Με ευρύτατη πλειοψηφία εγκρίθηκε από την Ολομέλεια του κοινοβουλίου η υποψηφιότητα του κ. Κώστα Τασούλα για την θέση του Προέδρου της Βουλής.
Τον βουλευτή Ιωαννίνων με την Νέα Δημοκρατία ψήφισαν 283 βουλευτές καταρρίπτοντας το προηγούμενο ρεκόρ που κατείχε η πρώην πρόεδρος του κοινοβουλίου Ζωή Κωνσταντοπούλου με 235 ψήφους.
Ο νέος Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων στην παρθενική του ομιλία προτίμησε να κάνει μια γενική τοποθέτηση για τον ρόλο που πρέπει να έχει το κοινοβούλιο και όχι μια τεχνοκρατική ομιλία με τα βασικά σημεία του «οδικού χάρτη» των επικείμενων αλλαγών.
Θα ακολουθήσει η τελετή παράδοσης παραλαβής από τον απερχόμενο πρόεδρο του κοινοβουλίου Νίκο Βούτση και στην συνέχεια θα συνεδριάσει ξανά η Ολομέλεια προκειμένου να εκλέξει τους νέους αντιπροέδρους.
Υπενθυμίζεται ότι για τις θέσεις των αντιπροέδρων έχουν προταθεί: Χ. Αθανασίου, Ν. Κακλαμάνης, Θ. Μπούρας από την ΝΔ, Δ. Βίτσας από τον ΣΥΡΙΖΑ, Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος από το ΚΙΝΑΛ, Γιώργος Λαμπρούλης από το ΚΚΕ, Σ. Σακοράφα από το ΜεΡΑ25 και Απ. Αβδελάς από την Ελληνική Λύση.
Μεταξύ των βασικών αρχών και προκλήσεων που ανέπτυξε ο κ. Τασούλας ανέφερε είναι «να συνεχισθεί ή να διορθωθεί και προφανώς να διευρυνθεί το πολύπτυχο και πολυσήμαντο έργο της Βουλής:
– στις διεθνείς της σχέσεις
– στην παρακολούθηση της διπλωματικής διεκδίκησης των οφειλών από τους παγκοσμίους πολέμους
– στην παιδευτική της αποστολή
– στη διάδοση της γνώσης της πολιτικής μας ιστορίας
– στην τηλεοπτική της παρουσία
– στους πολύτιμους στόχους του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και του εορτασμού των δύο αιώνων από το 1821
– χρέος μας είναι να συμβάλλουμε, ώστε στα μάτια και στη συνείδηση των πολιτών η Βουλή να ανατρέψει την εικόνα απαξίωσής της, φιλοδοξώντας να γίνει ο κοινοβουλευτικός πυλώνας της ανόρθωσης της χώρας
«Το έργο της Βουλής, λοιπόν, δεν είναι βασικά ποσοτικό, αλλά ποιοτικό» υπογράμμισε ο νέος Πρόεδρος του κοινοβουλίου για να συνεχίσει: «Η Κυβέρνηση επιδιώκει να βελτιώσει τους ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό είναι μετρήσιμο. Να αξιοποιήσει περισσότερο το Π.Δ.Ε. Αυτό είναι μετρήσιμο. Να μειώσει την ανεργία. Αυτό είναι μετρήσιμο. Η Βουλή όμως δεν θα κριθεί από τον αριθμό των ερωτήσεων ή επερωτήσεων που θα υποβληθούν, αλλά από μια βαθύτερη ποιοτική διεργασία στη λειτουργία της και στον προορισμό της».
«Να γιατί στη Βουλή δεν πρέπει διαχρονικά να έχει θέση καμία αδιάλλακτη εκδοχή του σκληρού πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού! Να γιατί πρέπει να εκφράσουμε, όσο μπορούμε, την έννοια της ελεύθερης εντολής των βουλευτών, να γιατί οφείλουμε να τηρήσουμε κανόνες καλής νομοθέτησης στη νομοπαραγωγική διαδικασία κόντρα στην πολυνομία και στην κακονομία, να γιατί καλούμεθα να αποποιηθούμε την εμπαθή και τυφλή και την προφανώς αβάσιμη, όταν είναι προφανώς αβάσιμη και το ξέρουμε, μετατροπή κοινοβουλευτικών διαδικασιών σε γκιλοτίνες διαβολής ή δικονομικής εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων, να γιατί αξίζει να ασκούμε υπεύθυνο και τεκμηριωμένο Κοινοβουλευτικό Έλεγχο, να γιατί δεν μπορούμε να δεσμεύουμε συστηματικά τις μελλοντικές Βουλές, να γιατί οφείλουμε να ολοκληρώσουμε ως Αναθεωρητική Βουλή με θεσμικό τρόπο τη Συνταγματική Αναθεώρηση που εκκρεμεί! Αν η Κυβέρνηση μετά την πρόσφατη εντολή του ελληνικού λαού καλείται σε πολλαπλές βελτιώσεις και ανασυγκροτήσεις, η αποκατάσταση του κύρους του Κοινοβουλίου είναι εξίσου, αν όχι επιτακτικότερη, ανάγκη. Καλούμαστε να λειτουργήσουμε ελεύθερα και δημοκρατικά, σοβαρά και υπεύθυνα και οφείλω, διευθύνοντας τις εργασίες του Σώματος, ως Πρόεδρος όλων των πτερύγων της Βουλής, όπως ένας συνεπής Νεοδημοκράτης κάλλιστα μπορεί να είναι, με τη συνεργασία των Αντιπροέδρων που θα εκλεγούν αργότερα, να μεριμνώ για τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης διεξαγωγής των συνεδριάσεών του, την κατοχύρωση της ελεύθερης γνώμης και έκφρασης όλων των βουλευτών, και την τήρηση της τάξης. Στο σημείο αυτό οφείλω να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο κ. Νίκο Βούτση για την ενδελεχή ενημέρωση που ο ίδιος και οι συνεργάτες του μου παρείχαν».
Ομιλία Κ. Τασούλα
«Πριν απ’ όλα ευχαριστώ τα μέλη της Θ΄Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, αυτής που προέκυψε από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου για την άκρως τιμητική υπερψήφιση της υποψηφιότητός μου, μιας υποψηφιότητος που μου επεφύλαξε τη μεγάλη διάκριση και ευθύνη να υποβάλλει η Νέα Δημοκρατία και ο Πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης. Επιτρέψτε μου όμως να εκφράσω ξεχωριστά τις ευχαριστίες, το σεβασμό και την ευγνωμοσύνη μου προς τους πολίτες της ιδιαίτερης πατρίδος μου, των Ιωαννίνων, που επί εικοσαετία, σε εννέα διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, με επιλέγουν ως εκπρόσωπό τους στο Εθνικό Κοινοβούλιο με το ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας» ανέφερε αρχικά για να προσθέσει: «
Αλλά σε τι τοπίο και με ποιόν ορίζοντα ξεκινά τις εργασίες της η νέα εξακομματική Βουλή της ΙΗ΄ περιόδου; Προφανώς απέχουμε πολύ από την περιγραφή της πατρίδος του, όπως την έκανε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ στο συναρπαστικό βιβλίο του “Τα Νεανικά μου Χρόνια”:
“Εγώ ήμουν παιδί της Βικτωριανής εποχής όταν η θέση της χώρας μου φαινόταν σταθερά διαμορφωμένη, όταν η θέση της στο εμπόριο και στη θάλασσα ήταν ασυναγώνιστη, και όταν η συνειδητοποίηση του μεγαλείου της Αυτοκρατορίας μας και του καθήκοντός μας να το διατηρήσουμε αύξανε διαρκώς.”
Η μεγάλη εικόνα για μας είναι προφανώς διαφορετική, εκτός, ελπίζω, από τη συνειδητοποίηση του καθήκοντος να στερεώσουμε με διάρκεια τη χώρα και τους θεσμούς της. Είναι και αφάνταστα δυσκολότερη, αλλά και προκλητικά απλή: Τα χρόνια της κρίσης σε οικονομικούς όρους, η Ελλάδα πήγε 25% πίσω στο ΑΕΠ της, και η Ευρωζώνη 25% μπροστά. Γι’ αυτό και το κοινό όραμα του λαού μας, του κουρασμένου και εύλογα δύσπιστου λαού μας, είναι η επίτευξη της προκοπής και μιας καλύτερης και ισχυρής Ελλάδος. Αυτή την Ελλάδα καλείται η τρισυπόστατη Πολιτεία να επιδιώξει. Αυτή την Ελλάδα οφείλουμε εμείς, οι αντιπρόσωποι του κυρίαρχου λαού, να χτίσουμε μέσα από τη θεσμική αρματωσιά της νομοθετικής εξουσίας.
Καλωσορίζουμε σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων, τους Έλληνες βουλευτές. Κυρίες και Κυρίους. Επανεκλεγέντες και πρωτοεκλεγέντες. Και τους καλωσορίζουμε ή τους ξαναβλέπουμε στην περιπέτεια του δημόσιου βίου που επέλεξαν αλλά και τους επέλεξαν. Του δημόσιου βίου… Να τι λέει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος που κόσμησε με το πνεύμα του αυτήν την αίθουσα για το δημόσιο βίο προλογίζοντας το έργο του “Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος”:
“Το ιστορικό τούτο δοκίμιο το χρωστούσα στον εαυτό μου. Ήθελα και έπρεπε να γνωρίσω κάπως καλύτερα τον αρχαίον Έλληνα, και ειδικώτερα, τα βήματα που έκαμε στο δρόμο, όπου στήνονται οι πιο πολλές ενέδρες. Ο δρόμος αυτός είναι ο δημόσιος βίος, η πολιτική. Ο Έλλην είναι ακριβώς εκείνος που έκαμε τον βίο του ανθρώπου δημόσιο. Πριν από τον Έλληνα, ούτε ο πανίσχυρος Ένας, ο απόλυτος κύριος μιας χώρας, δεν ήταν δημόσιος. Ο Φαραώ ήταν κρυμμένος.”
Σε αυτή την πορεία δεν είμαστε μοναδικοί, ούτε πρωτοφανείς. Αποτελούμε ιστορικά ένα προσωρινό κομμάτι, εμείς «τα βιαστικά και άπειρα όντα της στιγμής», του κοινοβουλευτισμού στη χώρα μας, που από πολύ νωρίς, ακόμα και για τα Ευρωπαϊκά δεδομένα, καθιερώθηκε κυρίως μετά το 1844. Η πρόδρομη περιγραφή του κομματικού φαινομένου, ή μάλλον των φατριών που προηγήθηκαν, γίνεται το 1812, όταν ο περιηγητής Χένρι Χόλλαντ ευρισκόμενος εις τα Ιωάννινα πληροφορήθηκε από τον Ιωάννη Βηλαρά την ύπαρξη των τριών ρευμάτων στην Ελλάδα: Οι έμποροι, οι νησιώτες και οι μωραΐτες συμπαθούν τους Άγγλους, οι ρουμελιώτες και οι εγγράμματοι τους Γάλλους, τα λαϊκά στρώματα και ο κλήρος την Ρωσία.
Αξίζει να θυμηθούμε πως η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες στον κόσμο που καθιερώνουν το κοινοβουλευτικό σύστημα και την καθολική ψηφοφορία των αρρένων πολιτών, ασχέτως περιουσίας. Και αυτό το δημοκρατικό κοινοβουλευτικό καθεστώς εμβολιάσθηκε στο πολύ αρχαιότερο και καλά εδραιωμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα της πατρωνείας… Ο εμβολιασμός γέννησε έτσι ένα ιδιότυπο και εξισωτικό μείγμα δημοκρατίας και πελατειακού συστήματος (Γ. Β. Δερτιλής, Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας, σ. 593).
Να γιατί, όταν μιλάμε και επιδιώκουμε την ισχυρή Ελλάδα, κυριολεκτικά δεν ζητούμε επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά προσπάθεια κατάκτησης της κανονικότητας, χωρίς φυσικά να αρνούμαστε ένα ιστορικών διαστάσεων έργο εδαφικής επέκτασης και οικονομικής ανόρθωσης της χώρας, που επιτελέστηκε, παρά τους επτά πολέμους, τους τέσσερις εμφυλίους και τις επτά πτωχεύσεις. Το Κοινοβούλιο και η αντιπροσωπευτικότητα, αυτό δηλαδή που ο Αλέξανδρος Σβώλος χαρακτήρισε ως το ύπατο δείγμα της σοφίας των ανθρώπων, το ultimum sapientiae, ωστόσο δεν βγαίνουν αλώβητα από την κρίση. Απεναντίας υπέστησαν τεράστιο πλήγμα κυρίως αποξένωσης του λαού, αλλά και επιπτώσεων από το σφιχταγκάλιασμα της εκτελεστικής εξουσίας.
Κι αν η ομιλία κάθε νεοεκλεγμένου Προέδρου της Βουλής οφείλει να υπογραμμίσει πως θα συνεχισθεί ή θα διορθωθεί και προφανώς θα διευρυνθεί το πολύπτυχο και πολυσήμαντο έργο της Βουλής στις διεθνείς της σχέσεις, στην παρακολούθηση της διπλωματικής διεκδίκησης των οφειλών από τους παγκοσμίους πολέμους, στην παιδευτική της αποστολή, στη διάδοση της γνώσης της πολιτικής μας ιστορίας, στην τηλεοπτική της παρουσία, στους πολύτιμους στόχους του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και του εορτασμού των δύο αιώνων από το 1821, και όλα αυτά και άλλα πολλά με τη βοήθεια του συγκροτημένου προσωπικού της, άλλο τόσο και περισσότερο σε αυτή τη συγκυρία χρέος μας είναι να συμβάλλουμε, ώστε στα μάτια και στη συνείδηση των πολιτών η Βουλή να ανατρέψει την εικόνα απαξίωσής της, φιλοδοξώντας να γίνει ο κοινοβουλευτικός πυλώνας της ανόρθωσης της χώρας. Στόχος πολύ δύσκολος, τιτάνιος θα έλεγα, αλλά ας φροντίσουμε να μην αποδειχθεί και σισύφειος!
Το έργο της Βουλής έχει μια ιδιοτυπία. Και δεν ομιλώ για τις επιμέρους πολυσχιδείς αρμοδιότητές της, για την εξωστρέφειά της, για την επισκεψιμότητά της, για τα χρήσιμα τεχνικά προγράμματα που είναι εν εξελίξει. Και που πρέπει να τα προσέξουμε και να τα φροντίσουμε για να πάνε ακόμη καλύτερα. Ομιλώ για την πολιτική της υπόσταση, για την συνωνυμία της με το πολιτικό σύστημα και τις καταφορές που αυτή η συνωνυμία προκαλεί. Το έργο της Βουλής, λοιπόν, δεν είναι βασικά ποσοτικό, αλλά ποιοτικό. Η Κυβέρνηση επιδιώκει να βελτιώσει τους ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό είναι μετρήσιμο. Να αξιοποιήσει περισσότερο το Π.Δ.Ε. Αυτό είναι μετρήσιμο. Να μειώσει την ανεργία. Αυτό είναι μετρήσιμο. Η Βουλή όμως δεν θα κριθεί από τον αριθμό των ερωτήσεων ή επερωτήσεων που θα υποβληθούν, αλλά από μια βαθύτερη ποιοτική διεργασία στη λειτουργία της και στον προορισμό της.
Να γιατί στη Βουλή δεν πρέπει διαχρονικά να έχει θέση καμία αδιάλλακτη εκδοχή του σκληρού πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού! Να γιατί πρέπει να εκφράσουμε, όσο μπορούμε, την έννοια της ελεύθερης εντολής των βουλευτών, να γιατί οφείλουμε να τηρήσουμε κανόνες καλής νομοθέτησης στη νομοπαραγωγική διαδικασία κόντρα στην πολυνομία και στην κακονομία, να γιατί καλούμεθα να αποποιηθούμε την εμπαθή και τυφλή και την προφανώς αβάσιμη, όταν είναι προφανώς αβάσιμη και το ξέρουμε, μετατροπή κοινοβουλευτικών διαδικασιών σε γκιλοτίνες διαβολής ή δικονομικής εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων, να γιατί αξίζει να ασκούμε υπεύθυνο και τεκμηριωμένο Κοινοβουλευτικό Έλεγχο, να γιατί δεν μπορούμε να δεσμεύουμε συστηματικά τις μελλοντικές Βουλές, να γιατί οφείλουμε να ολοκληρώσουμε ως Αναθεωρητική Βουλή με θεσμικό τρόπο τη Συνταγματική Αναθεώρηση που εκκρεμεί!
Αν η Κυβέρνηση μετά την πρόσφατη εντολή του ελληνικού λαού καλείται σε πολλαπλές βελτιώσεις και ανασυγκροτήσεις, η αποκατάσταση του κύρους του Κοινοβουλίου είναι εξίσου, αν όχι επιτακτικότερη, ανάγκη. Καλούμαστε να λειτουργήσουμε ελεύθερα και δημοκρατικά, σοβαρά και υπεύθυνα και οφείλω, διευθύνοντας τις εργασίες του Σώματος, ως Πρόεδρος όλων των πτερύγων της Βουλής, όπως ένας συνεπής Νεοδημοκράτης κάλλιστα μπορεί να είναι, με τη συνεργασία των Αντιπροέδρων που θα εκλεγούν αργότερα, να μεριμνώ για τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης διεξαγωγής των συνεδριάσεών του, την κατοχύρωση της ελεύθερης γνώμης και έκφρασης όλων των βουλευτών, και την τήρηση της τάξης. Στο σημείο αυτό οφείλω να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο κ. Νίκο Βούτση για την ενδελεχή ενημέρωση που ο ίδιος και οι συνεργάτες του μου παρείχαν.
Καλούμαστε συνεπώς να είμαστε χρήσιμοι και γόνιμοι, όχι προφανώς συμφωνώντας σε όλα, αλλά μέσα από μια πολιτική αντιπαράθεση που εξελίσσεται σε μορφή ελευθερίας. Και για να θυμηθούμε τον Δημήτρη Τσάτσο:
“Τι σημαίνει όμως “αντίπαλοι”; Η λέξη εκφράζει δύο εξίσου σημαντικά στοιχεία: Πρώτο, σημαίνει αντίθεση πολιτική ή (και) ιδεολογική. Δεύτερο, όμως, σημαίνει και αποδοχή της κοινής διαδικασίας, των κανόνων του παιχνιδιού. Σημαίνει τελικά αποδοχή και αναγνώριση του αντιπάλου! Από την ώρα που η σχέση των αντιπάλων γίνεται σχέση εχθρών, τότε παραμένει βέβαια η αναγκαία για τη δημοκρατία αντίθεση, χάνεται όμως η εξίσου αναγκαία για τη δημοκρατία αποδοχή των διαδικασιών, των κανόνων του παιχνιδιού και τελικά του αντιπάλου. Η αντιπαράθεση αντιπάλων στεριώνει τη δημοκρατία, η σύγκρουση εχθρών μέσα στο χώρο της είναι η αρχή του τέλους.” (Δ. Τσάτσος, Η Κρίση του Πολιτικού Λόγου, Εκδόσεις Θεμέλιο 1983, σ.69).
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πριν 25 αιώνες ένας ταπεινός πωλητής χαλκού ρωτούσε το Δία και τη Διώνη στο μαντείο της Δωδώνης “ει εν λιμένι χαλκοπωλέομεν;”, αν θα πρέπει δηλαδή να ασκήσει το επάγγελμά του στο λιμάνι. Και κάποιος ονόματι Επίλυτος “επερωτήι τον Δία τον Νάιον και ταν Διόναν τι ποιών ευτυχιοί και πότερα ταν Φαινομέναν γυναίκα λάβω ή άλλαν”, δηλαδή ο Επίλυτος ρωτάει τους θεούς για το αν θα έχει ευτυχία και αν θα πρέπει να επιλέξει για γυναίκα του την Φαινομένη ή άλλη. Βλέπουμε πως οι ανάγκες και οι αγωνίες των ανθρώπων είναι οι ίδιες, μόνο που τώρα οι λύσεις βρίσκονται από εμάς τους ίδιους και όχι από τον Κεραύνιο Δία. Γι’ αυτό και πρέπει να εγκαταλείψουμε την πρωταρχία και την αποκλειστικότητα της τεχνολογίας της πολιτικής που αξιοποιεί λυσσωδώς το πολιτικό marketing και να καταφύγουμε στις απαρχές της πολιτικής, στην τέχνη δηλαδή της πολιτικής, στην πράξη, στη δουλειά, στο αποτέλεσμα. Να κάνουμε δηλαδή και ως Κοινοβούλιο πολιτικά πιο βαρύνουσα διαδικασία τον απολογισμό του Κράτους από τον προϋπολογισμό. Αλλά αυτό σημαίνει πως η πολιτική ξαναγίνεται αυτό που ελάχιστοι σήμερα πιστεύουν πως είναι, και αυτό εξαρτάται από την έμπνευση, την αφοσίωση και την πεποίθηση όλων μας, και δεν είναι θέμα Κανονισμού της Βουλής, ούτε καν του Συντάγματος. Διακινδυνεύω τελειώνοντας την ομιλία μου να θεωρηθώ αφελής ή, ακόμη χειρότερα υποκριτής, παραθέτοντας έναν καταγεγραμμένο διάλογο για την αξία και την ουσία της ανάμειξης στην πολιτική, ανάμεσα σε έναν πατέρα και σε ένα γιο, που περιέργως με συγκινεί όσο όταν τον πρωτοδιάβασα στα πολύ νεανικά μου χρόνια:
-« Άκουσε Κώστα
-Δεν είσαι καμωμένος γι’ αυτό το επάγγελμα. Σε ξέρω, έχεις χαρακτήρα: αδιάλλακτος, αλύγιστος, ό,τι χρειάζεται για να σπάσης τα νεφρά σου. Αυτό δεν είναι κατηγόρια, Κώστα, αντίθετα. Μ’ αρέσεις, τέτοιος που είσαι, σε παραδέχομαι, γι’ αυτό ακριβώς… Ή θα συμβιβασθής, θα δεχθής συναλλαγές, κομπίνες, υποκρισίες, και δεν θα είσαι πια ο Κώστας ή θα κρατήσης την ακαμψία σου, την ωραία σου ακαμψία, και θα αποτύχης.
Έχεις, δόξα στο Θεό, ένα επάγγελμα, ένα καλό επάγγελμα όπου μπορείς να πετύχης χωρίς μαζί και να εξευτιλιστής, Κώστα, να μη ξεπέσης στα ίδια σου τα μάτια. Σκέψου το ακόμη πριν του παραδώσης τ’ όνομά σου… τ’ όνομά μας.
Για να απαντήσει ο γιός:
– Αν πιστεύης πως σκέφτηκα τον εαυτό μου. Ποτέ μου δεν υπολόγισα, ποτέ μου δεν λογάριασα ούτε την επαγγελματική επιτυχία, ούτε το γόητρο, ούτε τον καλό γάμο, ούτε τίποτα απ’ αυτά που φαίνεται να πιστεύης. Αν πρόκειται για να τακτοποιηθώ, να αποκατασταθώ, πρέπει να το πάρης απόφασι: δεν θα είμαι ποτέ λογικός – κατά τον τρόπο αυτό. Αν έχω φιλοδοξία, αυτή αποβλέπει αλλού, υπερβαίνει κατά πολύ τον εαυτό μου. Τι αφέλεια, ε; Είμαι αφελής! Στοχάζομαι πως δεν δικαιώνεται η παρουσία του ανθρώπου πάνω στη γή, με το να καλλιεργή μια περιορισμένη προσωπική ευτυχία. Είμαστε ο καθένας ένας άνθρωπος ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, το ξέρεις καλά αυτό, το έχεις ο ίδιος αρκετά αποδείξει. Μα ο καθένας αναλίσκεται κατά τον τρόπο του, κατά τον καιρό του, κατά τις περιστάσεις. Σήμερα, και για μένα η πολιτική μου προσφέρει αυτή την τύχη. Θα ήθελα να αφιερωθώ στους ανθρώπους του λαού μου, γι’ αυτούς και διά μέσου αυτών θα ήθελα να δικαιώσω το πέρασμά μου από τον κόσμο αυτό…
Το ζήτημα λύθηκε μεταξύ τους, όχι από μια νέα συζήτησι, ούτε από τη μητέρα, ούτε από κανέναν άλλο, αλλ’ από τον τύφο. Επί δύο μήνες, ο γιος δεν άφησε τις Σέρρες. Μια φορά μονάχα γύρισε στην Πρώτη και ξανάδε τον πατέρα του. Μερικές μέρες αργότερα, χτυπημένος απότομα από την αρρώστεια, ο Γεώργιος Καραμανλής πέθαινε.
-Συχνά, εμπιστεύεται ο Πρόεδρος στον συνομιλητή του, είχα το αίσθημα πως ο πατέρας μου πέθανε μ’ αυτή την πίκρα στην καρδιά. Σκεφτόταν πως τη μια ή την άλλη μέρα, ασφαλώς όμως, θα παράκουγα τις συμβουλές που μου είχε δώσει. Συχνά επίσης, σ’ όλη μου τη ζωή, αναθυμήθηκα τα λόγια του. Και κάθε φορά αναρωτήθηκα αν, από τους δυό μας, δεν ήταν εκείνος που είχε δίκιο».
(Μωρίς Ζενεβουά, Η Ελλάς του Καραμανλή, ή Η Δημοκρατία Δυσχερής;, Αθήνα 1972, σελ.95-101).
Είναι προφανές πως πιστεύω ότι δίκαιο είχε ο γιος, ο μετέπειτα Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλά για να γίνει αυτό το δίκαιο αντιληπτό και αποδεκτό πάλι πρέπει ο καθένας από εμάς και κάθε μία ξεχωριστά να το υποστηρίξουμε αναλογιζόμενοι την απαράμιλλη τιμή που μας έκανε ο ελληνικός λαός εκλέγοντάς μας. Για να το πω διαφορετικά και συντομότερα: Τώρα που γίναμε αυτό που θαυμάζαμε, πόσοι άραγε θαυμάζουν αυτό που γίναμε;
Στο χέρι μας είναι να το επιτύχουμε. Καλή επιτυχία, καλή δουλειά, και καλή συνεργασία σε όλες και όλους!
Πηγή: protothema.gr