Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024 06:28
ΕλλάδαΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Μείωση φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών ζήτησε ο Στουρνάρας

Ο κεντρικός τραπεζίτης μιλώντας από το βήμα του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος εκτίμησε ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα κυμανθεί στα επίπεδα του 2018





Τη μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών  συντελεστών αλλά και τη συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων ακόμα και συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα όπως η υγεία και η κοινωνική ασφάλιση ζήτησε από τη Θεσσαλονίκη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας.

Από το βήμα του ΣΒΒΕ ο κ. Στουρνάρας τόνισε πως η εφαρμογή ρυθμίσεων όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να καθυστερήσουν τη  αποκλιμάκωση της ανεργίας. Όπως τόνισε οι μεταρρυθμίσεις από την αρχή της κρίσης έφεραν αποτελέσματα αλλά υπάρχουν ακόμα αρνητικά στοιχεία όπως το υψηλό δημόσιο χρέος και το μεγάλο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων που φτάνουν στο 45,4%.

Ο κεντρικός τραπεζίτης αναφέρθηκε και στην πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, οι οποίες, όπως είπε, «σε συνδυασμό με τυχόν ανατροπή μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν την ευελιξία στην αγορά εργασίας ενδέχεται να καθυστερήσουν την αποκλιμάκωση της ιδιαίτερα υψηλής ανεργίας και να στρέψουν ορισμένες επιχειρήσεις προς τις άτυπες μορφές απασχόλησης».

Ο Γ.Στουρνάρας εκτίμησε πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα κυμανθεί στα επίπεδα του 2018, δηλαδή με ρυθμό 1,8%.

Αναλυτικά η ομιλία του:

Κυρίες και κύριοι,

Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι εδώ σήμερα και που μου δίνεται η ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου και τις εκτιμήσεις μου για τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

1. Το διεθνές περιβάλλον

Η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να μεγεθύνεται, ωστόσο τα αποτελέσματα του τρίτου και του τέταρτου τριμήνου του 2018 ήταν χαμηλότερα των προσδοκιών κυρίως στη ζώνη του ευρώ και την Ιαπωνία, ενώ παράλληλα ενισχύθηκαν οι ενδείξεις επιβράδυνσης της οικονομίας της Κίνας. Ως εκ τούτου, οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας αναθεωρήθηκαν επί το δυσμενέστερο. Ενδεικτικά, το ΔΝΤ προβλέπει υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας από 3,7% το 2018 σε 3,5% το 2019 (1).

Όσον αφορά τη ζώνη του ευρώ, η οικονομική ανάπτυξη το 2018 αποδείχθηκε σημαντικά ασθενέστερη από ό,τι αναμενόταν. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην υποχώρηση των καθαρών εξαγωγών της ζώνης του ευρώ, εξαιτίας της επιβράδυνσης της ανάπτυξης σε σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της, όπως η Κίνα, αλλά και της αυξημένης αβεβαιότητας λόγω της επιβολής δασμών από τις ΗΠΑ σε ορισμένα προϊόντα που εξάγει η Κίνα στις ΗΠΑ, και της επιβολής αντίστοιχων δασμών αντιποίνων από την Κίνα. Παράλληλα, αρνητικά επέδρασαν στην οικονομική ανάπτυξη και διάφοροι παράγοντες που αφορούν μεμονωμένες χώρες της ζώνης του ευρώ, όπως προσωρινά προβλήματα στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας στη Γερμανία, κοινωνικές εντάσεις στη Γαλλία και αβεβαιότητα για την πορεία της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ιταλία.

Με βάση τα παραπάνω, εκτιμάται ότι οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης θα είναι ασθενέστερες από τις αναμενόμενες. Παρ’ όλα αυτά, τα θεμελιώδη μεγέθη της ευρωπαϊκής οικονομίας παραμένουν υγιή. Για παράδειγμα, η αύξηση της απασχόλησης και των μισθών συνεχίζεται, το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών έχει μειωθεί, η νομισματική πολιτική παραμένει διευκολυντική, ενώ η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής το 2019 αναμένεται να είναι ελαφρώς επεκτατική.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας του Μαρτίου του 2019 (2), ο ρυθμός ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ αναμένεται να υποχωρήσει από 1,9% το 2018 σε 1,1% το 2019. Επίσης, ο πληθωρισμός της ζώνης του ευρώ το 2019 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 1,2%, έναντι 1,7% το 2018. Η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό το 2019 έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω κατά 0,4 της ποσοστιαίας μονάδας, αντανακλώντας κυρίως τις πιο συγκρατημένες βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε στις 7 Μαρτίου να διατηρήσει τα επιτόκια στα σημερινά τους επίπεδα τουλάχιστον έως το τέλος του 2019 και να λάβει πρόσθετα μέτρα διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής (3), προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε σταθερή πορεία προς επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα.

Συνολικά, οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, και της ζώνης του ευρώ ειδικότερα, υπόκεινται σε αυξημένους κινδύνους και αβεβαιότητες. Γεωπολιτικοί παράγοντες, η απειλή του εμπορικού προστατευτισμού (παρά το θετικό μήνυμα από την αναβολή των περαιτέρω αυξήσεων των δασμών μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας), η ευπάθεια πολλών αναδυόμενων οικονομιών στο ενδεχόμενο αύξησης της αποστροφής των διεθνών επενδυτών προς τον κίνδυνο, καθώς και στο ενδεχόμενο ενίσχυσης του δολαρίου, η αυξημένη μεταβλητότητα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, που μπορεί να προκύψει από μια μεγαλύτερη επιβράδυνση της ανάπτυξης, αποτελούν τους σημαντικότερους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία.

Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές συνθήκες παραμένουν διευκολυντικές. Παράλληλα, πολλές κεντρικές τράπεζες, λόγω της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, προχωρούν με πιο αργά βήματα τόσο στην εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής τους όσο και στην απόσυρση των μη συμβατικών μέτρων στήριξης της οικονομίας τους. Η εξέλιξη αυτή απομακρύνει τον κίνδυνο μιας περαιτέρω χρηματοπιστωτικής αναταραχής στις αναδυόμενες οικονομίες.

Όσον αφορά ειδικότερα τη ζώνη του ευρώ, σημαντικοί κίνδυνοι προκύπτουν από το ενδεχόμενο μη συντεταγμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, καθώς και από την αβεβαιότητα σχετικά με την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής στην Ιταλία. Παράλληλα, η Τραπεζική Ένωση και η Ένωση των Κεφαλαιαγορών δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, και παρατηρούνται διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα όσον αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Και οι δύο αυτοί παράγοντες οδηγούν σε αυξανόμενη απόκλιση, αντί της επιθυμητής σύγκλισης, μεταξύ κέντρου και περιφέρειας στην Ευρώπη. Και αυτό διότι τα τραπεζικά συστήματα στις χώρες με υψηλά αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων δυσκολεύονται να επιτελέσουν το διαμεσολαβητικό τους ρόλο, δηλ. να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, ενώ επίσης δύσκολη είναι και η πρόσβαση των επιχειρήσεων στην αγορά κεφαλαίων για να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια. Επιπρόσθετα, η άνοδος του λαϊκισμού και του αντιευρωπαϊσμού σε πολλές χώρες της Ευρώπης σε μια χρονιά ευρωεκλογών αποτελεί πολύ ανησυχητικό φαινόμενο, και οι ηγεσίες της ΕΕ και των κρατών-μελών θα πρέπει να προχωρήσουν με φιλόδοξο τρόπο στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

1.1. Η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ πρέπει να βελτιωθεί

Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για τη βελτίωση της συνεργασίας των κρατών-μελών, της λειτουργίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και για την ενίσχυση της συμμετοχής των Ευρωπαίων πολιτών στις αποφάσεις της ΕΕ, με ενδυνάμωση του ρόλου του Ευρωκοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων. Ειδικά όσον αφορά τη λειτουργία της ΟΝΕ, κρίνεται αναγκαία η ανάληψη δράσεων και πολιτικών τόσο για τη μείωση όσο και για τον επιμερισμό των κινδύνων και την ενίσχυση της αλληλεγγύης στην ευρωζώνη, καθώς επίσης και η ενίσχυση της συμμετρικής προσαρμογής, ώστε μερίδιο της προσαρμογής να αναλογεί και στα κράτη-μέλη με μεγάλα και αυξανόμενα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και όχι − όπως συνέβαινε έως τώρα − μόνο σε αυτά με ελλείμματα.

Συνεπώς, είναι αναγκαίες ορισμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην αρχιτεκτονική της ΟΝΕ, που θα ενδυναμώσουν τη νομισματική ένωση και θα ενισχύσουν την πραγματική σύγκλιση στη ζώνη του ευρώ, η οποία έχει υποχωρήσει από το 2010 και μετά. Ειδικότερα:

1. Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης μέσω της θέσπισης ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων και της στήριξης, μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης των τραπεζών.

2. Η δημιουργία μιας πραγματικής Ένωσης των Κεφαλαιαγορών για την ενίσχυση του επιμερισμού των κινδύνων στον ιδιωτικό τομέα.

3. Η μετεξέλιξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, που θα ενεργεί ως δανειστής έσχατης προσφυγής για τα κράτη-μέλη.

4. Η δημιουργία ενός κεντρικού εργαλείου δημοσιονομικής σταθεροποίησης, π.χ. ενός κοινού επενδυτικού ταμείου με πόρους της ΕΕ για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων ή/και ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας.

5. Η έκδοση ευρωπαϊκών “ασφαλών” ομολόγων (ESBies) και τελικά ευρωομολόγων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

6. Η ενίσχυση και αναμόρφωση του Μηχανισμού Μακροοικονομικών Ανισορροπιών με έμφαση στη συμμετρική προσαρμογή μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.

7. Η αύξηση της λογοδοσίας όλων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Αυτά είναι απαραίτητα βήματα για τη δημιουργία μιας ευρωζώνης περισσότερο ομοσπονδιακής μορφής και άρα με πιο ενισχυμένη αρχιτεκτονική. Δεν είναι όμως επαρκή, υπό την έννοια ότι η μακροπρόθεσμη επιτυχία της ζώνης του ευρώ απαιτεί μια συνεχή διαδικασία πολιτικής ενοποίησης, η οποία θα συμπεριλαμβάνει μια πλήρη δημοσιονομική ένωση. Αυτό βεβαίως σήμερα δεν είναι πολιτικά εφικτό. Δεν πρέπει όμως να πάψει να αποτελεί έναν απώτατο μακροχρόνιο στόχο.

2. Σημαντική πρόοδος έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα από το 2010

Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, από την αρχή της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010, έχει εφαρμοστεί από διαδοχικές κυβερνήσεις ένα τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, το οποίο είχε σημαντικά αποτελέσματα. Αξίζει ιδιαίτερα να επισημανθούν:

• η πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή και η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων,

• η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και ο περιορισμός του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών,

• οι εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στο ασφαλιστικό, στο σύστημα υγείας, στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη δημόσια διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα και στο δημοσιονομικό πλαίσιο.

Παράλληλα, με τον ενεργό ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος επετεύχθη η αναδιάταξη και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και γενικότερα η διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ως αποτέλεσμα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ και οι προβλέψεις τους παραμένουν σε επίπεδα κατάλληλα για να αντεπεξέλθουν σε πιθανούς πιστωτικούς κινδύνους.

 

 

Πηγή: ethnos.gr