Αν και έχουν περάσει σχεδόν τρεις εβδομάδες, η συνέντευξη Τσακαλώτου στην εφημερίδα «Εποχή», συνεχίζει να προκαλεί εμφύλιο εντός του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως ανάμεσα στους «προεδρικούς» και τους λεγόμενους «53» που έχουν επικεφαλής τον Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Με δύο νέα κείμενα, οι 53 θέτουν ζητήματα εσωκομματικής δημοκρατίας και τήρησης του καταστατικού ενώ «πυροβολούν» ορισμένους εκ των στελεχών που εντάχθηκαν από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ με τη διεύρυνση (Μωραίτης, Τζάκρη, Θεοχαρόπουλος) ενώ προηγουμένως είχαν χρησιμοποιήσει σκληρά λόγια για την Κουμουνδούρου, αλλά και τον Αλέξη Τσίπρα προσωπικά.
Σε νέο κείμενο στην ιστοσελίδα commonality.gr η οποία απηχεί τις απόψεις της τάσης, υπό τον τίτλο «Ας συνεννοηθούμε λοιπόν…δημοσίως» αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν τον πρώην υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο, από τα όσα του καταλόγισε στην ανάρτησή του ο Παύλος Πολάκης. Παράλληλα, με άλλο κείμενο, το οποίο υπογράφει ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος, παραδοσιακό στέλεχος των 53, αφήνουν αιχμές τόσο κατά των «πασοκογενών» όσο και κατά της ηγεσίας του κόμματος.
Το κείμενο υπεράσπισης Τσακαλώτου
Το κείμενο «Ας συνεννοηθούμε λοιπόν…δημοσίως», το οποίο υπογράφεται από τους Κώστα Καλλωνιάτη – Δημήτρη Καρέλλα – Βασίλη Σκλιά, απαντά ένα προς ένα στα σημεία που θέτει ο βουλευτής Χανίων του κόμματος, Παύλος Πολάκης για τον Ευκλείδη Τσακαλώτο:
«Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι καμία από τις «κατηγορίες» δεν απαντά στην ουσία των απόψεων που εκφράστηκαν στη συνέντευξη», σημειώνουν και καταλογίζουν ανευθυνότητα στον κ. Πολάκη. «Η κατηγορία ότι ο τέως υπουργός Οικονομικών ευθύνεται για το ότι χάθηκε η μεσαία τάξη επειδή δεν φρόντισε να της διανείμει 7 από τα 37 δις του ταμειακού αποθέματος τον Αύγουστο του 2018 είναι ανεύθυνη και δείχνει επιπλέον άγνοια τόσο της πραγματικής δημοσιονομικής κατάστασης όσο και του τρόπου λειτουργίας μιας υπερχρεωμένης καπιταλιστικής οικονομίας όπως η ελληνική» σημειώνουν οι συντάκτες του κειμένου και συμπληρώνουν: «Είναι ανεύθυνη επειδή γίνεται εκ των υστέρων, δηλαδή εκ του ασφαλούς και μας εκθέτει στη λογική καταγγελία ότι επιδιώκουμε να κερδίζουμε ψήφους μοιράζοντας χρήματα, αντίληψη η οποία αποδείχθηκε εσφαλμένη.»
«Πρέπει, επιτέλους, να γίνει αντιληπτό πως όλοι μας θέλουμε να νικήσουμε στη μάχη των εκλογών. Αλλά ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα με βάση τις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε παράλληλα να υπερασπιζόμαστε στο κόμμα την τήρηση των δημοκρατικών διαδικασιών και των πολιτικών δικαιωμάτων των μελών. Την εφαρμογή του Καταστατικού με δυο λόγια», καταλήγει το κείμενο, το οποίο έτυχε μεγάλης αποδοχής από τον κόσμο της τάσης των 53, αν κρίνει κανείς από το πόσο διακινήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Όσοι έφυγαν δεν θέλουν να ξαναβρουν μπροστά τους το ΠΑΣΟΚ»
Στο κείμενο με τίτλο «Μήπως πρόκειται για το ΠΑΣΟΚ του 6%;», (σαφής ο παραλληλισμός με την κατηγορία ότι οι 53 αναφέρονται στον ΣΥΡΙΖΑ του 3%), ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος αναφέρεται, όπως λέει, «στα επιφανή στελέχη της ηγεσίας και τους πρώην βουλευτές αυτού του χώρου οι οποίοι, μετά τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες και την συντριβή του ΠΑΣΟΚ, προσχώρησαν εσχάτως στον ΣΥΡΙΖΑ» υποστηρίζοντας ότι τα μέλη και οι ψηφοφόροι που αποχώρησαν από το ΠΑΣΟΚ, «δεν θέλουν να το ξαναβρούν μπροστά τους».
Ο συγγραφέας του κειμένου υποστηρίζει ότι τα «κυβερνητικά, κοινοβουλευτικά και ανώτερα κομματικά στελέχη τόσο του «βαθέως» όσο και του «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ, που προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ» χαρακτηρίζονται από προσωπολατρία και προεδρολαγνεία. «Η επιμονή τους για την εκλογή του προέδρου από τη «βάση» στα πρότυπα του Γ. Παπανδρέου, υποτίμηση του κόμματος στο οποίο προσχώρησαν και των καταστατικών του αρχών, η αλλαγή του οργανωτικού πλαισίου του κόμματος και η μετατροπή του σε ένα πλαδαρό σχήμα με έντονα τα στοιχεία του αστικού παλαιοκομματισμού, η δολοφονία χαρακτήρων κατά τα «Αυριανά» πρότυπα –αυτό το έχει αναλάβει κυρίως ο «φιλικός» ηλεκτρονικός Τύπος- η ειρωνεία και ο χλευασμός για τις ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές αντιλήψεις της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς από μια εθνικιστική, σοσιαλδημοκρατική και κεντροαριστερή σκοπιά, η απαξίωση της πορείας του κόμματος με την χρήση του υποτιμητικού «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», η αντίληψη ότι οι ψήφοι στο ΣΥΡΙΖΑ είναι περίπου «δανεικοί» από το ΠΑΣΟΚ της «μεγάλης προοδευτικής παράταξης» (θέση που κάποτε υποστήριζε με ιδιαίτερο φανατισμό ο αστήρ της πρώιμης διεύρυνσης Αλ. Μητρόπουλος) και πολλά άλλα», σημειώνει ο κ. Μαστρογιαννόπουλος.
Παράλληλα, υπενθυμίζει τα όσα είχαν καταλογίσει οι μετέπειτα υπουργοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, Θάνος Μωραϊτης και Θανάσης Θεοχαρόπουλος στην Κουμουνδούρου αλλά και στον Αλέξη Τσίπρα: Συγκεκριμένα, «ο Θάνος Μωραΐτης, γραμματέας της Νεολαίας του ΠΑΣΟΚ, βουλευτής και υπουργός στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου μόνο καλά λόγια, να το πω έτσι ευγενικά, δεν είχε για τον ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι «Στην κυβέρνηση [του ΣΥΡΙΖΑ] αξίζουν 3 Όσκαρ: Το Όσκαρ της αποτυχίας, το Όσκαρ του τυχοδιωκτισμού και το Όσκαρ του διχασμού». Διαβεβαίωνε, μάλιστα, ότι «με αυτούς που εξαπάτησαν τον ελληνικό λαό δεν θα συνεργαστούμε ποτέ» ενώ τον Μάρτιο του 2018 μιλούσε για την «fake αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ». Οι κατηγορίες αυτές δεν τον εμπόδισαν να τοποθετηθεί, στα πλαίσια της «διεύρυνσης», τον Φεβρουάριο του 2019 υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ!» θυμούνται οι … «53+».
«Ο Θ. Θεοχαρόπουλος, πρόεδρος ακόμα και σήμερα της ΔΗΜΑΡ, αν και προσερχόμενος από το χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, ήταν ακόμα χειρότερος χρησιμοποιώντας χαρακτηρισμούς του πεζοδρομίου για τον τότε πρωθυπουργό: «Ο κ. Τσίπρας το παίζει νταής και βαρύμαγκας στο εσωτερικό, ενώ στο τέλος δέχεται τα πάντα στο εξωτερικό, ακόμη και τις πιο ακραίες απαιτήσεις των δανειστών, όπως ο κόφτης ή το Υπερταμείο για έναν αιώνα»”, γράφει.
Αιχμές κατά της ηγεσίας για το Καταστατικό
Ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος, πάντως, αφήνει αιχμές και κατά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για την μη τήρηση του καταστατικού: «Το καταστατικό τόσο του «Συνασπισμού» όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, που τόσο πολύ δυσφημίζεται αλλά και το χειρότερο, παραβιάζεται από την ίδια την ηγεσία του, είναι από τα πλέον δημοκρατικά καταστατικά στη μακριά πορεία του ελληνικού αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο που πετάχθηκε κυριολεκτικά στον κάλαθο των αχρήστων για να εξυπηρετηθεί η λεγόμενη διεύρυνση είναι το καταστατικό του κόμματος (Η συγκρότηση για παράδειγμα της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του σχήματος ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία παραβίασε κατάφωρα το καταστατικό του κόμματος)», υποστηρίζει.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο «Ας συνεννοηθούμε λοιπόν…δημοσίως»
Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται το φαινόμενο με διάφορες αναρτήσεις να στοχοποιείται ο πρώην Υπουργός Οικονομικών, χρεώνοντάς του το σύνολο της οικονομικής πολιτικής που ακολούθησε η Κυβέρνηση μας και σε μεγάλο βαθμό την ήττα εξαιτίας αυτής της πολιτικής. Με το παρόν κείμενο επιχειρούμε να απαντήσουμε στις αιτιάσεις αυτές, όχι για να υπερασπιστούμε τον υπουργό ή την επίσημη οικονομική πολιτική που άσκησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – αυτά θα συζητηθούν αναλυτικά με τον Απολογισμό ενόψει του Συνεδρίου – αλλά για να διαφυλάξουμε ορισμένες ιδέες και αξίες της αριστεράς οι οποίες ηθελημένα ή αθέλητα έτσι πλήττονται.
Σαν βάση της σημερινής απάντησης παίρνουμε τα επιχειρήματα που διατύπωσε πρόσφατα ο σ. Παύλος Πολάκης ασκώντας κριτική σε συνέντευξη που είχε δώσει ο σ. Τσακαλώτος στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ. Όχι επειδή θέλουμε να προσωποποιήσουμε την απάντησή μας στον σ. Π. Πολάκη, αλλά γιατί θεωρήσαμε πως στη δική του κριτική συνοψίζονται καλύτερα και πιο ολοκληρωμένα όλες οι άλλες.
Πρώτα απ’ όλα είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι καμία από τις «κατηγορίες» δεν απαντά στην ουσία των απόψεων που εκφράστηκαν στη συνέντευξη, όπως :
για την εσωκομματική δημοκρατία, τη μη παράκαμψη δημοκρατικών διαδικασιών και τη μη εκχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων των μελών σε (οποιαδήποτε) φωτισμένη ηγετική ομάδα
για την αλλαγή ατζέντας στα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας
για την ακατανόητη επιχείρηση μετατόπισης προς την κεντροαριστερά
για την αλλαγή μοντέλου στην οικονομία (π.χ. το πακέτο Πισσαρίδη δεν αντιμετωπίζει αλλά αυξάνει την ανισότητα)
για τον ‘’Μητσοτακισμό’’
Επιπλέον, οι αιτιάσεις εστιάζουν:
– Στο να φύγει ο Στουρνάρας, αξίωση όμως η οποία δεν εξαρτάται από την κυβέρνηση, τουλάχιστον όσο είμαστε στο ενιαίο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα.
– Στο να περάσει μία τράπεζα στο δημόσιο, όταν ήδη το δημόσιο έχει το 93% των μετοχών της υπό εκκαθάριση Αγροτικής τράπεζας, το 35% του υπό εκκαθάριση Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και προνομιούχες μετοχές αξίας 158 εκατ. ευρώ της Πανελλήνιας τράπεζας, της Protonbank και της FBB, ενώ με πρωτοβουλία ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε η Αναπτυξιακή Τράπεζα του δημοσίου και ολοκληρώθηκε επί ΝΔ. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν είναι τόσο να αυξηθεί η συμμετοχή του Δημοσίου στο τραπεζικό σύστημα, όσο η ουσιαστική διαχείριση από το κράτος των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων και ο προσανατολισμός τους σε παραγωγικές επενδύσεις. Και στην κρίση του 2008 έγιναν σειρά από κρατικοποιήσεις τραπεζών στην ΕΕ και τις ΗΠΑ αλλά για να τις σώσουν από την χρεοκοπία και οι περισσότερες εξ αυτών επέστρεψαν στον ιδιωτικό τομέα μόλις εξυγιάνθηκαν με τα χρήματα των φορολογουμένων. Σε κάθε περίπτωση, πριν περάσει μία τράπεζα στο Δημόσιο πρέπει το Δημόσιο να τεθεί υπό τον δημοκρατικό έλεγχο της κοινωνίας και όχι των πολιτικών εκπροσώπων και του κράτους των τραπεζιτών.
– Προτείνεται, επιπλέον, να αντιστραφεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων των αεροδρομίων, το οποίο ολοκληρώθηκε ως προαπαιτούμενο των μνημονίων και δεν ήταν κυβερνητική επιλογή. Ενδιαφέρουσα άποψη, να συμφωνήσουμε με ποιο τρόπο μπορεί να γίνει και όχι μόνο για τα αεροδρόμια.
– Προτείνεται ακόμη να εφαρμοστεί ένα παραγωγικό σχέδιο, το οποίο το εστιάζει στην αναδιανομή του εισοδήματος. Η αναδιανομή, όμως, εισοδήματος και πλούτου ήταν πάντα στο πρόγραμμά μας, αυτό που λείπει είναι η απαιτούμενη σοσιαλιστική αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων που θα τη στηρίξει ώστε να είναι βιώσιμη.
– Προβάλλεται η ανάγκη μεταφοράς όλων των λειτουργιών της κεντρικής διοίκησης στην τοπική αυτοδιοίκηση λόγω διεφθαρμένου κράτους και προκειμένου « να ελεγχθούν οι αρμοί της εξουσίας» . Προφανώς εδώ παραγνωρίζεται μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, ότι δηλαδή η μεγαλύτερη διαφθορά εντοπίζεται στην τοπική αυτοδιοίκηση εξαιτίας του χαμηλότερου βαθμού οργάνωσης, διοίκησης και διαφάνειας. Αν δεν καταπολεμηθεί η διαφθορά σε όλα τα επίπεδα, τότε η μεταβίβαση εξουσιών στην Περιφέρεια θα επιδεινώσει πολλαπλάσια το πρόβλημα αντί να το λύσει. Οι αρμοί της εξουσίας έτσι δεν σπάνε, δυναμώνουν. Αν όντως επιθυμούμε σπάσιμο των αρμών αυτών, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε σοβαρά το ζήτημα του πραγματικού δημοκρατικού ελέγχου τους εκ μέρους των εργαζομένων και ευρύτερα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να ξαναδούμε κριτικά τη μεταρρύθμιση του Δημόσιου Τομέα υπό τον μανδύα της «αποπολιτικοποίησης» (νόμος Βερναρδάκη), που ενδυνάμωσε αυτούς ακριβώς τους αρμούς αντί να τους αδυνατίσει.
– Αξιώνεται η επιτάχυνση της δικαιοσύνης και των αποφάσεων της, ένα από προαπαιτούμενα όλων των μνημονίων που ουδέποτε προχώρησε. Αντί ευχών, καλύτερα να είχαμε συγκεκριμένες προτάσεις για το τι προτείνουμε και πως θα γίνει (π.χ. περίπλοκη νομολογία, έλλειψη προσωπικού κ.λ.π), αφού επί 4,5 έτη διακυβέρνησής μας δεν το πετύχαμε.
– Διατυπώνεται ο ισχυρισμός πως δεν πρέπει «να διαφημίζουμε το ηθικό πλεονέκτημα» γιατί «το ’χουμε έτσι κι αλλιώς και το αποδείξαμε!». Έτσι όμως:
(α) Διαστρέφεται αυτό που πραγματικά έχει ειπωθεί, ότι δηλαδή «το ηθικό μας πλεονέκτημα είναι κάτι που πρέπει να αποδεικνύουμε κάθε μέρα». Όλοι καταλαβαίνουμε τι εννοείται και τι υπονοείται. Δεν νοείται, συνεπώς, δημοκρατικός διάλογος κάνοντας καρικατούρα των θέσεων του άλλου, πολύ περισσότερο όταν ο άλλος είναι σύντροφος.
(β) Παρομοίως, ο ισχυρισμός ότι το ηθικό πλεονέκτημα είναι κεκτημένο κρύβει υποκρισία. Εκτός κι αν θέλουμε να ξεχαστεί η υπόθεση που πρόσφατα συντάραξε το κόμμα…
– Αναφέρεται ως « αρχηγός» ο σ.Αλέξης Τσίπρας. Εδώ υπάρχουν δύο ζητήματα:
(α) Υπονοείται ότι κάποιος άλλος θέλει να γίνει «αρχηγός» στη θέση του Αλέξη Τσίπρα, αντίληψη που αντιστοιχεί στα στερεότυπα μιας παλαιοκομματικής πολιτικής σκέψης. Και, αν αυτός δεν υπάρχει, πρέπει να τον επινοήσουμε…
(β) Η χωρίς ενδοιασμούς χρήση της λέξης «Αρχηγός» αντί «Πρόεδρος» προκύπτει από μία αντίληψη που αντιστοιχεί στην Ανδρεοπαπανδρεϊκή παράδοση για ένα αρχηγικό κόμμα και όχι στην παράδοση της Αριστεράς για ένα δημοκρατικά οργανωμένο κόμμα.
Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να γνωρίζουμε πως για πολλά από όσα καταγγέλλονται η ευθύνη βαραίνει όλο το κυβερνητικό επιτελείο αφού:
Δεν υπήρχε υιοθέτηση/εφαρμογή εισήγησης υπουργού δίχως τη σύμφωνη γνώμη του Μαξίμου. Ακόμη περισσότερο, δεν υπήρχε μείζονος σημασίας απόφαση δίχως τη συζήτηση σε επίπεδο Κυβερνητικών Συμβουλίων, (Εξωτερικών και Άμυνας, Οικονομικής Πολιτικής, Κοινωνικής Πολιτικής) και υποβολή της πρότασης στον πρωθυπουργό. Παρεμπιπτόντως, το κόμμα ενημερωνόταν πάντα εκ των υστέρων.
Αν στο Υπουργικό Συμβούλιο ουδείς/μία καταλάβαιναν τι πρότεινε ο πρωθυπουργός επί της οικονομικής πολιτικής, είναι πρωτίστως πρόβλημα όσων συμμετείχαν. Ομοίως πρόβλημά τους είναι το εάν καταλάβαιναν και δεν σήκωναν το χέρι τους για κατάθεση αντιρρήσεων. Εξάλλου, οι περισσότεροι/ες εξ αυτών δεν είχαν πρόβλημα απευθείας επικοινωνίας με τον πρωθυπουργό ώστε ‘να τα πουν’ έστω κατ’ ιδίαν και «υπογείως».
Όσοι/ες αρμόδιοι σήμερα ξιφουλκούν κατά της “πολιτικής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης δεν γνωρίζουμε να έφεραν αντιρρήσεις όταν υλοποιώντας συμφωνίες του 3ου μνημονίου “φτιαχνόταν” το ταμειακό απόθεμα. Εάν το έκαναν, ξέρουμε με βεβαιότητα ότι ούτε ένας/μία εξ αυτών διανοήθηκε να το θέσει στα “όργανα του κόμματος”, του ξεχασμένου κόμματος που ορισμένοι εσχάτως θυμήθηκαν λόγω Συνεδρίου.
Τέλος, η κατηγορία ότι ο τέως υπουργός Οικονομικών ευθύνεται για το ότι χάθηκε η μεσαία τάξη επειδή δεν φρόντισε να της διανείμει 7 από τα 37 δις του ταμειακού αποθέματος τον Αύγουστο του 2018 είναι ανεύθυνη και δείχνει επιπλέον άγνοια τόσο της πραγματικής δημοσιονομικής κατάστασης όσο και του τρόπου λειτουργίας μιας υπερχρεωμένης καπιταλιστικής οικονομίας όπως η ελληνική.
Είναι ανεύθυνη επειδή γίνεται εκ των υστέρων, δηλαδή εκ του ασφαλούς και μας εκθέτει στη λογική καταγγελία ότι επιδιώκουμε να κερδίζουμε ψήφους μοιράζοντας χρήματα, αντίληψη η οποία αποδείχθηκε εσφαλμένη.
Δείχνει άγνοια της πραγματικής δημοσιονομικής κατάστασης γιατί το διαθέσιμο ταμειακό απόθεμα δεν ήταν 37 δις αλλά πολύ λιγότερο μιας και τα 15,7 δις ήταν μπλοκαρισμένα ως δάνειο από τον ESM και αφιερωμένα στην αποπληρωμή του χρέους, ενώ από τα υπόλοιπα 21,3 δις ένα σημαντικό μέρος (6,4 δις) είναι συγκεντρωμένο σε ένα λογαριασμό για τις ανάγκες ρευστότητας των ΔΕΚΟ, το δε εναπομένον που θεωρητικά ήταν διαθέσιμο προοριζόταν για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης όπως αυτή που πράγματι προέκυψε με την κρίση πανδημίας και ζητήσαμε ως ΣΥΡΙΖΑ να αξιοποιηθεί με τα ΜΕΝΟΥΜΕ ΟΡΘΙΟΙ Ι και ΙΙ. Δηλαδή, αν τα είχαμε δώσει τότε δεν θα μπορούσαμε να έχουμε τα προγράμματα διάσωσης που πρόσφατα προτείναμε.
Το κυριότερο, όμως, είναι πως χάρις στα υπερπλεονάσματα – από τα οποία προέκυψε το ταμειακό απόθεμα – δημιουργήθηκε δημοσιονομικός χώρος για άσκηση κοινωνικής πολιτικής από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρχε, δε, σαφής μνημονιακός όρος πως ένα τμήμα τους θα πήγαινε για την κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών του χρέους και ένα άλλο για πολιτική αναδιανομής κατόπιν έγκρισης από τους θεσμούς. Το τελευταίο, μάλιστα, δεν τηρήθηκε επακριβώς από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ γιατί έκανε αναδιανομή αμέσως από την αρχή κάθε έτους χωρίς να περιμένει τον Απρίλιο όπως όριζαν οι θεσμοί επειδή τότε θα είχαν και τα οριστικά δημοσιονομικά αποτελέσματα για το πλεόνασμα. Από τα υπερπλεονάσματα, λοιπόν, δόθηκαν ως κοινωνικό μέρισμα 727 εκατ. ευρώ το 2017, 782 εκατ. το 2018, ενώ ως 13η σύνταξη δόθηκαν 800 εκατ. το 2019.
Τέλος, ας μη ξεχνάμε πως τον Αύγουστο 2018 μόλις είχαμε βγει από το Μνημόνιο και ο αμέσως επόμενος στόχος για τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της οικονομίας ήταν να πείσουμε τις αγορές πως μπορούμε να πορευθούμε με όρους αξιοπιστίας (δηλαδή χωρίς επιστροφή σε άμεσες παροχές μικροπολιτικής έμπνευσης) προκειμένου να μειώσουμε το επιτόκιο δανεισμού και να βγούμε στις αγορές ενισχύοντας το ταμειακό απόθεμα που τότε ήταν λιγότερο από 37 δις. Αυτό έγινε και αποτυπώθηκε στο επιτόκιο του 10ετούς κρατικού ομολόγου που από 4% περίπου τον Αύγουστο 2018 έπεσε στο 2% ένα χρόνο αργότερα.
Αυτός είναι και ο λόγος που η μεν ελληνική οικονομία κρατήθηκε σε συγκριτικά καλύτερα επίπεδα ανάκαμψης τους αμέσως επόμενους μήνες και με το διεθνές κύρος και την εμπιστοσύνη απέναντί της στην πιο υψηλή στάθμη από το 2008. Κι όλα αυτά έγιναν επειδή θέσαμε το κοινωνικό συμφέρον πάνω από το στενά κομματικό.
Είναι λάθος να πιστεύουμε πως τη μεσαία τάξη τη χάσαμε στο παρά πέντε των εκλογών επειδή δεν μοιράσαμε περισσότερα χρήματα. Ο κόσμος δεν τρώει κουτόχορτο και θα το εκλάμβανε ως εξαγορά ψήφου γυρίζοντάς μας την πλάτη – όπως κι έγινε εν μέρει – θεωρώντας το προσβλητικό. Τη μεσαία τάξη τη χάσαμε στη διάρκεια μιας τετραετίας που εφαρμόσαμε Μνημόνιο και δεν αναπληρώσαμε όλη τη ζημιά των προηγούμενων μνημονίων όπως είχαμε πείσει ότι θα κάνουμε. Η εκλογική ζημιά δεν έγινε τόσο από αυτούς που ψήφισαν τη ΝΔ όσο από αυτούς που δεν ψήφισαν καθόλου ή πήγαν σε άλλα μικρότερα κόμματα.
Πρέπει, επιτέλους, να γίνει αντιληπτό πως όλοι μας θέλουμε να νικήσουμε στη μάχη των εκλογών. Αλλά ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα με βάση τις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε παράλληλα να υπερασπιζόμαστε στο κόμμα την τήρηση των δημοκρατικών διαδικασιών και των πολιτικών δικαιωμάτων των μελών. Την εφαρμογή του Καταστατικού με δυο λόγια».
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο «Μήπως πρόκειται για το ΠΑΣΟΚ του 6%;»
«Ο τίτλος του άρθρου δεν αναφέρεται στο αλήστου μνήμης ΠΑΣΟΚ και πολύ περισσότερο στο διάδοχο σχήμα του, το ΚΙΝΑΛ. Αφορά κατά κύριο λόγο τα επιφανή στελέχη της ηγεσίας και τους πρώην βουλευτές αυτού του χώρου οι οποίοι, μετά τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες και την συντριβή του ΠΑΣΟΚ, προσχώρησαν εσχάτως στον ΣΥΡΙΖΑ.
Σε αντίθεση, τόσο με τις εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους όσο και με τα χιλιάδες μέλη του ΠΑΣΟΚ, που προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ αναζητώντας μια αριστερή εναλλακτική λύση στον πλήρη εκφυλισμό του ΠΑΣΟΚ και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, και ενσωματώθηκαν συντροφικά στις οργανώσεις του κόμματος υποστηρίζοντας κατά κανόνα αριστερές, θέσεις, τα ηγετικά στελέχη, οι πρώην βουλευτές και οι εκπρόσωποι τους στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, κυρίως σε αυτόν, επιχειρούν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, και μάλιστα χωρίς προσχήματα, να μετατρέψουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια νέα εκδοχή του ΠΑΣΟΚ, σε δημοκρατική παράταξη.
Η αντίληψη ότι η παράταξη εκφράζει στο οργανωτικό πεδίο το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ προς τους προερχόμενους από διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές κατευθύνσεις -κυρίως τους προερχόμενους από τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας- είναι διπλά λανθασμένος. Οι εμπειρίες της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας σε ζητήματα εσωκομματικής δημοκρατίας είναι ιδιαίτερα τραυματικές. Η ίδρυση και η εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ ως «κίνημα» και όχι ως κόμμα- υποτίθεται διαφοροποίηση του από τις υπαρκτές σταλινικές παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος- δεν εμπόδισε τον σχηματισμό από την αρχή αυτού, του κατ’ όνομα κινήματος, ως ένα ιδιαίτερα προεδροκεντρικό κόμμα -ο προεδρικός βοναπαρτισμός του Α. Παπανδρέου είχε πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις- με αδύναμα κεντρικά όργανα, με συνεχείς διαγραφές, με πλήρη ανυπαρξία ουσιαστικής εσωτερικής δημοκρατικής ζωής και με τελική κατάληξη τον οριστικό πολιτικό και οργανωτικό εκφυλισμό του και την εξαφάνιση του από τον πολιτικό χάρτη της χώρας.
Αυτοί που αποχώρησαν, κυρίως τα απλά μέλη, άφησαν το ΠΑΣΟΚ πίσω τους. Δεν θέλουν να το ξαναβρούν μπροστά τους. Προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ για να βρουν όχι μόνον πολιτικά αλλά και οργανωτικά ένα αριστερό κόμμα με δημοκρατική συγκρότηση. Το καταστατικό τόσο του «Συνασπισμού» όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, που τόσο πολύ δυσφημίζεται αλλά και το χειρότερο, παραβιάζεται από την ίδια την ηγεσία του, είναι από τα πλέον δημοκρατικά καταστατικά στη μακριά πορεία του ελληνικού αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο που πετάχθηκε κυριολεκτικά στον κάλαθο των αχρήστων για να εξυπηρετηθεί η λεγόμενη διεύρυνση είναι το καταστατικό του κόμματος (Η συγκρότηση για παράδειγμα της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του σχήματος ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία παραβίασε κατάφωρα το καταστατικό του κόμματος).
Τα κυβερνητικά, κοινοβουλευτικά και ανώτερα κομματικά στελέχη τόσο του «βαθέως» όσο και του «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ, αφού προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ –στην περιορισμένη βάση της συμφωνίας τους με την συμφωνία των Πρεσπών- δεν έχασαν χρόνο και σχεδόν αμέσως ξεκίνησαν η καλύτερα ενίσχυσαν την αρχικά αδύναμη οργανωμένη εκστρατεία μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιώντας τις γνωστές στο ΠΑΣΟΚ θλιβερές μεθόδους απαξίωσης των εσωτερικών τους «αντιπάλων». Αυτό που τους χαρακτηρίζει είναι η προσωπολατρία και η προεδρολαγνεία, η επιμονή τους για την εκλογή του προέδρου από τη «βάση» στα πρότυπα του Γ. Παπανδρέου, η υποτίμηση του κόμματος στο οποίο προσχώρησαν και των καταστατικών του αρχών, η αλλαγή του οργανωτικού πλαισίου του κόμματος και η μετατροπή του σε ένα πλαδαρό σχήμα με έντονα τα στοιχεία του αστικού παλαιοκομματισμού, η δολοφονία χαρακτήρων κατά τα «Αυριανά» πρότυπα –αυτό το έχει αναλάβει κυρίως ο «φιλικός» ηλεκτρονικός Τύπος- η ειρωνεία και ο χλευασμός για τις ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές αντιλήψεις της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς από μια εθνικιστική, σοσιαλδημοκρατική και κεντροαριστερή σκοπιά, η απαξίωση της πορείας του κόμματος με την χρήση του υποτιμητικού «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», η αντίληψη ότι οι ψήφοι στο ΣΥΡΙΖΑ είναι περίπου «δανεικοί» από το ΠΑΣΟΚ της «μεγάλης προοδευτικής παράταξης» (θέση που κάποτε υποστήριζε με ιδιαίτερο φανατισμό ο αστήρ της πρώιμης διεύρυνσης Αλ. Μητρόπουλος) και πολλά άλλα.
Οι απειλές για διαγραφές, έμμεσες προς το παρόν, δεν λείπουν. Μάλιστα, η κ. Θ. Τζάκρη, μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, έφθασε στο σημείο, επικαλούμενη τον Ζαχαριάδη (!) να μιλά, με αφορμή τα εθνικά θέματα, για τις «αριστερίζουσες εκκρεμότητες» εντός του ΣΥΡΙΖΑ -που προφανώς πρέπει να διευθετηθούν σύμφωνα με τις παραδοσιακές οργανωτικές μεθόδους του Ανδρέα Παπανδρέου- αλλά και να λιβανίζει αυτό που κάποτε ήταν το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ: «…Όσον αφορά όμως τις άλλες δυνάμεις, που εκκινούν από τα αριστερά, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι υπολογίζουν χωρίς τους προοδευτικούς ψηφοφόρους –υποστήριξε ανερυθρίαστα η κ. Τζάκρη- Η μεγάλη προοδευτική δημοκρατική παράταξη είναι πατριωτική δύναμη ευθύνης και πραγματική ασπίδα προστασίας στα εθνικά συμφέροντα και στα συμφέροντα των πολλών και μη προνομιούχων. Με αυτές τις θέσεις η μεγάλη προοδευτική παράταξη κυβέρνησε τη χώρα για δεκαετίες προς όφελος του ελληνικού λαού και διαφύλαξε τα εθνικά συμφέροντα. Και αυτές οι δυνάμεις θα κυριαρχήσουν ξανά είτε το θέλουν είτε όχι οι αριστερίζουσες εκκρεμότητες, διότι ο προοδευτικός κόσμος έχει και πατρίδα και γνώση και διάθεση να πάει τη χώρα μπροστά» (!!!). Επιστροφή λοιπόν στο «ηρωικό» παρελθόν και στο «βυθίσατε το Χώρα».
ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ ΕΧΟΥΜΕ
Βέβαια μέχρι την προσχώρηση τους αυτοί οι ίδιοι, υπουργοί, βουλευτές και ηγετικά κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και του ΚΙΝΑΛ, έσερναν τα μύρια όσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρόεδρο του. Δύο μόνο, από τα εκατοντάδες, χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Ο Θάνος Μωραΐτης, γραμματέας της Νεολαίας του ΠΑΣΟΚ, βουλευτής και υπουργός στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου μόνο καλά λόγια, να το πω έτσι ευγενικά, δεν είχε για τον ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι «Στην κυβέρνηση [του ΣΥΡΙΖΑ] αξίζουν 3 Όσκαρ: Το Όσκαρ της αποτυχίας, το Όσκαρ του τυχοδιωκτισμού και το Όσκαρ του διχασμού». Διαβεβαίωνε, μάλιστα, ότι «με αυτούς που εξαπάτησαν τον ελληνικό λαό δεν θα συνεργαστούμε ποτέ» ενώ τον Μάρτιο του 2018 μιλούσε για την «fake αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ». Οι κατηγορίες αυτές δεν τον εμπόδισαν να τοποθετηθεί, στα πλαίσια της «διεύρυνσης», τον Φεβρουάριο του 2019 υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ!
Αλλά δεν είναι μόνον αυτοί που έχουν την πολιτική τους καταγωγή στο ΠΑΣΟΚ. Ο Θ. Θεοχαρόπουλος, πρόεδρος ακόμα και σήμερα της ΔΗΜΑΡ, αν και προσερχόμενος από το χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, ήταν ακόμα χειρότερος χρησιμοποιώντας χαρακτηρισμούς του πεζοδρομίου για τον τότε πρωθυπουργό: «Ο κ. Τσίπρας το παίζει νταής και βαρύμαγκας στο εσωτερικό, ενώ στο τέλος δέχεται τα πάντα στο εξωτερικό, ακόμη και τις πιο ακραίες απαιτήσεις των δανειστών, όπως ο κόφτης ή το Υπερταμείο για έναν αιώνα». Στα τέλη του 2018 υποστήριζε ότι «Έχουμε μια κυβέρνηση αδιέξοδη σε όλα τα επίπεδα. Δεν έχουμε μια προοδευτική διακυβέρνηση, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Ο λαϊκισμός από αντιπολιτευτικός έχει γίνει κυβερνητικός» (sic). Έφθασε μάλιστα στο σημείο να προτείνει μια κυβέρνηση συνεργασίας χωρίς τον Τσίπρα: «Σταθερή πρότασή μου είναι μία κυβέρνηση ευρείας κοινοβουλευτικής στήριξης με άλλον πρωθυπουργό και πρόσωπα κοινής αποδοχής».
Όχι πολύ αργότερα η ΔΗΜΑΡ, κυβερνητικός εταίρος στο τριτοκομματικό έκτρωμα της κυβέρνησης Σαμαρά, αφού αποχώρησε από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, βρήκε καταφύγιο στον ΣΥΡΙΖΑ, και ο Θ. Θεοχαρόπουλος ορίσθηκε, στις αρχές Μαΐου του 2019, υπουργός, Μεταφορών, ενώ ακόμα και σήμερα, χωρίς να έχει διαλυθεί η ΔΗΜΑΡ της οποίας συνεχίζει να είναι πρόεδρος, είναι διευθυντής της Κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ! (και μετά ειρωνεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών).
Θα μπορούσαμε πραγματικά να γράψουμε μια πολυσέλιδη «Μαύρη Βίβλο» με τους ανοίκειους χαρακτηρισμούς και τις επιθέσεις στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλ. Τσίπρα, στον έντυπο αλλά κυρίως στον ηλεκτρονικό Τύπο, από τους όψιμούς «θαυμαστές» του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ.
Όλοι αυτοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, υποστηρίζουν σήμερα ότι η οργανωμένη βάση του κόμματος και τα εκλεγμένα όργανα της αντιπροσωπεύουν τον ΣΥΡΙΖΑ του 4% ενώ ο πρόεδρος και οι προσχωρήσαντες από το χώρο του ΠΑΣΟΚ εκφράζουν τον ΣΥΡΙΖΑ του 32% (!). Θέση που κατά την άποψη μου γίνεται δεκτή, στη μια ή την άλλη παραλλαγή της, από ένα τμήμα της ηγεσίας και εμμέσως από τον ίδιο τον πρόεδρο του κόμματος.
Η ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
Ο Αλ. Τσίπρας, επί των ημερών του οποίου, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ένα μαζικό κόμμα της αριστεράς -ένα από τα πιο ισχυρά κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς- και ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας από το 2015 μέχρι το 2019, μετά τις ήττες στις ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές του 2019, έθεσε ως στόχο την μετεξέλιξη του κόμματος σε ένα μεγάλο κόμμα που θα έπρεπε να αποκτήσει 180.000 μέλη, σε μια μεγάλη παράταξη, στο σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.
Το να αλλάζουν τα κόμματα δεν είναι πάντα μια κακή εξέλιξη. Το ζήτημα είναι προς τα πού και με ποιες διαδικασίες αλλάζουν.
Η μετεξέλιξη του Συνασπισμού σε ΣΥΡΙΖΑ έγινε σε βάθος χρόνου και βασίστηκε στα κινήματα, στο Φόρουμ, στο Χώρο Διαλόγου και Κοινής Δράσης, σε κοινές εκδηλώσεις, σε πολλές συζητήσεις για ζητήματα στρατηγικής και τακτικής κλπ. Οι μεγάλες διαφορές των συνιστωσών, εξαιτίας της διαφορετικής ιστορικής καταγωγής τους, δεν αποτέλεσαν εμπόδιο αλλά πλούτο που ενίσχυαν το εγχείρημα. Οι ενωτικές και συνθετικές διαδικασίες ήταν κυρίαρχες. Οι καταστατικές αρχές σεβαστές. Η συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδότησε τη στροφή του βασικού κορμού της ανανεωτικής αριστεράς προς τα αριστερά. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε το υπόδειγμα συγκρότησης της ριζοσπαστικής αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εξάλλου για τον λόγο αυτό ανταμείφθηκε με μια σειρά εκλογικές νίκες, στις οποίες ο ρόλος του Α. Τσίπρα υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, ιδιαίτερα σημαντικός, όχι όμως και ο μοναδικός. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές με την ψήφο ανθρώπων γοητευμένων από το εγχείρημα και οι οποίοι στο παρελθόν ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και άλλα αριστερά σχήματα αλλά και νέους που δεν ψήφιζαν μέχρι τότε καθόλου. Πολλοί από αυτούς οργανώθηκαν και στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η σημερινή μετεξέλιξη, βρίσκεται στον αντίποδα. Σηματοδοτεί μια στροφή προς τα δεξιά, προς την σοσιαλδημοκρατία και την κεντροαριστερά όχι μόνο στο εθνικό αλλά και στο ευρωπαϊκό πεδίο. Το γεγονός ότι ο Αλ. Τσίπρας έχει στην ουσία εγκαταλείψει το Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς –του οποίου, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ήταν επικεφαλής στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2014- και συμμετέχει τακτικά, έστω και ως παρατηρητής, στις συνόδους του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος ενισχύει τις φωνές, τόσο εντός όσο και κυρίως εκτός του κόμματος -«φιλικές» εφημερίδες κλπ- για τη μετατροπή το ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα της κεντροαριστεράς αλλά και της «τίμιας» σοσιαλδημοκρατίας, η οποία βέβαια ως πολιτική συγκρότηση έχει εξαφανιστεί από το χάρτη σε διεθνές επίπεδο.
Δεν γνωρίζω αν ο καινοφανής χαρακτηρισμός «κόμμα εν κινήσει» αντιπροσωπεύει τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εάν ισχύει τότε το τρένο του κόμματος τρέχει, και μάλιστα με τρελή ταχύτητα, προς το παρελθόν για να συναντήσει τόσο το αλήστου μνήμης ΠΑΣΟΚ όσο, και πράγμα χειρότερο, την πλήρως εκφυλισμένη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Αν ολοκληρωθεί αυτή διαδικασία η αριστερά θα υποστεί ένα ακόμα πλήγμα. Οι μήνες που έρχονται θα αποδειχθούν καθοριστικοί».