Σε εξέλιξη βρίσκεται από το πρωί της Πέμπτης στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καρδίτσας η δίκη του 32χρονου Δημήτρη Ραυτόπουλου ο οποίος τον Απρίλιο του 2021 δολοφόνησε την 28χρονη Κωνσταντίνα Τσάπα και τον 29χρονο αδελφό της Γιώργο, στη Μακρινίτσα.
Η ακροαματική διαδικασία διεξάγεται σε ήρεμο κλίμα κάτω όμως από αυστηρή αστυνομική επιτήρηση.
Ο κατηγορούμενος υποστηρίζει ότι δεν θυμάται τί έγινε την ήμερα εκείνη. «Δεν ήμουν ο εαυτός μου, ήμουν κάποιος άλλος, δεν θυμάμαι τί έκανα» είπε χαρακτηριστά μετά την απαγγελία των κατηγοριών που τον βαραίνουν.
Αυτή είναι η υπερασπιστική γραμμή που ακολουθεί, ενώ οι συγγενείς των δύο θυμάτων προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο δράστης ενήργησε σε ψυχική ηρεμία. Από την πλευρά τους οι συνήγοροι της Πολιτικής Αγωγής υποστηρίζουν επίσης ότι είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του και ότι διετέλεσε σε ψυχική ηρεμία το διπλό έγκλημα.
Ο τραγικός πατέρας
Το παιδί ζητάει την μητέρα του και θέλει να παίξει μαζί της. Με δάκρυα στα μάτια ο πατέρας της Κωνσταντίνας περιέγραψε τις σκηνές που ζει κάθε μέρα στο σπίτι και σήμερα είπε πως θα ικανοποιηθεί μόνο εάν καταδικαστεί σε δις ισόβια ο φονιάς που δολοφόνησε τα παιδιά του.
Στην δίκη θα εξεταστούν 11 μάρτυρες και η δική είναι σίγουρο ότι θα κρατήσει αρκετό διάστημα, αλλά με τους δικαστές να έχουν εκφράσει την άποψη ότι θέλουν να την τελειώσουν σήμερα, ακόμη και αν η ετυμηγορία βγει στις 2 τη νύχτα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μάρτυρας υπεράσπισης του κατηγορουμένου είναι μόνο μια γυναίκα που έγινε δεκτή με αποδοκιμασίες από τους συγγενείς των θυμάτων.
Η μεγαγωγή του δράστη
Νωρίς το πρωί η αστυνομία έφερε στην Καρδίτσα τον κατηγορούμενο από το ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού όπου κρατείται.
Η αστυνομία έχει πάρει αυστηρά μέτρα για να αποτρέψει πιθανή βεντέτα.
Όλοι όσοι μπήκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου υποβλήθηκαν σε σωματική έρευνα. Ο κατηγορουμενος φοράει συνεχώς αλεξίσφαιρο γιλέκο και μέσα στην αίθουσα βρίσκεται ισχυρή αστυνομική δύναμη
Η ΑΛΗΘΕΙΑ θα μεταδώσει αναλυτικά την δίκη.
Οι κατηγορίες
Με το ξεκίνημα της διαδικασίας, απαγγέλθηκαν από τον εισαγγελέα της έδρας κ. Πέτσα οι κατηγορίες.
Προηγουμένως, ο κατηγορούμενος όταν ρωτήθηκε τυπικά από την πρόεδρο αν είναι παντρεμένος, δήλωσε ότι είναι χήρος και από το ακροατήριο ακούστηκαν μουρμούρες από τους συγγενείς των θυμάτων.
Όταν ο κατηγορούμενος ρωτήθηκε αν αποδέχεται τις κατηγορίες, δήλωσε ότι την στιγμή της τέλεσης της πράξης δεν ήταν ο εαυτό του και δεν θυμάται τίποτα από όσα έκανε.
Από την πλευρά του, συνήγορος υπεράσπισης του , ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας.
Ο συνήγορος υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος πάσχει από σχιζοφρένεια και αυτό ξεκίνησε σε ηλικία 15 ετών, από το 2006. Για όλα αυτά υπάρχουν ιατρικά πιστοποιητικά.
Ήταν κλεισμένος στον εαυτό του και μάλιστα δεν υπήρχε καν φαρμακευτική αγωγή για την πάθηση του.
Αργότερα, η σύζυγος του είχε εγγράφως ζητήσει τον εγκλεισμό του διότι ήταν επικίνδυνος. Τα βράδια έλεγε ότι άκουγε ήχους και επειδή φοβόταν ότι θα τον σκοτώσουν, κοιμόταν με μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι.
Στη συνέχεια και μετά από πολλές φιλονικίες μεταξύ του ζευγαριού που κατέληγαν σε ξυλοδαρμό της γυναίκας, ζητήθηκε ο εγκλεισμός του από το κέντρο ψυχικής υγείας Βόλου. Όμως η εισαγγελία Βόλου δεν διέταξε στο διάστημα αυτό την σύλληψη του.
Σύμφωνα με όσα αν΄φερε ο συνήγορος υπεράσπιστης, κάποια μέρα, ο κατηγορούμενος πήγε στο σπίτι των πεθερικών του να δει το παιδί του και δεν τον άφησαν. Η πεθερά του, φέρεται κατα δήλωση του δράστη να του είπε να φύγει διότι θα τον κλείσει στο ψυχιατρείο. Ακολούθως, αυτός έχασε το μυαλό του.
Ζητήθηκε ο εγκλεισμός του στο ψυχιατρείο και δύο πραγματογνώμονες ανέλαβαν να βγάλουν πόρισμα για την υγεία του δράστη.
Αυτοί, αποφάνθηκαν ότι πάσχει από σχιζοφρένεια μην αναστρέψιμη.
Για τους λόγους αυτούς, ο συνήγορος ζήτησε να αρθούν οι κατηγορίες, διότι ο κατηγορούμενος δεν είχε την δυνατότητα να αντιληφθεί το άδικο των πράξεων του.
Από την πλευρά της οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής, ανέφεραν ότι αν ίσχυαν όσα ανέφερε η υπεράσπιση, η δικαιοσύνη θα είχε αποφυλακίσει ήδη τον κατηγορούμενο.
Ο συνήγορος υπεράσπισης ανέφερε ότι οι ισχυρισμοί τους ότι ο κατηγορούμενος πάσχει από σχιζοφρένεια, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι στις φυλακές Κορυδαλλού δεν δέχτηκαν τον κατηγορούμενο και τον έστειλαν στο ψυχιατρείο.
Μάλιστα ανέφερε δεκτικά: Οι συγκεκριμένοι συνήγοροι θα δέχονται τον κατηγορούμενο έστω και ως γείτονα;
Η κατάθεση των αστυνομικών
Η δίκη συνεχίστηκε με την κατάθεση ενός αστυνομικού που πήγε στον τόπο του συμβάντος.
Ο αστυνομικός περιέγραψε αναλυτικά τον τρόπο της σύλληψης του κατηγορουμένου που έγινε μετά από καταδίωξη μισής ώρας μετά το συμβάν όπου προκάλεσε τον θάνατο της γυναίκα του και του αδελφού της.
Στην συνέχεια, κατέθεσε αστυνομικός που περιέγραψε βίαιο περιστατικό στο σπίτι της οικογένειας στο οποίο κλήθηκε να συνδράμει. Ανέφερε ότι πήγε στο σπίτι και η γυναίκα του κατήγγειλε ότι χτυπήθηκε και απειλήθηκε από τον κατηγορούμενο. Προσάχθηκε στο αστυνομικό τμήμα και στην συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος.
Μετά από αρκετή ώρα υποβλήθηκαν μηνύσεις από τους συγγενείς. Αναζητήθηκε ξανά, αλλά δεν βρέθηκε. Λίγες μέρες μετά, συνέβη το θανατηφόρο συμβάν.
Ένταση δημιουργήθηκε όταν η συνήγορος της πολιτικής αγωγής σχολίασε δεκτικά ότι η αστυνομία δεν προστάτευσε την οικογένεια, άφησε ελεύθερο τον κατηγορούμενο και λίγες μέρες μετά, ξαναπήγε στο σπίτι τους και τους σκότωσε.
Εκπληκτικό…
Όπως κατέθεσε ο μάρτυρας αστυνομικός, την ημέρα που ο κατηγορούμενος είχε προσαχθεί μετά το συμβάν και μετά αφέθηκε ελεύθερος, υπήρχε για 28 μέρες στο ίδιο αστυνομικό τμήμα η εντολή να αναζητηθεί ο δράστης , να συλληφθεί και να οδηγηθεί στο ψυχιατρείο.
Πέντε ημέρες πριν το φονικό, η αστυνομία είχε στα χέρια της τον κατηγορούμενο και αντί να τον στείλει στο ψυχιατρείο τον άφησε ελεύθερο. Ο αστυνομικός δικαιολογήθηκε ότι δεν υπήρχε στο αστυνομικό τμήμα βάση δεδομένων.
Συγκλονιστική ήταν κατάθεση άλλου αστυνομικού που ήταν ο πρώτος που πήγε στον τόπο του συμβάντος.
Περιέγραψε τον τρόπο που προσπάθησε να τους κρατήσει στη ζωή. Συγγενείς των θυμάτων που βρίσκονταν στο ακροατήριο, ξέσπασαν σε κλάματα και φώναζαν στον κατηγορούμενο ” να ψοφήσεις ”.
Συγκλονισμένος δήλωσε ο αστυνομικός που διέκοψε για να πιει νερό για να συνέλθει.
Ο αστυνομικός, περιέγραψε επίσης και την σκηνή του φόνου του δεύτερου θύματος, του αδελφού της συζύγου του δολοφόνου.
Επίσης, περιέγραψε τον δολοφόνο ως άνθρωπο ψυχρό.
Η σύζυγος του δράστη, όταν είδε τον κατηγορούμενο που πήγε στο σπίτι με άγριες διαθέσεις, πρόλαβε, τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα.
Ο αστυνομικό περιέγραψε ότι έφυγε αμέσως για να προλάβει το κακό, αλλά στα 15 λεπτά που έκανε να φτάσει, το κακό είχε γίνει. Η Κωνσταντίνα ζούσε όταν την έβαλαν στο ασθενοφόρο αλλά πέθανε στην διαδρομή για το νοσοκομείο.
Ο αστυνομικός κατέθεσε ότι η μητέρα της άτυχης Κωνσταντίνας του είπε πως ο δράστης βρέθηκε απέναντι της και τις είπε χαρακτηριστικά. «Εσένα δεν σε σκοτώνω. Σε αφήνω να μεγαλώσεις παιδί…».
Η κατάθεση του Απόστολου Τσάπα, πατέρα των δυο θυμάτων.
Συγκλόνισε ο πατέρας των θυμάτων στην κατάθεση του.
Ανέφερε ότι κάθονταν στον πάνω όροφο, ο δράστης έσπαζε και φώναζε στον κάτω όροφο.
Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι το παιδί έκλαιγε και φώναζε βοήθεια παππού.
Ο δράστης πήγε στο σπίτι σε έξαλλη κατάσταση και η σύζυγος του είπε να μην μπει στο σπίτι, στην κατάσταση που ήταν.
Αυτός μπήκε με την βία στο σπίτι, αφού έσπασε την πόρτα.
Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι άκουσε την γυναίκα μου να λέει στον δράστη, «κάτσε να το συζητήσουμε».
Ο δράστης απάντησε. «Δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε» και έβγαλε το μαχαίρι…
Μετά άκουσα πολύ θόρυβο και μετά ησυχία. Είδα την κόρη μου και τον γιό μου μέσα στα αίματα. Τον γιο μου, τον Γιώργο τον ειδοποίησε η γυναίκα μου για προστασία. Κρίμα που δεν μπόρεσα να προστατεύσω τα παιδιά. Φύλαγα το εγγόνι μου όταν έγινε το κακό.
Η κόρη μου έμεινε με τον άντρα της, αλλά τους τελευταίους τέσσερις μήνες ήρθε και έμεινε μαζί μας, διότι φοβόταν τον δράστη.
Όλοι τον φοβόμασταν.
Η κόρη μου, πριν παντρευτούν, είχε σχέση 7 χρόνια με τον κατηγορούμενο. Παντρεύτηκαν και κάποια στιγμή η κόρη μου ζήτησε να χωρίσει διότι της φερόταν άσχημα, ενώ τις έστελνε και απειλητικά μηνύματα.
Ο κατηγορούμενος μετά τον γάμο έγινε άλλος άνθρωπος. Κόπηκαν όλα όσα έκαναν πριν το γάμο. Σταμάτησαν να πηγαίνουν σε πανηγύρια, γάμους, εκδηλώσεις. Δεν τις έδινε χρήματα. Μέχρι και το επίδομα τέκνων της παρακρατούσε και την έβριζε.
Είχε απειλήσει και εμένα λέγοντας μου «’μην το παρατραβάτε διότι θα θρηνούμε θύματα», εννοώντας να μην κάνουμε μήνυση και κλειστεί στο ψυχιατρείο.
Λίγες μέρες πριν το φονικό, είχε έρθει ξανά στο σπίτι και μας είχε χτυπήσει. Καλέσαμε την αστυνομία, πήγαμε στο νοσοκομείο και μετά στο αστυνομικό τμήμα όπου υποβάλλαμε μήνυση. Ο δράστης είχε πάθει ένα ατύχημα και είχε πάρει αποζημίωση, διότι είχε κάποια αναπηρία.
Το εγγόνι μου αυτή τη στιγμή παρακολουθείται από ψυχολόγο.
Τώρα που είναι τεσσάρων ετών, ρωτάει που είναι η μητέρα του και του λέμε ότι είναι στον ουρανό.
Θυμάται ότι ο πατέρας του πήγε στο σπίτι και έσπαγε πράγματα.
Έχει πολλά ψυχικά τραύματα το παιδί. Για τον πατέρα του δεν ρωτάει καν που είναι.”
Σε αυτό το σημείο της κατάθεσης του μάρτυρα, αναφέρθηκε ότι ο κατηγορούμενος την ημέρα του φονικού ήταν μόλις 20 κιλά…
Σήμερα όμως, σωματικά είναι ένας κανονικός άνθρωπος.
Μία συγγενής των θυμάτων σχολίασε από το ακροατήριο: «Τους ταίζουν καλά στη φυλακή…».
Η δίκη συνεχίζεται…
Πηγή: neosagon.gr, alithianews.gr