Σε δύο εβδομάδες θα ανοίξει η αυλαία για τις Πανελλαδικές εξετάσεις του 2020. Από πλευράς υπουργείου Παιδείας έχει ήδη ανακοινωθεί το πρόγραμμα των εξετάσεων για τα ειδικά μαθήματα. Λίγες ημέρες αργότερα, ανακοινώθηκαν και οι αναλυτικοί πίνακες με τα 899 εξεταστικά κέντρα ανά Περιφέρεια, ενώ ειδική πρόνοια έχει υπάρξει για τα μέτρα προστασίας των μαθητών, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Ωστόσο, οι φετινές Πανελλαδικές έχουν μία σημαντική διαφορά, καθώς με τον νόμο 4610/2019 καταργήθηκαν οι συντελεστές βαρύτητας. Ως εκ τούτου, τα συνολικά μόρια προκύπτουν από τον μέσο όρο των βαθμών στα τέσσερα εξεταζόμενα μαθήματα, πολλαπλασιαζόμενο επί 1.000. Ο αντίκτυπος που θα έχει αυτή η αλλαγή στις Πανελλαδικές 2020, αναλύθηκε από τον μαθηματικό – σύμβουλο σταδιοδρομίας κ. Στράτο Στρατηγάκη, σε άρθρο του στη «Ναυτεμπορική», όπου δημοσίευσε και τους σχετικούς πίνακες.
Πόσα μόρια δίνει κάθε μονάδα
Σύμφωνα με τον κ. Στρατηγάκη, πλέον «δεν υπάρχουν μαθήματα που δίνουν περισσότερα μόρια, όπως υπήρχαν μέχρι και το 2019 τα μαθήματα αυξημένης βαρύτητας. Έτσι κάθε μάθημα δίνει τώρα 250 μόρια σε αντίθεση με το 2019, όπως μπορείτε να δείτε στον παρακάτω πίνακα.»
Οι υποψήφιοι «συγκεντρώνουν περισσότερα μόρια με το νέο σύστημα», παρατηρεί ο κ. Στρατηγάκης, εξηγώντας ότι «αυτό οφείλεται στο ότι στο Μάθημα 1 και το Μάθημα 2, που είναι τα μαθήματα αυξημένης βαρύτητας, οι υποψήφιοι γράφουν χαμηλότερους βαθμούς, γιατί είναι δυσκολότερα μαθήματα από τα άλλα, με αποτέλεσμα όταν έχουν αυξημένη βαρύτητα να οδηγούν τους υποψηφίους στη συγκέντρωση λιγότερων μορίων από όταν δεν έχουμε αυξημένη βαρύτητα στα μαθήματα με χαμηλότερες επιδόσεις».
Στον πίνακα 2 αποτυπώνονται 4 παραδείγματα που δείχνουν τη διαφοροποίηση των μορίων ανάλογα με τις επιδόσεις των υποψηφίων:
Με την κατάργηση των συντελεστών, η εξέλιξη θα δημιουργήσει μια γενική τάση, αυξητική στα μόρια. Ωστόσο η αύξηση δεν θα είναι ίδια σε όλη την γκάμα, «αλλά όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά των βαθμών από το μέσο όρο των βαθμών του υποψηφίου τόσο μεγαλύτερη θα είναι η διαφορά μορίων μεταξύ του παλαιού και του νέου συστήματος» υπογραμμίσει ο εκπαιδευτικός αναλυτής.
«Ο υποψήφιος 1 θα συγκέντρωνε τα ίδια μόρια και με τα δύο συστήματα, αλλά αυτό δεν είναι πραγματικό, γιατί κανείς υποψήφιος δεν γράφει τους ίδιους βαθμούς σε όλα τα μαθήματα. Οι άλλοι υποψήφιοι είναι πιο πραγματικές περιπτώσεις και βλέπουμε ότι όσο μεγαλύτερη απόκλιση έχουν οι βαθμοί τους από το μέσο όρο, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η διαφορά των μορίων. Αυτό μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι θα έχουμε άνοδο των βάσεων των χαμηλόβαθμων σχολών, εξαιτίας της αλλαγής του τρόπου υπολογισμού μορίων. Δεν γνωρίζουμε βέβαια πως θα επηρεάσει τη διαμόρφωση των βάσεων η δυσκολία των θεμάτων και οι επιδόσεις των υποψηφίων στις εξετάσεις», προσθέτει.
«Να μην κοιτάζουν οι υποψήφιοι τις περσινές βάσεις»
Ο κ. Στρατηγάκης σημειώνει ότι τους υποψηφίους δεν τους ενδιαφέρει πόσα μόρια θα έβγαζαν με το ένα ή το άλλο σύστημα. «Η μελέτη αυτή είναι χρήσιμη για να καταλάβουν ότι δεν έχει κανένα νόημα να κοιτάζουν τις περσινές βάσεις, γιατί πέρα από τη διαφοροποίηση που θα υπάρχει από τις επιδόσεις των υποψηφίων, υπάρχει και η κρίσιμη διαφορά του διαφορετικού τρόπου υπολογισμού των μορίων, που επί της ουσίας κάνει πράξη χωρίς νόημα να κοιτάζει ο υποψήφιος τις περσινές βάσεις».
Όπως εξηγεί, ο υποψήφιος νούμερο 3 που με το παλιό σύστημα συγκέντρωνε 9.950 μόρια και αν υπήρχε η βάση του 10 θα κοβόταν ενώ με το νέο σύστημα θα συγκέντρωνε 10.250 μόρια και δεν θα κοβόταν. Άλλη μία απόδειξη ότι η βάση του 10 είναι ένα κινητό φράγμα χωρίς νόημα. «Συνεπώς δεν κοιτάζουμε τις περσινές βάσεις και δεν κάνουμε υπολογισμούς ότι για να πετύχουμε στη σχολή των ονείρων μας πρέπει να συγκεντρώσουμε τόσα μόρια, συνεπώς πρέπει να γράψουμε αυτή τη βαθμολογία» λέει καταλήγοντας ο Στράτος Στρατηγάκης.