Η σύνδεση της αϋπνίας με ασθενείς που νοσηλεύθηκαν με Covid-19 είναι ήδη γνωστή, αλλά μια ομάδα επιστημόνων διερεύνησε το αν οι ήπιες λοιμώξεις θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν την ποιότητα του ύπνου.

Στη μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Frontiers in Public Health», μελετήθηκαν δεδομένα για 1.056 άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών στο Βιετνάμ, που είχαν διαγνωστεί με Covid-19, αλλά δεν είχαν νοσηλευτεί τους τελευταίους έξι μήνες και δεν ανέφεραν ιστορικό αϋπνίας ή ψυχιατρικών παθήσεων.

Το 76% των συμμετεχόντων ανέφεραν ότι αντιμετώπιζαν αϋπνία και το 22,8% από αυτούς ότι είχαν σοβαρή αϋπνία. Οι μισοί από τους συμμετέχοντες δήλωσαν ότι ξυπνούσαν συχνότερα τη νύχτα, ενώ το ένα τρίτο ότι δυσκολεύονταν να κοιμηθούν, κοιμούνταν χειρότερα και κοιμούνταν για λιγότερο χρόνο. Η σοβαρότητα της αρχικής λοίμωξης δεν φάνηκε να συσχετίζεται με τη σοβαρότητα της αϋπνίας που βίωσαν. Αν και οι ασυμπτωματικοί ασθενείς με Covid-19 σημείωσαν χαμηλότερη βαθμολογία στον δείκτη αϋπνίας, η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σημαντική.

Δύο ομάδες ατόμων είχαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερα ποσοστά αϋπνίας, σε σχέση με τους υπόλοιπους: τα άτομα που είχαν κάποια προϋπάρχουσα χρόνια πάθηση και όσα αντιμετώπιζαν καταθλιπτικά ή αγχώδη συμπτώματα.

Οι επιστήμονες εντόπισαν επίσης ότι το ποσοστό αϋπνίας που αναφέρουν οι ασθενείς δεν είναι μόνο πολύ υψηλότερο από το ποσοστό του γενικού πληθυσμού, αλλά και υψηλότερο από αυτό που αναφέρεται για τους ασθενείς που νοσηλεύθηκαν με Covid-19. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι επικεντρώθηκαν σε ασθενείς που ανάρρωσαν πρόσφατα και οι οποίοι ενδέχεται να έχουν παρατεταμένα συμπτώματα. Οι ασθενείς που ανάρρωσαν πρόσφατα μπορεί, επίσης, να είναι πιο στρεσαρισμένοι και ευαίσθητοι στις αλλαγές της σωματικής τους υγείας, με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνονται τον ύπνο τους ως χειρότερο.

*H επιστημονική δημοσίευση

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ