Σύγχυση και ανησυχία προκαλούν τα στοιχεία που δίνει στη δημοσιότητα ο ΕΟΔΥ το τελευταίο τριήμερο για τη Μαγνησία (και τη Λάρισα) σχετικά με τον αριθμό των κρουσμάτων κορωνοϊού, που δείχνουν μια επιδείνωση της κατάστασης που ωστόσο δεν επιβεβαιώνεται από μια σειρά άλλων στοιχείων τα οποία μάλιστα επικαλούνται δύο κορυφαίοι επιστήμονες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο καθηγητής Επιδημιολογίας και μέλος της επιτροπής του υπ. Υγείας κ. Χρ. Χατζηχριστοδούλου και ο καθηγητής πνευμονολογίας κ. Κων. Γουργουλιάνης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αναφέρει σε ρεπορτάζ της η «Θεσσαλία», ήταν με την προχθεσινή ανακοίνωση του ΕΟΔΥ για 79 κρούσματα στη Μαγνησία όταν τα εργαστήρια του Πανεπιστημιακού «έδιναν» μόλις τρία. Η εικόνα των αποτελεσμάτων των τεστ που εκδίδουν τα εργαστήρια στο Πανεπιστημιακό, συνδυάζονται απόλυτα με την εικόνα των κλινικών και των νοσηλευόμενων σε αυτές, στα νοσοκομεία. Για παράδειγμα στο Νοσοκομείο του Βόλου, οι εισαγωγές έχουν μειωθεί κατακόρυφα και οι κλίνες έχουν μειωθεί στο 1/3 σε σύγκριση με τον Νοέμβριο. Οι αριθμοί που δίνει ο ΕΟΔΥ χωρίς να συνοδεύονται από στοιχεία- ο οποίος δεν πραγματοποιεί μαζικές δειγματοληψίες- είναι αναντίστοιχοι με την πραγματικότητα στα Νοσοκομεία και με τους απόλυτους αριθμούς τεστ. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα , είναι ότι τις ημέρες του «μαύρου Νοέμβρη» για τη Μαγνησία, όταν τα εργαστήρια του Πανεπιστημιακού εξέδιδαν από 80 εως 130 θετικά τεστ την ημέρα, ο ΕΟΔΥ ανακοίνωνε από 35 εως 70.
Ο κ. Χταζηχριστοδούλου
Ο καθηγητής κ. Χατζηχριστοδούλου σε αποκλειστικές του δηλώσεις στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ», είναι σαφής και κατηγορηματικός: Η επιδημιολογική εικόνα στη Μαγνησία έχει βελτιωθεί αισθητά. Ο δείκτης μεταδοτικότητας έχει μειωθεί στο 0,78,ενώ ο μέσος όρος των κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους είναι 16, με βάση τα στοιχεία 7 ημερών που επεξεργάζεται η επιτροπή που παρακολουθεί την πορεία της πανδημίας ανά νομό. Ομως, εξήγησε ο κ. Χατζηχριστοδούλου, «η περιστασιακή αύξηση μίας ημέρας στα κρούσματα δεν αποτυπώνει την πραγματική επιδημιολογική εικόνα μιας περιοχής, η οποία επανεκτιμάται ανά 7ήμερο.
« Ως εκ τούτου είναι επιστημονικά αβάσιμη οποιαδήποτε εκτίμηση για επιβάρυνση. Οι μετρήσεις που έχουμε άλλα δείχνουν», κατέληξε.
Ο Κ. Γουργουλιάνης
Την ίδια στιγμή απόλυτη διαφοροποίηση από τα στοιχεία του ΕΟΔΥ και την απόλυτη διαφωνία του για τα σκληρότερα μέτρα που “έρχονται” σε Βόλο και Λάρισα, εκφράζει και ο καθηγητής της Πνευμονολογίας και επικεφαλής της πνευμονολογικής κλινικής κ. Κ. Γουργουλιάνης. Ο ίδιος δηλώνει πως τα στοιχεία του ΕΟΔΥ δεν συμβαδίζουν με την επιδημιολογική εικόνα και τα αποτελέσματα των τεστ που διενεργούνται. «Εμείς έχουμε δεδομένα μείωσης της πανδημίας» ανέφερε.
«Εμείς έχουμε δεδομένα μείωσης της πανδημίας σε Λάρισα και Βόλο. Δεν ξέρω τι πραγματικά συμβαίνει στον ΕΟΔΥ, αλλά θα αναφερθώ τυχαία σε ένα παράδειγμα. Δεν μπορεί να κάνεις δειγματοληψία σε μια κλειστή δομή όπως για παράδειγμα μια φυλακή -να βρίσκεις κρούσματα-και να εφαρμόζεις σκληρότερα μέτρα στην κοινότητα. Δεν είναι κρούσματα «ορφανά». Σε ερώτηση εάν λαμβάνονται αποφάσεις με λάθος στοιχεία από τον ΕΟΔΥ απάντησε θετικά.
«Μα, ακόμα και στις τυχαίες δειγματοληψίες του ΕΟΔΥ, δεν βλέπουμε θετικά κρούσματα. Για παράδειγμα πρόσφατα σε μια εξέταση 80 δειγμάτων δεν είδαμε κανένα θετικό. Όταν ακούμε μόνο για τον αριθμό των κρουσμάτων χωρίς να έχουμε εικόνα των τεστ και ποιους αφορούν δε νομίζω πως μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα», είπε και όταν τέθηκε το ερώτημα της οργάνωσης του ΕΟΔΥ απάντησε πως οι «κρίσεις αναδεικνύουν και τα προβλήματα». Ξεκαθάρισε πως τα δεδομένα του ΕΟΔΥ δεν έχουν ταυτότητα.
«Για να πάρει κανείς αποφάσεις χρειάζονται δεδομένα και αν δεν έχεις τα σωστά δεδομένα απλά δεν μπορεί αποφάσεις. Προϊδεάζουν για το «κλείσιμο» της Λάρισας. Εγω δεν έχω στα χέρια του τέτοια επιδημιολογικά δεδομένα και είμαι σε συνεργασία και με το Νοσοκομείο του Βόλου, ενώ παρακολουθώ τον αριθμό των τεστ», δήλωσε.
Μια πιθανή «εξήγηση»
Οσον αφορά στις αποκλίσεις στα νούμερα των νέων κρουσμάτων που ανακοινώνονται η κατάσταση οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι πολλές φορές τα αποτελέσματα δειγμάτων που εξετάζονται από ιδιωτικά εργαστήρια δεν αποστέλλονται αμέσως στον ΕΟΔΥ (μεσολαβούν πολλές φορές δύο και τρεις μέρες, ανάλογα με το πότε θα εκδοθούν) με αποτέλεσμα να παρατηρείται η απόκλιση.