Mε επιστολή του, πρώτος ο υπουργός Οικονομικών αντέκρουσε τις προβλέψεις του ΔΝΤ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Θεωρεί ότι οι προβλέψεις του δεν αντανακλούν την πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας και τις καλύτερες των προβλεπόμενων επιδόσεις που έχει επιτύχει η Ελλάδα στον δημοσιονομικό τομέα και στην ανάπτυξη.
Η επιστολή του κ. Τσακαλώτου ενσωματώνεται στην έκθεση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία (άρθρο 4), η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα.
«Παρά τις ενδείξεις και την ανάλυση που παρουσιάσθηκε, παρατηρούμε ότι η έκθεση δεν είναι δίκαιη σε αρκετούς τομείς, ενώ πολλά από τα συμπεράσματά της δεν είναι συνεπή με τα πρόσφατα και καλά τεκμηριωμένα εμπειρικά στοιχεία», σημειώνει στην επιστολή του ο κ. Τσακαλώτος και διευκρινίζει: «Πρώτον, η έκθεση παρουσιάζει μία συνολική εικόνα της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας (της Ελλάδας) που δεν είναι αντιπροσωπευτική της πραγματικής προσπάθειας που καταβλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του προγράμματος του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας).
Η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επιταχύνθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα των μεταρρυθμίσεων σε βάθος, όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων σε ένα ενιαίο ταμείο, η συνολική συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, η δημιουργία ανεξάρτητης φορολογικής αρχής, πολλές μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων (περιλαμβανομένης της σημαντικής προόδου στην εισαγωγή των συστάσεων του ΟΟΣΑ) και ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Αντίθετα, η έκθεση αναφέρει μία επιβράδυνση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, η οποία δεν προκύπτει από όσα έχουν ήδη γίνει στη δημοσιονομική πολιτική, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και σε πολλούς τομείς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
Ο υπουργός Οικονομικών σημειώνει ότι επακόλουθο «της παραπλανητικής παρουσίασης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας» είναι ότι δεν λαμβάνονται υπόψη κατάλληλα τα αποτελέσματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ανάλυση για τη Βιωσιμότητα του Χρέους (DSA)» και τονίζει πως η αυξημένη προσπάθεια θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να οδηγήσει στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης στο μέλλον. Ωστόσο, προσθέτει, ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μειώθηκε από το ΔΝΤ στην ανάλυση για το χρέος στο 1% από 1,25% τον Μάιο του 2016 και είναι η δεύτερη συνεχόμενη μείωση των προβλέψεων του για την ανάπτυξη.
Όσον αφορά στις δημοσιονομικές εξελίξεις, ο κ. Τσακαλώτος τονίζει ότι «η δημοσιονομική επίδοση του 2015 και το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016 είναι σημαντικά καλύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις». Το ΔΝΤ είχε προβλέψει αρχικά ένα πρωτογενές έλλειμμα -0,5% του ΑΕΠ το 2016 που θα μετατρεπόταν σε πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2018 με τα τρέχοντα νομοθετημένα μέτρα. «Οι αρχικές ενδείξεις δείχνουν ότι, αντίθετα, το δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2016 θα είναι στην περιοχή του 2% του ΑΕΠ», επισημαίνει ο υπουργός, προσθέτοντας: «Παρά τη σημαντική δημοσιονομική υπεραπόδοση, η ανάλυση (του ΔΝΤ) δεν προχωρά σε μία σημαντική αναθεώρηση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων για το 2018 και μετά, παραμένοντας στο προβλεφθέν επίπεδο του 1,5%, παρά τα συντριπτικά στοιχεία για το αντίθετο».
Πέραν της ανάγκης δημοσιονομικών αναθεωρήσεων, το σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2016 αμφισβητεί τρία σημαντικά επιχειρήματα της έκθεσης, συνεχίζει στην επιστολή του ο κ. Τσακαλώτος. «Πιο σημαντικό είναι ότι το επιχείρημα πως η Ελλάδα δεν μπορεί να διατηρήσει υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα, πάνω από 1,5% του ΑΕΠ, έρχεται σε αντίθεση με τις πρόσφατες εξελίξεις».
Στουρνάρας: Το ΔΝΤ υποεκτιμά την πρόοδο που έχει συντελεστεί
Κριτική για τα λάθη του παρελθόντος και τη διαφωνία του για μία σειρά εκτιμήσεων του ΔΝΤ που περιλαμβάνονται στην τελευταία του Έκθεση, εξέφρασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας με δική του επιστολή που απέστειλε προς το Ταμείο.
Όπως σημειώνει στην επιστολή του ο επικεφαλής της ΤτΕ, το ΔΝΤ υποεκτιμά την πρόοδο που έχει συντελεστεί και είναι υπερβολικά απαισιόδοξο σχετικά με τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις, καθώς και σχετικά με τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της περαιτέρω ανάγκης των τραπεζών για ανακεφαλαιοποίηση.
Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, το Ταμείο θεωρεί ότι θα χρειαστεί ένα επιπλέον 10 δισ. ευρώ κεφαλαίων, χωρίς όμως να εξηγεί, όπως αναφέρει ο διοικητής της ΤτΕ, γιατί συμβαίνει αυτό. Προσθέτει δε ότι σύμφωνα με την εκτίμηση των εποπτικών αρχών (ΕΚΤ, SSM, Τράπεζα της Ελλάδος), ο βασικός κεφαλαιακός δείκτης των τραπεζών είναι 18% και είναι από τους υψηλότερους στην ΕΕ. Επιπλέον, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος η επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα αυξήσει περαιτέρω τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Όλα τα παραπάνω σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι μακροχρόνιες προβλέψεις του Ταμείου φαίνεται να έχουν ενσωματώσει μόνο κινδύνους αντί να είναι ένα βασικό σενάριο
«Δεδομένου ότι τη πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης είναι πιθανό να φθάσει το 2% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 0,5% του ΑΕΠ, οι δημοσιονομικές προβλέψεις του Ταμείου εγείρουν πολλά ερωτήματα», αναφέρει ο χαρακτηριστικά ο διοικητής της ΤτΕ.
Για την εκ των υστέρων αξιολόγηση του προγράμματος του 2012, ο κ. Στουρνάρας αναφέρει πως η έκθεση αυτή ενώ περιέχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες για την περίοδο που εξετάζει χάνει την ευκαιρία να είναι δίκαιη με την ιστορία, δεδομένου ότι επικρίνει όλους τους άλλους εκτός από το ΔΝΤ. Σε ό,τι αφορά αυτό το σημείο, με την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών μεταξύ του Ιουλίου του 2012 και Ιουνίου 2014, επιβεβαιώνει ότι:
(Α) το ΔΝΤ πίεσε για όλο και περισσότερα μέτρα λιτότητας,
(Β) το ΔΝΤ είναι εν μέρει υπεύθυνο για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης του 2013, δεδομένου ότι ήταν αδικαιολόγητες (με δεδομένη την τελική έκβαση) ζητώντας πρόσθετα παραμετρικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, ακόμη και όταν ήταν περισσότερο από σαφές ότι το 2013 η δημοσιονομικές εξελίξεις οδηγούσαν προς ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα καθ΄ υπεραπόδοση,
(Γ) το ΔΝΤ επέμεινε στην πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αγνοώντας τις απόψεις των αρχών, της Τράπεζας της Ελλάδος και την ΕΚΤ, και αποδείχθηκε ότι κατάφωρα υπερεκτίμησε τις κεφαλαιακές ανάγκες και υποτίμησε τον αντίκτυπο στην οικονομία,
(Δ) το ΔΝΤ υποβάθμισε σταθερά την πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αγνοώντας, μεταξύ άλλων, τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ.