Τετάρτη, 27 Νοεμβρίου, 2024 12:41
ΕλλάδαΠΟΛΙΤΙΚΗ

Πάγκαλος: Οτσαλάν, Ίμια, «μαζί τα φάγαμε» – Οι τρεις σταθμοί που τον σημάδεψαν






Πέθανε στα 85 του χρόνια, το μεσημέρι της Τετάρτης 31 Μαίου ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Επί σειρά ετών βουλευτής και υπουργός στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, ο Πάγκαλος ήταν μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, τουλάχιστον ως προς ορισμένες ιστορικές φάσεις της Μεταπολίτευσης όπου με συγκεκριμένες φράσεις ή ενέργειές του είχε σηκώσει θύελλα διαμαρτυριών. Φϊλοι και πολιτικοί του αντίπαλοι κάνουν λόγο για έναν πανέξυπνο άνθρωπο που λόγω του οξύθυμου χαρακτήρα του και της, πολλές φορές, αλαζονικής και κάπως σνομπ συμπεριφοράς του «έχυνε την καρδάρα με το γάλα», τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την πολιτική του σταδιοδρομία.

Σε τουλάχιστον 3 ιστορικές στιγμές και περιπέτειες για τη χώρα, ο Πάγκαλος είχε ενεργό ρόλο και πρωταγωνίστησε, με αρνητικό τρόπο με τις φράσεις της ωμής πολιτικής πραγματικότητας όπως αυτός την εννοούσε.

Και χωρίς να συμμερίζεται την πολιτική ορθότητα, αλλά πάντα με το ένστικτό του, μιλούσε, τσακωνόταν, συγκρουόταν με πολιτικούς φίλους και αντιπάλους.

Υπόθεση Οτσαλάν, Ιμια, χρεοκοπία της χώρας ήταν τα τρία γεγονότα που σημάδεψαν την πολιτική του σταδιοδρομία ενώ σημαντικός σταθμός είναι ασφαλώς και η διεκδίκηση της δημαρχίας της Αθήνας όπου όμως ηττήθηκε από τον «κύριο τίποτε», Δημήτρη Αβραμόπουλο, όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος.

Ο εις εκ των ιδρυτών της «Νεολαίας Λαμπράκη», που πέρασε και από τις τάξεις του ΚΚΕ για να γίνει ένα από τα βασικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και αργότερα του Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου.

Ας δούμε τους τρεις βασικούς σταθμούς του Πάγκαλου:

Υπόθεση Οτσαλάν

Ηταν αρχές του 1999 και ο Θεόδωρος Πάγκαλος ως υπουργός Εξωτερικών χειρίστηκε την υπόθεση του Κούρδου Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο οποίος ήταν ιδρυτής και ηγέτης του PKK. Ο Οτσαλάν έχοντας καταφύγει στην Ελλάδα ενώ διωκόταν από την Τουρκία,  μεταφέρθηκε, με την έγκριση του Πάγκαλου, στην ελληνική πρεσβεία της Κένυας και συνοδευόταν από τον αξιωματικό της ΕΥΠ Σάββα Καλεντερίδη, ο οποίος αργότερα δέχτηκε προφορικές εντολές αμφισβητούμενης προέλευσης να πετάξει τον Οτσαλάν έξω από την πρεσβεία.

Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι οι εντολές αυτές προέρχονταν από τον Πάγκαλο αν και ο ίδιος το αρνείτο. Επίσης, ο Πάγκαλος παρείχε διαβεβαιώσεις στον Έλληνα πρέσβη στην Κένυα ότι είχε εξασφαλίσει δίοδο για τον Οτσαλάν προς την Ολλανδία σε συνεργασία με τις κενυάτικες αρχές – ωστόσο ο Οτααλάν συνελήφθη μετά από επιχείρηση  της ΜΙΤ στο Ναϊρόμπι και οδηγήθηκε αεροπορικώς στην Τουρκία. Στην συνέχεια καταδικάστηκε από τουρκικό δικαστήριο και κρατείται. 

Σε μια αποκαλυπτική έκθεση ο τότε πρέσβης της Ελλάδας στο Ναϊρόμπι, Γ. Κωστούλας, είχε μεταφέρει τα όσα είχαν γίνει:

«Να του πεις ότι είναι ηλίθιος. Διέπραξε αθλιότητα. Αυτό που έκανε δεν είναι τίποτα. Δεν ισχύει. Να του πεις να τσακιστεί να φύγει γρήγορα και να πάει όπου θέλει. Εμείς δεν του τάξαμε τίποτα. Πέτα τον έξω, ρε Σάββα (σ.σ. Καλεντερίδη), να τελειώνομε. Σε παρακαλώ, παιδί μου», φέρεται να είχε πει ο Πάγκαλος.

Λίγο νωρίτερα, σε ερώτηση του πρέσβη «και να πάει πού;», ο διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του Πάγκαλου, ο Βασίλης Παπαϊωάννου, απαντά:\

«Ο Μεγάλος τραγουδιστής έχει εκνευριστεί. Κάναμε μια εξυπηρέτηση. Μην μας τη βγάζουν από τη μύτη. Να πάει σαφάρι. Να πάει όπου θέλει. Μακριά από εθνικά χρώματα” (…)

Ο Οτσαλάν έπεσε στα χέρια των Τούρκων και η ελληνική κυβέρνηση και ο ίδιος ο Πάγκαλος δέχθηκαν σφοδρά πυρά.
Εγραφε το Βήμα το 2008:

«Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών κ. Θ. Πάγκαλος, ο οποίος ενεπλάκη άμεσα στην «υπόθεση Οτσαλάν», ακόμη και σε δημόσιες τοποθετήσεις του διατυπώνει ένα ερώτημα: «Γιατί ο Α. Οτσαλάν, ενώ περίμενε να εκδικαστεί η αίτησή του για χορήγηση πολιτικού ασύλου, προτίμησε να φύγει από την Ιταλία;». Είναι αλήθεια ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ο μίτος που οδηγεί στους λαβυρίνθους της περιπλάνησης του κούρδου ηγέτη στις ευρωπαϊκές και αφρικανικές πρωτεύουσες, αποκαλύπτει τις υπόγειες πολιτικές διαδρομές και καταδεικνύει το εύρος της ηθελημένης ή αθέλητης παραπλάνησής του ή ακόμη και παράδοσής του στους διώκτες του.

Από την ημέρα που ο ηγέτης των Κούρδων υποχρεώθηκε, λόγω της γνωστής συμφωνίας του προέδρου της Συρίας Χαφέζ Αλ Ασαντ με την Αγκυρα, να εγκαταλείψει τη Δαμασκό, μελετούσε δύο εναλλακτικές λύσεις: η πρώτη ήταν να εγκατασταθεί στην Ελλάδα και η δεύτερη στη Ρωσία. Η οργάνωση της επιχείρησης μεταφοράς του σε αυτές τις χώρες είχε ανατεθεί σε δύο άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης του: σε έναν ελληνικής καταγωγής επιχειρηματία, που ήταν ο άνθρωπος για όλες τις «βρώμικες δουλειές», όπως λέγεται, δηλαδή να προμηθεύει τους Κούρδους με όπλα και να διασφαλίζει τη χρηματοδότηση του αγώνα τους, και, από την άλλη πλευρά, σε ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της πρώην KGB το οποίο υπήρξε κάποτε και ο σύνδεσμος της μυστικής υπηρεσίας της ΕΣΣΔ με τον κούρδο ηγέτη».

Τα Ίμια

Όλα ξεκίνησαν όταν Τούρκοι «δημοσιογράφοι» – πράκτορες αποβιβάστηκαν στα Ίμια, κατέβασαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την τουρκική. Ηταν η «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» η 30η Ιανουαρίου 1996.

Με απόφαση του τότε Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, Ναυάρχου Χρήστου Λυμπέρη, οι βατραχάνθρωποι της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών αναλαμβάνουν τη φύλαξη της ανατολικής Ίμιας, όπου υψωνόταν η ελληνική σημαία, ενώ η δυτική θα επιτηρείτο από περιπολούντα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.

Τα γεγονότα αυτά συνοδεύθηκαν, τις επόμενες ημέρες, από κωμικοτραγικές καταστάσεις και άστοχες ενέργειες εκ μέρους της ελληνικής πλευράς.

Τα ξημερώματα, ελικόπτερο του Πολεμικού Ναυτικού εντοπίζει δέκα Τούρκους βατραχανθρώπους πάνω στα Ίμια, αλλά κατά τη διάρκεια της επιστροφής του στην ελληνική φρεγάτα «Ναυαρίνον» συντρίβεται, κάτω από αδιευκρίνιστες, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τρεις Έλληνες αξιωματικοί. 

Σταδιακά, και μετά από αμερικανική παρέμβαση προς τις δύο πλευρές, αρχίζει η απομάκρυνση όλων των δυνάμεων του στρατού και των δύο χωρών από τις βραχονησίδες, με την ταυτόχρονη υποστολή τής ελληνικής σημαίας από τα Ίμια.

Όπως αποκάλυψε ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ αργότερα, όταν ρώτησε τον υπουργό Εξωτερικών, Θεόδωρο Πάγκαλο, τι θα πουν στον ελληνικό λαό σχετικά με την απομάκρυνση της σημαίας από τα ελληνικά Ίμια, ο Πάγκαλος απάντησε αφοπλιστικά:

«Θα πείτε ότι την σημαία την πήρε ο αέρας!».

Είχε αναφέρει ακόμη:

«Είναι αλήθεια ότι εγώ συνηγόρησα υπέρ της αφαίρεσης της σημαίας και είπα ότι σημαία-σύμβολο δεν είναι οποιοδήποτε πανί με τα εθνικά χρώματα βάζει ο καθένας κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες όπου και όποτε του καπνίσει. Σημαία-σύμβολο, και μάλιστα κάτω από τέτοιες περιστάσεις, είναι σημαία επίσημη, με σταθερή βάση, γερά προσδεμένη, φρουρούμενη και επιτηρούμενη».

«Μαζί τα φάγαμε»

Ηταν 21 Σεπτεμβρίου του 2010 κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της «Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης» σχετικά με τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την κατάργηση και τη συγχώνευση υπηρεσιών, οργανισμών και φορέων του δημοσίου τομέα, ο Θεόδωρος Πάγκαλος από το βήμα της Βουλής, είπε τη φράση που έμελλε να ξεσηκώσει πλήθος αντιδράσεων από όλες τις κομματικές παρατάξεις, από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης αλλά και από τους ίδιους τους πολίτες.

«Η απάντηση εις την κατακραυγή που υπάρχει εναντίον του πολιτικού προσωπικού της χώρας “πώς τα φάγατε τα λεφτά;”, που μας ρωτάει ο κόσμος, είναι αυτή: “Σας διορίσαμε. Τα φάγαμε όλοι μαζί. Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής.»

Ο Πάγκαλος δέχθηκε επιθέσεις και σε ιδιωτικές εξόδους του. Σε μια από αυτές σε ταβέρνα έγινε το εξής: Κάποιος πλησιάζει τον πολιτικό και του λέει: «Συγγνώμη, εσείς δεν είστε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ο κύριος Πάγκαλος;» Ο αντιπρόεδρος απάντησε ξερά «ναι». «Κύριε Πάγκαλε να σας θυμίσω ότι είπατε ‘μαζί τα φάγαμε’ συνέχισε ο καλοντυμένος κύριος και ο αντιπρόεδρος άρχισε να αισθάνεται κάπως άβολα. «Μην ξαναγυρνάμε στα ίδια» του είπε. «Όχι κύριε Πάγκαλε, δίκιο έχετε, μαζί τα φάγαμε και μαζί θα τα φάμε! Μου επιτρέπετε σας παρακαλώ να πάρω την πιατέλα σας;», συνέχισε ο 35χρονος που πήρε το δίσκο με τα ψάρια και τον πήγε στην παρέα του για να τα φάνε. Στη συνέχεια αποχώρησε από το μαγαζί.

Το 94’ διεκδίκησε το Δήμο Αθηναίων, για να ηττηθεί από τον «κύριο Τίποτα», όπως είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος τον Αβραμόπουλο