προστασίας
Μια άλλη διαφορά είναι η συμπεριφορά του πληθυσμού. Αν οι ανεμβολίαστοι σε μια χώρα συμπεριφέρονται φυσιολογικά, αλλά οι ανεμβολίαστοι σε μια άλλη συνεχίζουν να είναι πολύ προσεκτικοί, τότε θα υπάρχουν πολύ διαφορετικές τάσεις.
Η εχθρότητα των Αμερικανών απέναντι στα περιοριστικά μέτρα και η γρήγορη αποκατάσταση της ελεύθερης μετακίνησης και των ταξιδιών στο πρώτο μισό του 2021 μπορεί να συνέβαλλαν στα χειρότερα νούμερα όσον αφορά τους θανάτους από τη μετάλλαξη Δέλτα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες.